Μια ζωή για το σινεμά: 5 ταινίες για τον Ρόμπ Ράινερ - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
9:54
15/12

Μια ζωή για το σινεμά: 5 ταινίες για τον Ρόμπ Ράινερ

Αλλά και μια περιήγηση σε μια καριέρα που κι αν δεν υπήρξε σταθερά άξια σινεφιλικών πρωτοσέλιδων, ήταν ανάλογη μιας «βιομηχανίας ονείρων» που κάποτε είχε στις επάλξεις της επαγγελματίες εργασιακού ήθους και γούστου.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Αν και το άρθρο γράφεται αναπόφευκτα υπό το βάρος των τραγικών περιστατικών που έκοψαν το νήμα της ζωής και της διαρκούσας καριέρας του Ρομπ Ράινερ, σκοπός του δεν είναι η αναγωγή του καλλιτέχνη σε δυσανάλογα ύψη βάσει υπέρμετρων χαρακτηρισμών. Νομίζω και ο ίδιος, όπως τον ανακαλώ ως εύστροφη κι επιδέξια κωμική περσόνα (τώρα, ας πούμε, ως παρουσία στις «Σφαίρες Πάνω από το Μπρόντγουεϊ» του Γούντι Άλεν), θα κάγχαζε με τέτοιες υπερβολές. Ο Ρομπ Ράινερ, ήταν εμφανές, ήθελε να κάνει (και να συμμετέχει σε) ταινίες που να του αρέσουν, ταινίες που αντανακλούσαν την μενταλιτέ της γενιάς του υπό την επιρροή αυτής του πατέρα του, γενιάς μεγάλης λεκτικής κωμωδίας, πνευματώδους κωμωδίας, απαράμιλλης για κάποιους θεατές της.

Αν κάτι όμως τον ξεχώριζε ήταν η φινέτσα του, ένας χαρακτήρας στις ταινίες του που υπερέβαινε τα είδη - στα οποία άλλωστε δεν σκάλωσε ποτέ, έκανε κάτι από τα πιο πολλά - και τις ανέλκυε παρότι αρκετές φορές, με καμμία δύναμη, πρόθεση και κριτική φιλοδοξία δεν θα μπορούσες να τις εννοήσεις ως επιτυχείς. Παράδειγμα (1) το «Story of Us», με τον Μπρους Γουίλις και την Μισέλ Φάιφερ, ζευγάρι-φωτιά τότε, χημεία-πάγος, σενάριο αναποφάσιστο, Ράινερ αμήχανος - και ίσως λειψός για τέτοια «δραμεντί» - μακράν χειρότερο από το «Two for the Road» του Ντόνεν που εν μέρει επικαλείται (το οποίο έτσι κι αλλιώς πολλοί δεν αντέχουμε και τόσο). Αλλά και πάλι το βλέπεις και δεν κλέβει, οι στιγμές δεν λείπουν, το στυλάτο μπρίο του Ράινερ είναι παρόν.

Ή το «Rumor Has It» (2), που και πάλι δεν ξέρω πώς μπορεί κανείς να το ανεβάσει πέρα από τα αστεράκια της ευγενούς ευμένειας (τρία το ανώτατο, σα να λέμε), όπου όμως και πάλι βλέπεις αναλυτικά τις διεργασίες του χειρισμού ενός καστ (και τι καστ!), του πώς βγάζεις από τον καθένα το φόρτε του, πώς σκηνοθετείς τον διάλογο, πώς ακόμα κι όταν οι αναλογίες δεν είναι τέλειες, ή τα υλικά όχι ταιριαστά ή πρώτης τάξεως, «παραδίδεις ταινία». Ήταν filmmaker ο Ρομπ Ράινερ.

A Few Good Men (1992)

Νομίζω πρώτη φορά το κατάλαβα, κάπως νωρίς, εδώ. Όχι μαγεμένος από τις ερμηνείες, αν και ο Τζακ ήταν κατάτι απίθανος πάλι, όχι από το πώς έβαζε τον νεαρό Κρουζ να ιδρώνει για την θέση του στο δράμα και να λάμπει στην επιστέγαση του ανελέητου stardom, ούτε για το πως η συνταγή υποστήριζε το κείμενο του επίσης νεαρού Σόρκιν. Αλλά για τα κάδρα στο δικαστήριο. Τι τέλεια αμερικάνικα κάδρα ήταν αυτά. Πόσο σφιχτά και υποχρεωτικά για τον ηθοποιό να τα καταφέρει μέσα σε ίντσες «τηλεοπτικού» περιορισμού. Πώς αιχμαλώτισε ένταση και πώς την υπογράμμισε, διόλου διακινδυνεύοντας ρυθμό και ατμόσφαιρα, σπάζοντάς την με φλας μπακ. Τι ωραία, τι καλοφτιαγμένη ταινία. Πόσο αδιάφορα τα αστεράκια και οι ποσότητές τους όταν ένα σινεμά επιτελεί τόσο άρτια την παράδοση στην οποία ανήκει.

Στάσου Πλάι μου (1986)

Πολύ απλά ως τότε ο Στίβεν Κινγκ ήταν -για το σινεμά- ένας «συγγραφέας τρόμου». Κάτι όχι επονείδιστο φυσικά, αλλά περιοριστικό. Εδώ ο Κινγκ έγινε ο συγγραφέας που μπορούσε να συντρίψει με την ευαισθησία του, ιδίως αν κάποιος την διάβαζε και την εικονογραφούσε γερά, αναλογικά. Είναι αναλογική ταινία τούτο, σε παίρνει ήρεμα με το μέρος της, σε βυθίζει ταυτιστικά στο πνεύμα των χαρακτήρων της, στην εφηβεία δηλαδή κι όχι στον καθένα ξεχωριστά (και είναι εκπληκτική δημοκρατικότητα αυτή σε μια σκηνοθεσία) και αίφνης βρίσκεσαι στην θέση τους και η συγκίνησή τους είναι δική σου. Δεν ξέρω σήμερα, πλέον, πώς καταφέρνουν οι φλύαροι υπογράφοντες τα έργα τόση συγκίνηση σε 89 λεπτά. Δεν μπορούν να τα κάνουν 89 λεπτά. Ο Ρομπ Ράινερ το κατάφερε. Και αυτά τα έργα, πάντα, «γερνάνε» καλά. Ή, να το πω σωστά, φτιάχνουν κοινό που γερνά καλύτερα.

The Bucket List (2007)

Θα πρέπει να με συγχωρήσουν οι σκληροπυρηνικοί, οι οποίοι μόλις αντιλαμβάνονται ότι βάζω στην θέση κλασικών ταινιών «συζητήσιμες», αλλά αφ' ενός πρέπει να εκπροσωπηθεί μια περίοδος ανυποληψίας στο σινεμά του Ράινερ, αφ' ετέρου δεν αντιστέκομαι εύκολα σε καλοπαιγμένα έργα περιγραφής προχωρημένων ηλικιών. Πιο μονολεκτικά μπορεί κανείς και πάλι να πει ένα «Τζακ» και να καθαρίσει με φλιτ τους άσχετους, αλλά δεν είναι «μόνο» ο Τζακ. Ούτε και ο επάξιος Φρίμαν. Είναι ο Ρομπ Ράινερ και πάλι που μεταμορφώνει μια ταινία συνταγής (που παραμένει το έργο) σε κάτι έμβιο, άρα έμψυχο, και μαζί φινετσάτο και καλόκαρδο. Κι επειδή το τελευταίο αρεσκόμαστε να το παίζουμε σαν teaser συμπάθειας σε κειμενάκια που χρειάζονται αιτιολόγηση στις αξιολογήσεις τους, οφείλω να πω ότι τέτοια ευψυχία, χωρίς ποτέ (στα αυτιά μου) να cringάρει το χιούμορ της, δεν πρέπει να περνά απαρατήρητη. Αν περνά, χειροτερεύει ο κόσμος.

Όταν ο Χάρι Γνώρισε την Σάλι (1989)

Δεν συγκαταλέγομαι στους θαυμαστές της Νόρα Έφρον, παρότι εκτιμάται και ως παρουσία και ως μετρήσιμη συνεισφορά, ιδίως μέχρι τούτο, στις δύο πρώτες της σεναριογραφές, την «Silkwood» (με μια αληθινά σπουδαία Στριπ) και το πικρό «Heartburn». Όταν ο μετασχηματισμός του angst της στην ρομαντική κωμωδία πέτυχε (στην ταινία του Ράινερ), άρχισε και σταδιακά να εκπίπτει σε κάτι που βλέπω ως γλυκερά φεμινιστικό. Όπως και οι ταινίες αντροπαρέας συχνά (μου) προκύπττουν αδιάφορες (ή βλακώδεις), έτσι και εδώ η περιγραφή του φεμινιστικού μέσα από (ολίγον ανδροκρατουμενα, ίσως;) μοντέλα θηλυκής συμπεριφοράς και χαριτωμενιές δεν...συνάδει. Για πολλά χρόνια είχα μάλιστα «κατεβάσει» και τούτο. Μέχρι που είδα το (φρικτό) λάθος της προσέγγισής μου και συνέλαβα τον χρονομετρημένο τρόπο του Ράινερ που το κάνει ακαταμάχητο. Και στυλάτο. Και τρισχαριτωμένο. Και ευφυές. Και ανεπανάληπτο. Κι αν δείτε δίπλα του το, κλασικά αγαπητό μεν, λειψό δε, «Sleepless in Seattle» της Έφρον, παρότι αντλεί από κλασικό κι ανίκητο Χόλιγουντ, θα δείτε πόση διαφορά κάνει η σκηνοθεσία που δεν είναι του Ράινερ.

Misery (1990)

Θα ήθελα να έχω μιλήσει για το παραγνωρισμένο «Flipped», για τον παρεξηγημένο και ξεχασμένο (και ντεμοντέ πια) «American President», για το «Alex & Emma», το θαυμάσιο από κάθε μεριά «Princess Bride» ακόμα και για το «And So It Goes», που ανήκει σε ένα στυλ σινεμά που πέθανε μαζί με την Νταϊάν Κίτον και κανείς δεν στεναχωρήθηκε, ένα σινεμά που μόνο η Νάνσι Μέγιερς έμεινε να μπορεί και να ενδιαφέρεται να φτιάξει - έστω και ως ανθυποσύνολο του Τζέιμς Μπρουκς. Θα ήθελα φυσικά να αναφερθώ στο μνημείο του «This is Spinal Tap», που αποτελεί δικαίως αντικείμενο ειδωλολατρίας.

Αλλά «Misery» παρόντος, πάσα έτερη αναφορά παυσάτω. H ταινία έχει την οικειότητα του πιο mainstream Χόλιγουντ και σε οδηγεί με την τελειότητα της χειραγώγησης του μεγάλου horror στην πιο ακατανόητη για το mainstream Χόλιγουντ συνθήκη: Στο δράμα δωματίου και χαρακτήρων, στο παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Μόνο που οι εντυπώσεις που δημιουργεί το γύρισμα του Ράινερ είναι αμφίθυμες, πιάνεις τον εαυτό σου να παλατζάρει ανάμεσα στην υπεράσπιση και την κριτική της διασημότητας, πάνω στην παθογένεια του λάτρη, ανάμεσα πάλι στην σχηματικότητα και την ανθρωπιά που μπορεί να συλλάβει όταν οι ερμηνείες (που κάποιος σκηνοθέτης βγάζει - δεν είναι τίποτα απάτητες κορυφές η Κάθι Μπέιτς και ο Τζίμι Κάαν στο σύνολο της καριέρας τους) είναι τέλειες, και βέβαια πάνω στην σκηνοθεσία του κλειστού χώρου. Που σπάνια ήταν παραμυθιακότερος και μαζί τόσο ασφυκτικός στην ιστορία του αμερικανικού σινεμά.

Λείπει αυτό το σινεμά. Διόλου αλλάξαμε, γεράσαμε και λοιπά ανάλογα που λένε κάποιοι. Απλά σπανίως πια φτιάχνεται εκεί που φτιαχνόταν στην εντέλεια, στο Χόλιγουντ. Και το ότι η έξοδος κάποιου που το υπέγραψε κάποτε συνέβη με αυτή την βιαιότητα, αυτή την «τυχαία» φρίκη, δύσκολα μπορούμε να αποτινάξουμε την αίσθηση ότι κουβαλά εν μέρει και μια συμβολική απεικόνιση της αλλαγής των εποχών ή, ακόμα χειρότερα, ότι ο πραγματικός κόσμος είναι τραγικά μακριά από τις επιθυμίες των έργων μεγάλου κοινού. Θα χρειαστεί, για άλλη μια φορά, προσπάθεια εκ μέρους μας.