Ηθοποιός με συμμετοχή σε αριστουργηματικές ταινίες και ανήσυχος, πολιτικά δραστήριος δημιουργός, ο Γουόρεν Μπίτι είναι ένας ζωντανός θρύλος και μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες προσωπικότητες του Χόλιγουντ. Το cinemagazine του εύχεται χρόνια πολλά (κλείνει σήμερα τα 87) με ένα κείμενο για τους τολμηρούς, προβοκατόρικους και τιμημένους με Όσκαρ Σκηνοθεσίας «Κόκκινους».
Κατά καιρούς είναι λίγο πιο εύκολο να γυρίζεις στο Χόλιγουντ ταινίες με τη σφραγίδα του «πολιτικού». Είναι όμως λίγες οι φορές που ένας σκηνοθέτης γυρίζει μια ταινία με θέμα την επανάσταση και τρόπο γνήσια επαναστατικό, υπογράφοντας ένα σύγχρονο έπος για το αμερικανικό εργατικό κίνημα, πέφτοντας σε αντιφάσεις και αναγνωρίζοντας τις εσωτερικές συγκρούσεις της Αριστεράς. Ο Γουόρεν Μπίτι έκανε «ρεαλιστικό» σινεμά επιδιώκοντας το κινηματογραφικό δισκοπότηρο με τους «Κόκκινους», μια ταινία-ορόσημο.
Οι «Κόκκινοι» εστιάζουν στη μορφή του Τζον Ριντ, του Αμερικανού δημοσιογράφου και συγγραφέα του συναρπαστικού χρονικού της Οκτωβριανής Επανάστασης «Δέκα Ημέρες που Συγκλόνισαν τον Κόσμο» και παρακολουθούν την εξέλιξη της σχέσης με τη Λουίζ Μπράιαντ, μια φεμινίστρια δημοσιογράφο που τον ακολούθησε στα ταξίδια του ανά τον κόσμο και στον έγγαμο βίο. Το νήμα της αφήγησης πιάνεται από την πρώτη τους γνωριμία και καταλήγει στην τελευταία τους συνάντηση, λίγο πριν τον πρόωρο θάνατο του Ριντ, το 1920 στη Ρωσία.
Εκτελώντας χρέη σκηνοθέτη, σεναριογράφου, παραγωγού και πρωταγωνιστή, ο Μπίτι ανέλαβε να αφηγηθεί την ερωτική ιστορία με την τρυφερότητα που της αναλογεί, μεταφράζοντας όμως και τον ρομαντισμό της στο συλλογικό επίπεδο και στη larger than life διάσταση των κοινωνικών αγώνων στην Αμερική. Μάλιστα, διαισθανόμενος του πόσο θολά είναι τα όρια της ιστορικής αλήθειας και της μυθοπλασίας της ουτοπίας, οδηγήθηκε σ’ ένα δαιμόνιο σκηνοθετικό εύρημα: εισήγαγε εμβόλιμα πλάνα συνεντεύξεων με αυτόπτες «μάρτυρες» της Επανάστασης, Στα κοντινά πλάνα αυτών των talking heads αποτυπώνεται το εφέ αυτοί που οι «κόκκινοι» μελετητές ονομάζουν μαμή της ιστορίας.
Η ιστορία πίσω από την Ιστορία
Η ιστορική συγκυρία της παραγωγής της ταινίας ήταν κάθε άλλο παρά ευνοϊκή. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν το 1979 – την ίδια χρονιά που τα σοβιετικά στρατεύματα εισέβαλαν στο Αφγανιστάν, ξεκινώντας έναν πόλεμο που διήρκεσε εννιά χρόνια και μνημονεύεται μέχρι σήμερα ως «Βιετνάμ της ΕΣΣΔ» (43 χρόνια μετά παρακολουθούμε έναν άλλο πόλεμο με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία). Την επόμενη χρονιά έγινε πρόεδρος των ΗΠΑ ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, ένας πολιτικός άνδρας που στήριξε την προεκλογική του καμπάνια στην αντικομμουνιστική ρητορική, ώσπου ταύτισε το όνομά του με την τελευταία φάση του Ψυχρού Πολέμου και τη συμφωνία με τον Γκορμπατσώφ για τον πυρηνικό αφοπλισμό.
Τα περισσότερα χολιγουντιανά στούντιο δεν είχαν γνωρίσει ακόμα κάποια σημαντική ύφεση από την εφαρμογή των διαβόητων «reaganomics», αλλά είχαν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες διάφορων άστοχων επιλογών. Η εταιρεία United Artists προσπαθούσε εκείνο τον καιρό να ορθοποδήσει μετά την οδύσσεια του «Αποκάλυψη Τώρα», αλλά υπέγραψε τη θανατική της καταδίκη όταν επέλεξε να χρηματοδοτήσει την «Πύλη της Δύσεως» του Μάικλ Τσιμίνο, την ταινία που οδήγησε τελικά στη χρεοκοπία της.
Η Universal, από την άλλη, είχε επενδύσει πολλά στο «Μεροκάματο του Φόβου» του Γουίλιαμ Φρίντκιν χωρίς να έχει ανταπόδοση, ενώ ήλπιζε αφελώς να ρεφάρει με τη χειρότερη ίσως ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ (της οποίας ο ελληνικός τίτλος «Από πού Πάνε για το Χόλιγουντ Παρακαλώ;» είναι ενδεικτικότερος του πρωτότυπου «1941»). Ανεξαρτήτως του αν είχε ελλειμματικό ή μη προϋπολογισμό, ένα στούντιο δύσκολα θα εμπιστευόταν εν λευκώ κάποιον ανερχόμενο αστέρα για να εκπληρώσει αυτός το προσωπικό του όραμα χωρίς συμβιβασμούς.
Τα παρασκήνια μιας συμφωνίας
Παρά το προφίλ του ζεν πρεμιέ που φρόντιζαν να καλλιεργούν περισσότερο οι κοσμικές στήλες παρά οι ρόλοι που επέλεγε, η περίπτωση του οράματος του Μπίτι δεν ήταν συνηθισμένη. Ήδη από το 1968, ο ηθοποιός φρόντιζε να δηλώνει απερίφραστα την πολιτική του ταυτότητα, υποστηρίζοντας πρώτα ανοιχτά το δημοκρατικό κόμμα και την υποψηφιότητα του Μπόμπι Κένεντι και βοηθώντας στη συνέχεια ενεργά (οργανώνοντας μια σειρά από συναυλίες υποστήριξης) τον ριζοσπάστη Τζορτζ ΜακΓκόβερν να ηγηθεί του κόμματος και να κατέβει αντίπαλος του Νίξον στις εκλογές του 1972.
Μέσα από τους κύκλους των Δημοκρατικών, ο Μπίτι είχε γνωρίσει τον Μπάρι Ντίλερ, τον τότε Διευθύνοντα Σύμβουλο της Paramount, που παραμένει εγγεγραμμένο μέλος του κόμματος. Ο Μπίτι δεν ήταν άγνωστος στην Paramount: η ρομαντική κομεντί που σκηνοθέτησε μαζί με τον Μπακ Χένρι με τίτλο «Ο Παράδεισος Μπορεί να Περιμένει» είχε αποφέρει κέρδη εκατομμυρίων δολαρίων και είχε προταθεί για εννιά Όσκαρ. Ακόμα κι έτσι, όμως, ο Μπίτι ήξερε τη δυσκολία του εγχειρήματος και προτίμησε να εφαρμόσει μια παλιά, καλή... καπιταλιστική στρατηγική για να πουλήσει την ταινία του – που δεν είναι άλλη από τη δημιουργία (πλασματικού) ανταγωνισμού.
Ο Γουόρεν Μπίτι ήξερε να παίζει στα δάχτυλα τους ανθρώπους που ήταν δορυφόροι του
Είχε πλησιάσει την Warner Bros. μόνο και μόνο για να κινήσει το ενδιαφέρον της Paramount – και ιδιαίτερα του μεγιστάνα Τσαρλς Μπλούντορν, βασικού χρηματοδότη και διευθυντή της μητρικής επιχείρισης Gulf & Western. Στο πρώτο δείπνο τους στη Νέα Υόρκη, ο Μπίτι συνόψισε το πρότζεκτ ως εξής: «Εντάξει, είναι μια δύσκολη ταινία για έναν Κομμουνιστή που στο τέλος πεθαίνει. Θα καταλάβω αν δεν βάλετε χρήματα. Δεν κρατάω κακία, αλλά θα την προτείνω αλλού». Ο Ντίλερ θυμάται σήμερα εκείνο το βράδυ σαν όνειρο. «Ένιωσα σαν παιδί που του ανακοινώνουν την ύπαρξη του Άη Βασίλη. Τον ρωτήσαμε πόσο υπολόγιζε πως θα κοστίσει η ταινία του, αλλά [ο Γουόρεν] απέφυγε ν’ απαντήσει. Ο Μπλούντορν δέχτηκε στην αρχή την πρόταση γιατί δεν ήθελε να ρισκάρει να τη χάσει».
Λίγες ημέρες αργότερα, ο Μπίτι δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από το μεγάλο αφεντικό της εταιρίας, στο οποίο τον παρακαλούσε να πάρει 25 εκατομμύρια «για την πάρτη του», για να κάνει μια ταινία με ένα εκατομμύριο και διακοπές στο Μεξικό με τα υπόλοιπα 24. Όταν ο Μπίτι αρνήθηκε ευγενικά, ένα δεύτερο τηλεφώνημα ακολούθησε, αυτή τη φορά από έναν στενό «φίλο» σε ιδιαίτερα αυστηρό τόνο (πολλά ακούγονταν για τις διασυνδέσεις της Gulf and Western με τη μαφία). Η επιμονή του δημιουργού στο σχέδιό του έπεισε τελικά την Paramount να βάλει αρχικά 20 εκατομμύρια, αλλά όχι και τόσο αβασάνιστα. Το στούντιο αίφνης ακολούθησε την αντίστοιχη πολιτική, απειλώντας τον Μπίτι πως αν δεν ξεκινούσε αμέσως θα έπρεπε να ξεχάσει τη συμφωνία τους.
Ένας μαρξιστής σούπερ σταρ
Ο Μπίτι δεν θα ένιωθε ποτέ πραγματικά έτοιμος να κάνει το μεγάλο βήμα. Είχαν ήδη περάσει 13 χρόνια από τότε που πρωτοσυνέλαβε την ιδέα, όταν ακόμη ο ηθοποιός ήταν στα γυρίσματα του «Μπόνι και Κλάιντ». Το 1969, και μετά από εντατική μελέτη της ρωσικής γλώσσας, ο Μπίτι πρωτοεπισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση συνοδεία της τότε φιλενάδας του, της Τζούλι Κρίστι (που κατά διαβολική σύμπτωση έμοιαζε να αναζητά τα ίχνη μιας εναλλακτικής ιστορίας για τη Λάρα του «Δόκτωρ Ζιβάγκο», που τόσο επιτυχημένα είχε υποδυθεί λίγα χρόνια νωρίτερα).
Σ’ εκείνο το ταξίδι του ο Μπίτι είχε γνωρίσει τον Σεργκέι Μποντάρτσουκ, έναν καθεστωτικό σκηνοθέτη που του πρότεινε τον ρόλο του Ριντ για μια δική του ταινία που δεν γυρίστηκε ποτέ. Ο Μπίτι αρνήθηκε χωρίς δεύτερες σκέψεις, αλλά είδε ξεκάθαρα μέσα από τα μάτια ενός τυχαίου τρίτου ανθρώπου τη συγγένεια που είχε με τον Ριντ – αυτό το βολεμένο κολεγιόπαιδο του Χάρβαρντ που ήταν πολύ καλός, πολύ όμορφος και πολύ ταλαντούχος για να είναι αληθινός και να τον πάρει κανείς στα σοβαρά, αυτόν που ο Αμερικανός μυθιστοριογράφος Άπτον Σίνκλαιρ αποκαλούσε «πλέιμποϊ της Επανάστασης» και μπόρεσε να περάσει στον ακτιβισμό μέσω της ποίησης.
Ο Μπίτι έπεισε ακόμα και το ζεύγος Ρέιγκαν να δουν μαζί του σε ιδιωτική προβολή την ταινία πριν την επίσημη έξοδό της
Ο Γουόρεν Μπίτι ήταν κι αυτός ένας πλέιμποϊ, αλλά με την κυριολεκτική έννοια της λέξης. Ήξερε να παίζει στα δάχτυλα τους ανθρώπους που ήταν δορυφόροι του, εστιάζοντας στο αδύνατο σημείο όλων των συνεργατών του κατά βούληση. Έπεισε τον Τζακ Νίκολσον να παίξει τον μικρό αλλά σημαντικό ρόλο του Ευγένιου Ο’Νιλ, λέγοντάς του πως είναι ο μοναδικός που θα μπορούσε να κάνει πιστευτό πως μια γυναίκα θα άφηνε τον Γουόρεν Μπίτι για κάποιον άλλο. Ο Πολ Σορβίνο, που είχε το ρόλο του επικεφαλής του κομμουνιστικού κόμματος, ήταν πρόθυμος να γυρίσει πάνω από 70 φορές την ίδια σκηνή για να ικανοποιήσει τον σκηνοθέτη του, ακόμα και όταν το πλατό θύμιζε πεδίο μάχης λόγω της εξάντλησης των ηθοποιών, αλλά και της έντασης ανάμεσα στον Μπίτι και την Νταϊάν Κίτον, που θα χώριζαν μέχρι το τέλος των γυρισμάτων.
Οδήγησε σε έναν βελούδινο συμβιβασμό τον Βιτόριο Στοράρο, που είχε κατά νου έντονες κινήσεις της κάμερας, επιμένοντας στην αξία των ταμπλό βιβάν στην απόδοση του ιστορικού πλαισίου. Κατάφερε να αποδείξει στον σκληροπυρηνικό Μαρξιστή ιστορικό και θεατρικό συγγραφέα Τρέβορ Γκρίφιθς πως θα μπορούσαν να συνεργαστούν στο σενάριο μιας χολιγουντιανής ταινίας – φέρνοντας κοντά το ποπ με τον ακτιβισμό, ίσως μέσω της διαλεκτικής... Έβαλε στο παιχνίδι ακόμα και τη διάσημη κομεντιέν Ιλέιν Μέι, που έμεινε κλεισμένη σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου για τέσσερα μερόνυχτα καπνίζοντας πουράκια και ξαναγράφοντας τους διαλόγους του πρωταγωνιστικού ζεύγους. Τέλος, έπεισε ακόμα και το ζεύγος Ρέιγκαν να δουν μαζί του σε μια ιδιωτική προβολή την ταινία λίγο πριν την επίσημη έξοδό της, κάτι που ανάγκασε τον Ρόναλντ να παραδεχτεί πως του άρεσε πολύ – ακόμα κι αν θα προτιμούσε happy end!
Η ιστορία της παραγωγής της ταινίας είχε μάλλον καλό τέλος, αν αναλογιστεί κανείς το θετικό ισοζύγιο και τα τρία βραβεία Όσκαρ (σκηνοθεσίας, διεύθυνσης φωτογραφίας, δεύτερου γυναικείου ρόλου στη Μορίν Στέιπλτον). Όσο για τη σύγχρονη πολιτική ιστορία, αυτή θα αποδείξει τη μεγάλη αντοχή της ταινίας στο χρόνο και τη σημασία του να δουλεύει ένας σκηνοθέτης «στο κόκκινο» – με πάθος, ένταση, διακύβευμα και λίγο από το αίμα του.
Σημείωση: Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή την προβολή της ταινίας «Οι Κόκκινοι» στο πλαίσιο του 22ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας, τον Σεπτέμβριο του 2016.