Πολ Τόμας Άντερσον: Η εμπροσθοφυλακή του σύγχρονου αμερικανικού σινεμά - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
8:45
26/6

Πολ Τόμας Άντερσον: Η εμπροσθοφυλακή του σύγχρονου αμερικανικού σινεμά

Σε μια εποχή κρίσης του filmmaking, απόντων δημιουργών και καθεστωτικής βασιλείας της τηλεοπτικής αισθητικής, ο σήμερα 54χρονος σκηνοθέτης κρατά το αμερικανικό λάβαρο του καθαρού κινηματογράφου ψηλά και παραδειγματίζει εξακολουθητικά για το είδος του σύγχρονου auteur (και θεατή, βέβαια) που επιτακτικά αναζητείται.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Με εννιά ταινίες μεγάλου μήκους, μέσα σε 28 χρόνια, ορίστε ένας καλλιτέχνης που δεν ντράπηκε τις καταβολές του («Ξέφρενες Νύχτες» - Σκορσέζε, «Μανόλια» - Άλτμαν, «Θα Χυθεί Αίμα», Χιούστον, Ουέλς, Κιούμπρικ) και ταυτόχρονα τις χρησιμοποίησε σαν καλλιτεχνικά εμβόλια που θα γέμιζαν με τα σωστά αντισώματα τον οργανισμό του έργου του και θα τον κρατούσαν υγιή και ακέραιο.

Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία πως ενώ ο Άντερσον ανήκει ολοφάνερα σε μια άλλη εποχή filmmaking, όλες οι θεματικές έχουν ενταχθεί στο σήμερα, έχουν τον επείγοντα (εθνικό και ανθρωπιστικό) χαρακτήρα που απαιτείται, ενώ η προσωπική φωνή, καθάρια και βαρυσήμαντη ακούγεται στεντόρεια μέσα στο έργο του.

Από το νουαρικό ντεμπούτο του «Hard Eight», που ανασταίνεται το είδος του '40 και φθάνει στο σήμερα με το στυλιζάρισμα και την ουσία που μόνο ο Τζον Νταλ μπορούσε να πρεβεύσει τότε («Kill Me Again», «Red Rock West», «Last Seduction»), ως την «Αόρατη Κλωστή» των μελοδραμάτων του '50 και την αυτοαναφορική «Πίτσα Γλυκόριζα» των '70s, ο Άντερσον εκτρέπει συστηματικά με μοντέρνα εμμονή το προσωπικό βάρος του «σινεμά δημιουργού». Παράλληλα μεσολαβούν 26 χρόνια διαρκούς κοιτάγματος στα ενδότερα της κινηματογραφικής δυνατότητας και της προσωπικής εξομολόγησης. 

Η κατασκευαστικότητα ταινιών όπως το «Master», αποκαλύπτει έναν σκηνοθέτη-στοχαστή που όχι μόνο γνωρίζει άριστα την ανακατασκευή μιας εποχής (με το φιλμ, τα χρώματα, την εικονογραφία) αλλά φιλοδοξεί ασίγαστα να ανακαλύψει τις εκλεκτικές (και επώδυνες) συγγένειές της με το σήμερα. Η ουελσική πρώτη ύλη ενός «Θα Χυθεί Αίμα», χωρίς να καταφέρνει στην εντέλεια να ξεπεράσει τις εμμονές μιας αμερικάνικης γραφικότητας (της ατάκας, ας πούμε) ή της βαριάς σκιάς θεματικών (η άγρια, απομονωτική απληστία των «Θησαυρών της Σιέρα Μάντρε» ή ο οριστικός καπιταλισμός της «Chinatown»), εκτινάσσεται σε άλλα ύψη ακριβώς επειδή πίσω της υπάρχει ένα δημιουργός που πασχίζει να καταλάβει – και με σπαραγμό και με χιούμορ - την θέση του Ανθρώπου μέσα σ' αυτά.

Στην «Μανόλια», το πρώϊμο αριστούργημα δομής και ανυποχώρητης αισθητικής έργο του, ο Άντερσον βάζει τον ακρογωνιαίο λίθο του «αμαρτίες γονέων», που η τότε εποχή («Η Παγοθύελλα», «Το Γλυκό Πεπρωμένο») επέτασσε. 

Στις «Ξέφρενες Νύχτες» υιοθετεί τον χρονογραφηματικό τρόπο ενός Σκορσέζε, περιγράφει με εξίσου ξέφρενη βιρτουοζιτέ την πορνογραφία του '70 και το επικείμενο, του '80, τέλος της δόξας της. Στο «Έμφυτο Ελάττωμα» παίζει προκλητικά με τον κόσμο του Πίντσον, την σάτιρα, την δηκτικότητα, την κακογουστιά, ξανακοιτάζοντας το νουάρ αλλά και την ηθογραφία εποχής μ' έναν τρόπο που ο δάσκαλος Σκορσέζε δεν θα τολμούσε πια.

Στο μικρό -κι ελαφρώς παραγνωρισμένο- «Punch-Drunk Love» βλέπει την αλλόκοτη πλευρά μιας εμμεσότερα νουαρικής ιστορίας που παίζει μεταμονέρνα και στο έδαφος αναθεώρησης της περσόνας Σάντλερ (που ο Άντερσον δεδηλωμένα αγαπά στις κωμωδίες του) αλλά και στην ιδιωματική κομεντί που περιέχει ποσότητες καθημερινού εφιάλτη πίσω από ταμπέλες κανονικότητας.

Ο Πολ Τόμας Άντερσον μελετά σπόνδυλο-σπόνδυλο τη ραχοκοκκαλιά του αμερικανισμού μέσα από άφθονες πηγές του (ταινίες, σινεμά, διαφήμιση, πολιτικές πρακτικές) και εξορύσσει, όπως ο Ντάνιελ Πλέϊνβιου του «Θα Χυθεί Αίμα», πολύτιμες σκέψεις πάνω στην οντολογία ενός έθνους. Και το κάνει μ' έναν συναρπαστικά κινηματογραφικό τρόπο.

Η αναμονή της επόμενης ταινίας του είναι αναμονή μιας πολιτισμικής δήλωσης κι έστω κι αν αυτό είναι ένα, ίσως δυσανάλογο, βάρος προσμονής από έναν καλλιτέχνη, ο ίδιος μοιάζει να το χειρίζεται με την άνεση του ιδιοφυούς που δεν μπορεί να αποδράσει του πεπρωμένου του.