Παρότι πάντα θα υπάρχουν οι αρνητές και συχνά οι άμεσα εμπλεκόμενοι συνδικαλιζόμενοι χάνουν το δάσος για ένα δενδρύλλιο, η 14η Δεκεμβρίου του 1993 είναι η στιγμή του Χόλιγουντ γύρισε σελίδα κι ένα από τα πιο φλέγοντα ζητήματα των τελών του 20ου αιώνα «επισημοποιήθηκε» στο κυρίως ρεύμα της δημοσιότητας.
Η ταινία που διαδέχθηκε για τον σκηνοθέτη Τζόναθαν Ντέμι την «Σιωπή των Αμνών» δεν είναι βέβαια επουδενί στο καλλιτεχνικό ύψος του προπάτορά της, είναι όμως πολύ περισσότερο ένα σημείο τομής για την κουλτούρα της εποχής της και της οφείλεται ως σήμερα αναγνώριση για τον ρόλο που διαδραμάτισε στην γνωστοποίηση του AIDS σε μια κοινωνία που τον αρχικό της τρόμο απέναντι στην ασθένεια τον είχε μετατρέψει σε μια αποδιοπομπαία ένοχη σιωπή που στρεφόταν εναντίον των θυμάτων της ασθένειας αυτής.
Είναι δεδομένο άλλωστε πως το σινεμά, αν διατηρεί μια δύναμη, εξαιρώντας την σημερινή οσφυοκαμπτική ακολουθία της πολιτικής ορθότητας, είναι αυτή της γνωστοποίησης και/ή της μετατροπής μιας τάσης σε κυρίαρχο ρεύμα. Το χάος που το '80 είχε δημιουργήσει για το AIDS, έπρεπε κάποια στιγμή στο κοινωνικό του επίπεδο να οργανωθεί, να εξομαλυνθεί, να ενανθρωπιστεί. Η «Φιλαδέλφια» έκανε ακριβώς αυτό.
Μ' ένα καστ-όνειρο, τον Τομ Χανκς δάνειο από την ως τότε ανέφελη ψυχαγωγία του (η ταινία του άλλαξε μεμιάς την καριέρα βέβαια), τους Ντενζέλ Ουόσιγκτον, Τζέισον Ρόμπαρντς (μεγάλη ερμηνεία), Μέρι Στινμπέργκεν, Τζόαν Γούντγουορντ και Αντόνιο Μπαντέρας να πλαισιώνουν εκλεκτά, περισσότερους από 50 ασθενείς να προσφέρουν τον εαυτό τους σ' ένα μακάβριο, συγκλονιστικό χορό συνυπογραφής για έναν μεγάλο αγώνα (οι περισσότεροι την επόμενη χρονιά δεν θα υπήρχαν πια), ο Ντέμι να λέει στα φιλαράκια Μπρους Σπρίνγκστν και Νιλ Γιανγκ να γράψουν από ένα τραγούδι αξιοποιώντας την λαϊκότητα της βάσης τους και όλα ήταν έτοιμα.
Έμενε να βάλει τις κάμερες, κατά τον παραδοσιακό του τρόπο, μπροστά στα πρόσωπα των χαρακτήρων του, να δώσει στον Χανκς την αβανταδόρικη σκηνή της ζωής του (Κάλλας, Πουτσίνι συμβαλλομένων), να κόψει, όπως κάλλιστα έκανε, οποιαδήποτε σκηνή περιπτύξεων (κι ας έσκουζαν οι ακτιβιστές που αν τους άκουγαν οι δημιουργοί θα έκαναν ένα σινεμά για τους ακτιβιστές αλλά και κανέναν άλλον) και να αφήσει την καλλιγραφία και την στοχευμένη ακαδημαϊκότητα να τονίσει την ανθρωπιά, το ζητούμενο μιας ευφυώς μαχόμενης ταινίας με ατζέντα.
Το αποτέλεσμα δεν είναι μια ρηξικέλευθη κινηματογραφικά ταινία. Είναι όμως μια μεγάλη ηθική ταινία, που πιστεύει στις αρχές της, πιστεύει σε μας και θέλει ν' αλλάξει τον κόσμο. Και είναι μεγάλη, ελπιδοφόρα υπόθεση ότι το κατάφερε. Λίγους μήνες μετά ο Τομ Χανκς θα έπαιρνε το πρώτο του όσκαρ, ο Σπρίνγκστιν το ίδιο, ενώ το σενάριο θα χανόταν για χάρη μιας άλλης ταινίας, των αριστουργηματικών «Μαθημάτων Πιάνου» της Τζέιν Κάμπιον.