Με αφορμη τη νέα ταινία του Πίτερ Στρίκλαντ «Flux Gourmet» που παίζεται από σήμερα στις αίθουσες, μιλήσαμε με τον Βρετανό σκηνοθέτη για γαστρεντερικές διαταραχές και την απεικόνισή τους στο σινεμά, για τον Μάκη Παπαδημητρίου, για τον ηχο στις ταινιες του, για το Χ-Factor και για σαδιστές γιατρούς, σε μια απολαυστική συνέντευξη.
Στο «Flux Gourmet», τη νέα ταινία του Πίτερ Στρίκλαντ (Berberian Sound Studio, In Fabric), μια καλλιτεχνική κολλεκτίβα κάνει παραστάσεις όπου μαγειρεύουν και στήνουν χορογραφίες γύρω από τους ήχους των…σκευών μαγειρικής. Σε αυτή την κολλεκτίβα βρίσκει «καταφύγιο» ο ήρωας που υποδύεται ο Μάκης Παπαδημητρίου, ένας συνεσταλμένος γραφιάς με γαστρεντερικές διαταραχές.
Συναντήσαμε τον Βρετανό σκηνοθέτη πέρυσι τον Νοέμβριο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και είχαμε μια (ελπίζουμε ενδιαφέρουσα) συζήτηση μαζί του για τη νέα του ταινία και για το σινεμά του.
Στην ταινία σας έχετε έναν κεντρικό ήρωα με γαστρεντερικές διαταραχές. Δεν ασχολείται συχνά με τέτοιες παθήσεις το σινεμά και όταν το κάνει, είναι συνήθως για λόγους κωμωδίας. Είναι σχεδόν σαν θέμα taboo. Γιατί πιστεύετε ότι δεν το συζητάμε σοβαρά, όταν τόσοι άνθρωποι βασανίζονται;
Από εκεί ξεκίνησα κι εγώ. Αναρωτιόμουν για ποιον λόγο δεν το συζητάμε στην οθόνη. Μπορεί κάποιοι να το βρίσκουν αηδιαστικό, αλλά θεωρώ υπάρχει τρόπος να το κάνουμε χωρίς να γινόμαστε ωμοί ή χυδαίοι. Ναι, υπάρχει στις ταινίες, αλλά υπό το πρίσμα της κωμωδίας. Δεν θυμάμαι να το έχω δει ταινία που να το προσεγγίζει με έναν τρόπο αγαπητικό προς αυτούς που πάσχουν από σχετικές παθήσεις. Όπως είπατε κι εσείς, είναι παράξενο, τόσοι άνθρωποι πάσχουν από αλλεργίες, αυτοάνοσα όπως η νόσος Κρον, σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου κτλ. Νομίζω ότι σε αυτή την περίπτωση το σινεμά δεν έχει συγχρονιστεί με τις ανάγκες της κοινωνίας και με τις αλλαγές. Ακόμα κι εδώ απέναντι βλέπετε ένα τυροπιτάδικο, που θυμάμαι να υπάρχει από όταν ξεκίνησα να έρχομαι στην πόλη της Θεσσαλονίκης και πλέον έχει τρεις διαφορετικές εκδοχές τυρόπιτας, ανάλογα με τις αλλεργίες του καθενός. Οπότε, ήθελα να κάνω μια ταινία που θα προσεγγίζει το ζήτημα με σοβαρότητα, ελπίζω και με αξιοπρέπεια. Η φυσική αντίδραση των ανθρώπων είναι να γελάσουν. Δεν θα έλεγα βέβαια ποτέ ότι δεν μπορείς να γελάσεις με μια κλανιά, στο σωστό context και στο σωστό timing μπορεί να είναι ξεκαρδιστική.
Τα παιδιά ειδικά ξεκαρδίζονται με τις κλανιές.
-Ναι, με έναν εντελώς αθώο και ευγενικό τρόπο. Το ξαναλέω, είναι φυσιολογικό να γελάσεις. Αν το σκεφτείς σοβαρά όμως…να σας το πω αλλιώς. Συζητούσα με μια φίλη που έχει ένα σχετικό πρόβλημα. Και μου έλεγε ότι μπορείς εύκολα να πεις στους φίλους σου «ξέρεις, δεν μπορώ να βγω έξω γιατί χτύπησα το πόδι μου». Δυσκολεύεσαι όμως να τους πεις «η κοιλιά μου είναι πρησμένη και φοβάμαι ότι θα αερίζομαι όλο το βράδυ», εκτός κι αν είναι πολύ κοντινοί σου άνθρωποι. Ταυτόχρονα ήθελα να κάνω μια ταινία για το shock value στην performance art και να τα συνδυάσω αυτά τα δύο – χαρακτηριστική η σκηνή της κολονοσκόπησης.
(σ.σ. στο σημείο αυτό ο υπογράφων έκανε ένα εύλογο σαρδάμ και τον ρώτησε «Do you think that sometimes performance art goes too fart» αντί για «too far», οπότε έπρεπε να διακόψουμε για λίγο τη συνέντευξη για να συνέλθουμε από τα γέλια)
Τώρα που συνήλθαμε και μπορούμε να συνεχίσουμε τη συνέντευξη, νομίζετε, λοιπόν, ότι κάποιες φορές η performance art υπερτονίζει το στοιχείο του σοκ και το παρακάνει;
Θα χρειαστεί να το σκεφτώ. Θα έλεγα, για παράδειγμα, ότι το να ρίξεις σκατά στο κοινό σου θα ήταν μια ενέργεια που ίσως να μπορούσε κάποιος να σου πει ότι το παράκανες (Γέλια). Οπότε η απάντησή μου είναι ναι, κάποιες φορές το παρακάνουν. Στην ταινία μου, όμως, ήθελα να τιμήσω καλλιτέχνες του είδους που εκτιμώ και απέχουν από τέτοιες πρακτικές, όπως η Κάρολι Σνίμαν ή η Ντιαμάντα Γκάλας.
Ενδιαφέρον που το λέτε, γιατί διάβαζα σε κριτικές του εξωτερικού ότι η ταινία σας αποτελεί σάτιρα της performance art κι εμένα δεν μου φάνηκε καθόλου έτσι. Θέλατε όντως να τη σατιρίσετε;
Όχι, όχι καθόλου, η ταινία μου δεν είναι μια κριτική της performance art, τρέφω απεριόριστη εκτίμηση για αυτούς τους καλλιτέχνες.
Μα εκθέτουν τον εαυτό τους στη σκηνή. Και κατά κάποιο τρόπο αυτό συνδέεται και με τον κεντρικό ήρωα που νιώθει άσχημα για τον εαυτό του και τελικά, μέσα από τις συναναστροφές του με την κολλεκτίβα, καταλήγει να νιώθει πιο άνετα να εκτεθεί.
Σε σχέση με αυτό που λέτε, υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση γύρω από το πότε το παρατραβάς με το σκέλος της προσωπικής έκθεσης. Όταν γράφεις πχ. και καταλήγεις να αποκαλύπτεις περισσότερα για σένα, είναι το σημείο που σταματάς ή είναι ακριβώς εκείνο το σημείο που συνεχίζεις; Και αναρωτιέμαι, αν δεν αφήνεις τον εαυτό σου να ντροπιαστεί και να έρθει σε αμηχανία μέσα από την τέχνη σου, φτάνεις πραγματικά την τελευταία στα όρια της; Μπορείς να ισχυρίζεσαι ότι προχωράς σαν καλλιτέχνης;
Έχετε νιώσει εσείς ποτέ εκτεθειμένος με ταινία σας; Αισθανθήκατε αφού την είδατε ολοκληρωμένη, ότι ίσως αποκαλύψατε περισσότερα για εσάς από όσα έπρεπε;
Βάζω πολλά πράγματα στο σινεμά μου που αφορούν εμένα τον ίδιο, βάζω πράγματα που αφορούν οικείους μου, ποτέ δεν ξεκαθαρίζω ποια είναι και ποιον αφορούν, καμιά φορά ούτε στον εαυτό μου. Είναι σαν ένα παιχνίδι κρυφτού. Φυσικά, όταν το κάνεις αυτό, οι άνθρωποι σκέφτονται πολύ παράξενα πράγματα για σένα. Πολύ παράξενα, όμως (Γέλια). Έχω δεχτεί κατά καιρούς απίθανες κατηγορίες. Kάποιος ήρθε και μου είπε «έχεις εμφανώς φετίχ με τις περούκες». «Οκ, για να το λες, μπορεί» του απάντησα απορημένος, αλλά για μένα το καλύτερο είναι να μην λες τίποτα.
Γιατί διαλέξατε τον Μάκη Παπαδημητρίου για αυτό τον ρόλο; Τι είδατε σε αυτόν;
Τον είδα στο «Chevalier» και στο «Suntan» και μου άρεσε. Πίστεψα ότι μπορεί να δώσει στον ρόλο έναν μαγνητισμό και μια στωικότητα που χρειαζόταν. Τον βρήκα εξαιρετικό και πίστεψα ότι είναι ο άνθρωπος που θα βρει τις κατάλληλες ισορροπίες, ώστε να γελάς μαζί του στο έργο μόνο όταν πρέπει. Υπάρχουν προβολές που άνθρωποι γελούν σε λάθος σημεία, βέβαια, αλλά σε γενικές γραμμές καταλήγουν να γελούν μόνο εκεί που πρέπει και να καταλαβαίνουν τον χαρακτήρα και αυτό είναι μια επιτυχία του Μάκη. Δείτε, για παράδειγμα, πώς εντοπίζει τις κατάλληλες ισορροπίες στη σκηνή με τον γιατρό, όπου περιμένουμε να του κάνει την ανακοίνωση για την αιτία της πάθησής του και ξαφνικά σταματά και ο χρόνος διαστέλλεται. Ήθελα από τον Μάκη να εκφράσει την αγωνία του με δραματικό τρόπο, αλλά ταυτόχρονα και την αγανάκτησή του με τον γιατρό με έναν κωμικό τρόπο. Και για το πώς θα προσεγγίσω τη σκηνή είχα στο μυαλό μου το X-Factor.
Εννοείτε αυτό το σημείο που οι κριτές ετοιμάζονται να πουν στον διαγωνιζόμενο αν πέρασε και ξαφνικά κάνουν μια μεγάλη παύση και οι άνθρωποι της εκπομπής δυναμώνουν τη μουσική;
Ναι, ναι, αυτό. Και καλά στο «X-Factor», αλλά όταν σου το κάνει ένας γιατρός, είναι απαίσιο συναίσθημα, θέλεις να σηκωθείς και να τον χτυπήσεις στο πρόσωπο. (Γέλια) Μπορούν να γίνουν σαδιστές οι γιατροί. Ξέρετε, πρόσφατα έκανα ένα υπερηχογράφημα άνω και κάτω κοιλίας γιατί είχα ένα πρόβλημα και ο γιατρός έκανε συνέχεια «μμμμ» και «μμμμμ» και «μμμμ» κι εγώ είχα παγώσει από τον φόβο μου και αναρωτιόμουν γιατί κάνει έτσι, τι έχω κι αφού το βλέπει γιατί δεν μου το λέει.
Ναι και καμιά φορά αυτά τα μουρμουρητά δεν έχουν καμία σχέση με σένα, αφορούν αποκλειστικά την ευκρίνεια της εικόνας στο μόνιτορ. (Γέλια) Κάτι άλλο που ήθελα να σας ρωτήσω σχετίζεται με τον ήχο στις ταινίες σας, που μου φαίνεται πολύ προσεκτικά σχεδιασμένος από την πρώτη σας ταινία, όπου ο ήχος παραπέμπει στον Ξενάκη.
Λατρεύω τον Ξενάκη!
Φάνηκε. (Γέλια) Η ερώτησή μου λοιπόν είναι αν σχεδιάζετε από πριν με εξονυχιστικές λεπτομέρειες τον ήχο στις σκηνές των ταινιών σας.
Έχω ήδη στο κεφάλι μου με έναν ελαφρώς αόριστο τρόπο αυτό που θέλω να ακούγεται στη σκηνή. Πιο πολύ την υφή του ήχου, όχι τη δομή, η δομή έρχεται μετά. Αυτό που έμαθα με τα χρόνια και δεν ήξερα αρχικά, είναι ότι τον ήχο τελικά τον σχηματίζεις όπως ακριβώς θέλεις μόνο στο στάδιο του post-production. Mπορεί κάποια πράγματα να τα έχεις πολύ συγκεκριμένα στο κεφάλι σου, αλλά να μονταριστεί η σκηνή με έναν διαφορετικό τρόπο κι αυτό που σκεφτόσουν αρχικά να μην λειτουργεί αποτελεσματικά πλέον, οπότε δοκιμάζεις το ένα, δοκιμάζεις το άλλο και καταλήγεις σε αυτό που σου κάνει. Ξέρετε, σε αυτό το φιλμ χρησιμοποιήσαμε για τον ηχητικό σχεδιασμό ακριβώς τον ίδιο εξοπλισμό που βλέπετε στην ταινία, εκτός από ένα δυο πράγματα που ήταν ψεύτικα, το μίξερ πχ. Χρησιμοποιήσαμε όμως ένα αληθινό μίξερ. Ήταν μια πολύ διασκεδαστική διαδικασία στο στούντιο. Μαγειρεύαμε, μάλιστα, τις ίδιες συνταγές που βλέπετε στο φιλμ. Και ακολουθούσαμε σωστά τη διαδικασία και εκτελούσαμε σωστά τις συνταγές, επειδή μετά θέλαμε να φάμε αυτό που φτιάξαμε. (Γέλια)
Έχετε δοκιμάσει τις δυνάμεις σας στο φιλμ εκδίκησης, στις ιστορίες φαντασμάτων, στον soft-core αισθησιασμό. Αναρωτιόμουν με ποιο άλλο είδος θα θέλατε να ασχοληθείτε στη συνέχεια.
Ειλικρινά δεν ξέρω. Δουλεύω σε δύο πράγματα αυτή την περίοδο. Το ένα είναι ένα παιδικό φιλμ. Ένα εντελώς παιδικό φιλμ, εντελώς αθώο, δεν υπάρχει τίποτα περίεργο μέσα, σας το ορκίζομαι.(Γέλια) Δουλεύω και το σενάριο ενός φιλμ για τη νεοϋορκέζικη ηδονιστική σκηνή, δεν ξέρω όμως αν κάποιο από τα δυο προτζεκτ θα πάρει το πράσινο φως, οπότε στην παρούσα φάση γράφω απλά σενάρια για άλλους σκηνοθέτες. Ξέρετε, διασκευές βιβλίων, νέα draft σεναρίων που έγραψε άλλος, τέτοια πράγματα. Τουλάχιστον για τον επόμενο χρόνο, θα κάνω μόνο αυτή τη δουλειά.
Υπάρχει κάποιο είδος το οποίο δεν θέλατε να αγγίξετε ποτέ;
Δεν μου αρέσουν οι πολύ βίαιες ταινίες. Ναι, ξέρω ότι έχω κάνει ιστορία φαντασμάτων, έχω κάνει τρόμο, αλλά δεν μου αρέσουν καθόλου οι ταινίες που στηρίζονται στο gore. Δύσκολα θα με φανταζόμουν να κάνω κάτι τέτοιο. Από την άλλη, θα ήθελα να γυρίσω μια ρομαντική κομεντί και οπωσδήποτε ένα μιούζικαλ μια μέρα.
Κατά κάποιον τρόπο το «Flux Gourmet» είναι και μιούζικαλ.
(Παύση) Ναι, αλήθεια είναι αυτό, μπορείς να το πεις κι έτσι. Σε σχέση με την ερώτηση σας…(μεγάλη παύση).Ποτέ μην λες ποτέ. Δεν ξέρω να σας απαντήσω, μπορεί στη συνέχεια να σκηνοθετήσω ένα είδος που δεν φαντάζομαι καν, προς το παρόν παίρνω απλά ένα διάλειμμα και γράφω για άλλους ανθρώπους.
Κύριε Στρίκλαντ σας ευχαριστώ πολύ.
Κι εγώ σας ευχαριστώ, καλή συνέχεια.
Η ταινία «Flux Gourmet» προβάλλεται στις αίθουσες από το Cinobo.