«Ήμουν μονίμως έτοιμος να επαναστατήσω απέναντι σε κάτι»: Μια αποκλειστική συνέντευξη με τον Πίτερ Φόντα
Γιος του Χένρι Φόντα, αδερφός της Τζέιν, ατίθασο νιάτο και αμετανόητος χίπι στην υπόλοιπη ζωή του, αυθεντικός «Ξένοιαστος Καβαλάρης» μπροστά και πίσω από την κάμερα της θρυλικής ταινίας, ένας και μοναδικός Κάπτεν Αμέρικα του σινεμά. Ο Πίτερ Φόντα γεννήθηκε σαν σήμερα, το 1940, κι εμείς τον θυμόμαστε με ένα κείμενο για την καριέρα του και με μια συνέντευξη που μας είχε παραχωρήσει αποκλειστικά, λίγα χρόνια πριν το τέλος της ζωής του.
Δεν του πήρε καιρό για να καταλάβει ότι πατέρα του είχε έναν από τους σημαντικότερους και πιο δημοφιλείς ηθοποιούς της Αμερικής. Η μητέρα του διάλεξε να βάλει βίαια τέρμα στην ζωή της όταν ο Πίτερ ήταν δέκα ετών. Ο συνεσταλμένος νεαρός αποφάσισε από νωρίς να χαράξει ερμηνευτική πορεία όμοια με αυτή του πατέρα του. Σπούδασε στο ίδιο πανεπιστήμιο με εκείνον, ακολούθησε τις επαγγελματικές συμβουλές του και πέρασε τα πρώτα χρόνια του ΄60 παίζοντας σε θεατρικές παραστάσεις του Μπρόντγουεϊ.
Τον πρώτο του κινηματογραφικό ρόλο, ο Πίτερ Φόντα τον υποδύθηκε το 1963, σε μια ξεχασμένη πια ρομαντική ταινία με τίτλο «Tammy and the Doctor». Ένα χρόνο αργότερα, ο σκηνοθέτης Ρόμπερτ Ρόσεν τον εμπιστεύτηκε να παίξει στο «Lilith», πλάι στον Γουόρεν Μπίτι και την Τζιν Σέμπεργκ.
Τη στιγμή, εντούτοις, που η καριέρα του εκκολαπτόμενου ηθοποιού φαινόταν να ανηφορίζει για τα καλά τον δρόμο της αναγνώρισης, ο Πίτερ διάλεξε να ανατρέψει τα πάντα. Γύρισε αινιγματικά την πλάτη του σε εξαιρετικές ευκαιρίες (όπως το να αναλάβει τον αντρικό πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Μωρό της Ρόζμαρι») και αγκάλιασε το κίνημα της τότε νεανικής αντικουλτούρας μέσα από ρόλους αντιδραστικού σε φτηνές, ανεξάρτητες παραγωγές, αντισυμβατική ζωή, πειραματισμούς με ναρκωτικές ουσίες.
Την ώρα που η διάσημη αδερφή του, Τζέιν, πετύχαινε τη σταδιακή αναγόρευσή της σε κορυφαία ηθοποιό της γενιάς της, ο Πίτερ βυθιζόταν όλο και πιο βαθιά στην δίνη της sex, drugs and rock’n’roll εποχής. Γινόταν το αντιεξουσιαστικό σύμβολο που το Χόλιγουντ λάτρευε να μισεί.
Πολλοί έκριναν την επιλογή αυτή ως μια σπασμωδική κίνηση ρήξης με την καθεστηκυία τάξη που υποτίθεται ότι αντιπροσώπευε ο επώνυμος πατέρας του. Το 1967, πάντως, ο Πίτερ Φόντα αποτόλμησε κάτι που θα τον μεταμόρφωνε σε σημείο αναφοράς για ολόκληρη την ποπ κουλτούρα του 20ού αιώνα. Έκανε παραγωγή, μοιράστηκε το σενάριο και πρωταγωνίστησε σε μια από τις πιο εμβληματικές στιγμές της μοντέρνας αμερικανικής κινηματογραφίας: τον «Ξένοιαστο Καβαλάρη».
Μαζί με το φιλαράκι και συνεργάτη του, Ντένις Χόπερ, και κόντρα σε κάθε προσδοκία υπέγραψε τον κινηματογραφικό ύμνο μιας ολόκληρης γενιάς, σημείωσε απροσδόκητη επιτυχία και άνοιξε τον δρόμο για το ριζοσπαστικό σινεμά που θα άλλαζε την Αμερική για τα επόμενα δέκα χρόνια. Δυστυχώς όμως για τον Φόντα, οι επερχόμενες δύο δεκαετίες έμελλε να τον πετύχουν να δοκιμάζει τις σκηνοθετικές του ικανότητες ανεπιτυχώς και να εξαντλείται σε μετριότατους ρόλους και ταινίες δεύτερης διαλογής.
Τόσο εγώ όσο και η αδερφή μου, Τζέιν, μεγαλώσαμε με το άγχος τού να πρέπει να ευχαριστήσουμε τον πατέρα μας
Όσοι βιάστηκαν, παρ’ όλα αυτά, να τον ξεγράψουν θα πρέπει να εξεπλάγησαν όταν το 1997 ο Φόντα πραγματοποίησε μια θεαματική επάνοδο στην ηθοποιία, χάρη στο δραματικό «Χρυσάφι του Οδυσσέα» που του χάρισε υποψηφιότητα για Όσκαρ Α' Ανδρικού ρόλου και κέρδιζε στον ώριμο πια ερμηνευτή τον σεβασμό που κανείς δεν είχε φανεί διατεθειμένος να του δώσει νωρίτερα.
Πέρασαν ολόκληρες δεκαετίες από την κυκλοφορία του «Ξένοιαστου Καβαλάρη» και αναρωτιέμαι τι σας οδήγησε στην συγγραφή της ταινίας. Ήταν μια επιθυμία αντίδρασης απέναντι σε πράγματα που διακρίνατε εκείνο τον καιρό και σας φαίνονταν λάθος;
Όπως συνέβη με αμέτρητους άλλους ανθρώπους της γενιάς μου, έτσι κι εγώ διαπίστωσα κάποια στιγμή ότι κάτι πολύ σκατένιο συνέβαινε γύρω μας. Ήταν σαν να βγήκαν ξαφνικά στην επιφάνεια όλα τα ψέματα στα οποία μας είχαν μαθημένους οι γενιές των πατεράδων μας. Όλοι αυτοί οι κώδικες ηθικής που ήταν τόσο πεπερασμένοι και υποκριτικοί πια. Κάποιος έπρεπε να ταράξει επιτέλους λίγο τα νερά. Ένιωθα προσωπικά την ανάγκη μιας τέτοιας αναστάτωσης.
Την ιστορία της ταινίας πώς την σκεφτήκατε;
Σχετικά εύκολα. Ήταν αργά ένα βράδυ που πήρα τηλέφωνο τον Ντένις Χόπερ για να του την διηγηθώ. Του άρεσε πάρα πολύ. «Τι μπορούμε όμως να κάνουμε με αυτήν;», με ρώτησε. «Θα σου πω τι μπορούμε να την κάνουμε», του απάντησα. «Μπορώ να κάνω εγώ την παραγωγή, εσύ την σκηνοθεσία, μαζί το σενάριο και τους πρωταγωνιστικούς ρόλους- για να εξοικονομήσουμε χρήματα». Κι αυτό ήταν όλο.
Πόσοι από τους οικείους σας πίστεψαν εξαρχής στην επιτυχία της ταινίας;
Μπορεί και κανείς. Θυμάμαι την αντίδραση του πατέρα μου και της αδερφής μου, όταν πρωτοείδαν το φιλμ: Ο μπαμπάς είπε ότι του άρεσε και ήξερα ότι το εννοούσε πραγματικά. «Ανησυχώ», μου έλεγε μόνο. «Μήπως ο κόσμος δεν καταλάβει τι ακριβώς θέλετε να πείτε με αυτή την ταινία. Μήπως παρεξηγήσει». Η αδερφή μου ήταν μουδιασμένη και αμήχανη. Μετά την προβολή περπατούσαμε μαζί, πηγαίνοντας για ένα ποτό και την έβλεπα που απέφευγε να παραδεχτεί ότι μάλλον δεν της είχε αρέσει η ταινία. Το καταλάβαινα, αλλά δεν μιλούσα.
Στην αυτοβιογραφία σας αναφέρεστε εκτενώς στην αντίξοη σχέση με τον πατέρα σας. Ήταν δύσκολο να κερδίσετε την αποδοχή του, ακόμη και μετά την αναγνώριση που σας χάρισε ο «Ξένοιαστος Καβαλάρης»;
Νομίζω ότι, τόσο εγώ όσο και η αδερφή μου, Τζέιν, μεγαλώσαμε λίγο με το άγχος τού να πρέπει να ευχαριστήσουμε τον πατέρα μας. Να τον κάνουμε περήφανο για εμάς. Με ρωτούν καμιά φορά πώς ήταν το συναίσθημα του να μεγαλώνεις έχοντας πατέρα τον Χένρι Φόντα. Τους λέω «Έχετε δει ποτέ το γουέστερν ¨Fort Apache¨ στο οποίο ο πατέρας μου υποδυόταν τον πειθαρχημένο στρατηγό; Λοιπόν, έτσι ακριβώς ήταν καθημερινά και στο σπίτι: Όπως ο στρατηγός που ερμήνευε στο φιλμ». Έμοιαζε μονίμως αυστηρός και συνοφρυωμένος. Μου πήρε καιρό να καταλάβω, όμως, ότι δεν ήταν θυμός αυτό που αισθανόταν. Ήταν μια φοβερή εσωστρέφεια. Ο πατέρας μου ήταν κατά βάθος ντροπαλός άνθρωπος, είχε δυο παιδιά με τα οποία δεν γνώριζε πώς να επικοινωνήσει, πώς να βρει σημεία επαφής. Αυτό ήταν που τον έκανε να μοιάζει μονίμως απόμακρος και να κλείνεται στον εαυτό του.
Σας δημιουργούσε αίσθημα ευθύνης το γεγονός ότι όλοι σάς αναγνώριζαν ως γιο του Χένρι Φόντα;
Ήξερα ότι ο Χένρι Φόντα ήταν ο πατέρας μου. Αυτό που μου πήρε λίγο χρόνο να μάθω ήταν ποιος πραγματικά ήμουν εγώ. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνετε τι εννοώ. Όλοι με γνώριζαν ως παιδί του Χένρι. Κανείς δεν έκανε τον κόπο να γνωρίσει πραγματικά τον Πίτερ. Αισθανόμουν συχνά ότι απογοήτευα τους πάντες. Είτε επειδή ήμουν ο εαυτός μου είτε επειδή δεν ήμουν καθόλου σαν τον πατέρα μου. Ζούσα στην σκιά ενός μύθου. Ήμουν ο γιος ενός ανθρώπου τον οποίο οι περισσότεροι γύρω μου είχαν διαλέξει για ήρωα και είδωλό τους. Έπρεπε κάποια στιγμή κι εγώ να διεκδικήσω την δική μου γη. Με βοήθησε, βέβαια, σε αυτό και ο χαρακτήρας μου. Ήμουν μονίμως έτοιμος να επαναστατήσω απέναντι σε κάτι.
Θεωρείτε ότι η ενασχόλησή σας με τα νεανικά κινήματα αμφισβήτησης του ’60 ήταν ένας τρόπος για να επαναστατήσετε;
Ένιωσα απλώς την ανάγκη να απαντήσω στα καλέσματα της συγκεκριμένης περιόδου. Υπήρχε κάτι μοναδικό στην ατμόσφαιρα. Μια ενέργεια, μια ανησυχία, αμέτρητες πιθανότητες. Μπορούσες να αδιαφορήσεις και να προσπεράσεις ή μπορούσες να σταθείς και να γίνεις κι εσύ μέρος της.
Εύχομαι να εγκαταλείψω τον κόσμο ξέροντας ότι όσοι δούλεψαν μαζί μου θα έχουν να λένε ότι χάρηκαν για την γνωριμία
Αισθανθήκατε ποτέ αποδοκιμασία από τον κύκλο του πατέρα σας για τις τότε επιλογές σας;
(γελώντας) Θυμάμαι καμιά φορά τον Τζον Γουέιν. Λόγω της γνωριμίας του με τον πατέρα μου, με ήξερε από μικρό παιδί. Μου είχε πει, θυμάμαι, κάποτε ότι ήξερε πως όλα όσα ισχυριζόμουν δημοσίως για την χρήση μαριχουάνας που έκανα ήταν ένα διαφημιστικό κόλπο. Δεν ήθελε με τίποτα να αποδεχτεί ότι έλεγα την αλήθεια.
Ανήκετε στους επιζήσαντες, όσον αφορά το θέμα των ναρκωτικών…
Δεν ήμουν ποτέ επιρρεπής σε εθισμούς κι αυτό με βοήθησε πολύ. Κοιτάξτε. Τα ναρκωτικά ήταν μια γνήσια απελευθερωτική εμπειρία. Φτάνει να ήξερες πώς να τα χρησιμοποιήσεις σωστά.
Από τις αμέτρητες ιστορίες που θυμάστε από εκείνη την εποχή, θέλετε να μου επιβεβαιώσετε αν όντως ισχύει ότι κάποτε σας χαστούκισε δημοσίως η Ζακλίν Μπισέ;
Αληθεύει! Το θυμάμαι καλά αυτό το περιστατικό. Θα πρέπει να ήταν γύρω στα 1967, βοηθούσα στην προώθηση της ταινίας «The Trip» και παρευρισκόμουν σε μια εκδήλωση. Φορούσα ένα ωραιότατο κοστούμι, πολλοί με κοιτούσαν περίεργα, όμως, επειδή είχα διαλέξει να μην φορέσω κάλτσες και παπούτσια. Καθόμουν σε ένα τραπέζι, δίπλα στην Ζακλίν την οποία γνώριζα από παλιότερα και έβρισκα εκθαμβωτική. Γυρίζει προς το μέρος μου και μου χαμογελά. «Πίτερ», μου λέει, «γιατί δεν φοράς παπούτσια;». Της ανταποδίδω το γέλιο και της απαντώ: «Για να μπορέσω να ανεβάσω πιο εύκολα το πόδι μου στο όμορφο φόρεμά σου. Το ξέρω ότι είναι κάτι που θέλεις κι εσύ. Μην το αρνείσαι». Η Ζακλίν στρέφεται θυμωμένη προς την μεριά μου και μου ρίχνει μια ανάποδη. Γύρισαν όλοι να την κοιτάξουν.
Σκεφτήκατε ποτέ να αποσυρθείτε από το επάγγελμα του ηθοποιού;
Ποτέ. Και θα σας πω γιατί: Έχω κάνει πολλά πράγματα στην ζωή μου που θα μπορούσαν να με είχαν σκοτώσει. Αισθάνομαι λοιπόν ευγνωμοσύνη που μπορώ να βρίσκομαι ακόμη όρθιος και να σκέφτομαι το μέλλον. Δεν έπαψα ποτέ να απολαμβάνω αυτό που κάνω. Βρίσκομαι, άλλωστε, ακόμη στο στάδιο της εκμάθησης. Όταν σταματήσω να μαθαίνω, θα σταματήσω πια και να δουλεύω. Η ευχή μου είναι να πεθάνω στο γύρισμα κάποιας ταινίας. Θέλω οι τελευταίες κουβέντες που θα ακούσω να είναι «Πίτερ, ετοιμάσου να κάνεις την επόμενη σκηνή». Έπειτα να σβήσω οριστικά, εγκαταλείποντας τον κόσμο με την σιγουριά ότι όσοι δούλεψαν μαζί μου θα έχουν να λένε ότι χάρηκαν για την γνωριμία...