Ο Μάλκολμ ΜακΝτάουελ αποκάλεσε έτσι τον μεγάλο (και άγνωστο) Μάικ Χότζες, που αφήνει παρακαταθήκη το ιστορικό «Get Carter» του 1971, αλλά και μια εκλεκτή σειρά δημιουργιών που την τελευταία 20ετία τον αποκαθιστούν στην υψηλή θέση του στην ιστορία.
Σε μια χρονιά που ακόμα και στα χασομέρια της δίνει ρεσιτάλ αποχωρήσεων, αποχαιρετούμε έναν αγαπημένο δημιουργό. Αποχαιρετούμε και έναν μεγάλο δημιουργό, επίσης. Που δεν τον αποκαλούμε έτσι (μόνο) γιατί μας αρέσει, αλλά γιατί η περιορισμένη μα εκλεκτή φιλμογραφία του δίνει λαβή και γιατί η σύγχρονη κριτική της τελευταίας 20ετίας εν μέρει συνέλαβε τις πραγματικές του διαστάσεις.
Βέβαια το «μεγάλος» είναι πολύ χρησιμοποιημένο, οπότε και αναπόφευκτα κάποια στιγμή μοιάζει να απαξιώνεται. Υπάρχει και η άλλη πλευρά όμως. Οι καλλιτέχνες στοχεύουν και πραγματώνουν με το ειδικό τους βάρος μια τέχνη (ευτυχώς) πολυπρόσωπη. Αν το καταφέρνουν, η θέση στην ιστορία τους οφείλεται. Μένει στον ιστοριογράφο να αναγνωρίσει και να τους συμπεριλάβει – και να τους χρίσει μεγάλους ή λιγότερο μεγάλους. Ο Χότζες, λόγω «Get Carter», μια ταινία που κάποτε για τους Άγγλους συνιστούσε απάντηση στον «Νονό», έχει μια δεδομένη θέση στην ιστορία του βρετανικού σινεμά. Με μια σειρά δημιουργιών όμως, που προς το τέλος της καριέρας του κράτησε εντυπωσιακή ανιούσα, είναι ένας από τους πιο μεγάλους αφανείς που, εν τέλει, η ιστορία προσφάτως αναγνωρίζει.
Ο Χότζες ξεκίνησε από την τηλεόραση, ακόλουθα μια καριέρας λογιστή (…) που τον περίμενε και μια θητείας ως ναρκοσυλλέκτης στο Βασιλικό Ναυτικό. Όταν το 1971 συνέβη το κλασικό γκανγκστερικό με τον Μάικλ Κέιν («Get Carter»), έπεσε κεραυνός εν αιθρία. Η βία, η σκιαγράφηση, η γεωγραφία, το ταξικό υπόβαθρο ήρθαν όλα με έναν τρόπο πρωτοφανή, που έμοιαζε και ήταν μεγαλύτερος των συνιστωσών του. Σε μια λαμπρή εποχή, άνετα ως σήμερα, η ταινία παραμένει βρώμικα και μοντέρνα απαστράπτουσα.
Ακολούθησε αμέσως με το θαυμάσιο «Pulp», με θίασο αστέρων (Μάικλ Κέιν, Μίκι Ρούνεϊ, Λίζαμπεθ Σκοτ (!!), Λάιονελ Στάντερ και δυο φάτσες του ιταλικού σινεμά που την ίδια χρονιά έπαιζαν στον «Νονό»), απολαυστικό διάλογο και μια off beat αίσθηση που την ψάχνεις με το ντουφέκι σήμερα. Το 1974 ήρθε το «Terminal Man» (από το βιβλίο του Μάικλ Κράιτον), που η κριτική πάτησε στο κεφάλι, αλλά ο Κιούμπρικ λάτρεψε και ο Τέρενς Μάλικ του έγραψε γράμμα θαυμασμού – που αργότερα χρησιμοποιήθηκε και στην διαφήμιση του έργου. Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
Μετά ήρθε το σίκουελ της «Προφητείας», ο «Μικρός Αντίχριστος», όπου λέγεται βγήκαν (γεμάτα) περίστροφα στην συζήτηση περί προϋπολογισμού (ωραία χρόνια), ο άνθρωπος τρόμαξε, τελικά έχει μείνει ολίγη σεναριακή και σκηνοθετική εμπλοκή (χωρίς credit), για να φτάσουμε στο 1980 και την χρονιά που αντικατέστησε τον Νίκολας Ρεγκ στον αποθεωτικά camp «Φλας Γκόρντον» του Ντε Λαουρέντις. Το 1987, «Καμιά Προσευχή για τους Πεθαμένους», Μίκι Ρουρκ στα μεγάλα του, I.R.A., Μπομπ Χόσκινς, Άλαν Μπέιτς, Λίαμ Νίσον αμούστακος, η κριτική περί άλλα τύρβαζε και τότε, ο ίδιος ο Χότζες το αποκήρυξε γιατί λέει δεν είχε τελικό cut, ταινία μεγάλης αγάπης για κάποιους από εμάς, ώρα να το ξαναδούμε λόγω δυστυχούς περίστασης.
Το 1998 και το 2003, όταν και σημείωσε το τέλος της καριέρας του ουσιαστικά, ο Χότζες παρέδωσε τον «Κρουπιέρη» και το «Θα Κοιμηθώ Όταν Πεθάνω», αμφότερα με τον Κλάιβ Όουεν, τα οποία είναι ανάλογη του μεγέθους του παρακαταθήκη: Στιλάτα, υπαρξιστικά ενήμερα, κατάμαυρα. Μόνο που για τον Χότζες το σκότος δεν ήταν επάγγελμα και πόζα, ήταν η σε βρετανικό σκώμμα ματιά του – το πολύμορφο χιούμορ δεν απουσιάζει ποτέ. Έκτοτε, όπως καταλάβαινε και ίδιος, όπως καταλαβαίνει κι ένας επίσης αποσυρμένος Πίτερ Γουίαρ φερ’ ειπείν, οι καιροί άλλαξαν πολύ, η βιομηχανία πέρασε σε χέρια επιχειρηματιών (σκέτο, κάποτε ήθελαν να βγάζουν λεφτά αλλά να αφήνουν και καλά έργα), η αλλαγή τραυμάτισε πολύ το είδος και την προσωπικότητα που υπηρετούσε ο Χότζες.
Εντούτοις τα τελευταία χρόνια ήρθε η κριτική επανεκτίμηση, πράγμα ούτως ή άλλως χρονοβόρο και ποτέ εύκολο, ιδίως αν χαθεί η ευκαιρία να «πιάσεις» κριτικά μια ταινία στον καιρό της. Έτσι είναι δυστυχώς αυτή η δουλειά, παροδική μέσα στον σαματά και την πολυκοσμία της. Για κάποιους σαν εμάς όμως, η σημερινή μέρα χάραξε μια ρυτίδα υπενθύμισης, όχι νοσταλγικής μα λίγο θυμωμένης, που τέτοιοι δημιουργοί είναι δύσκολο να βρουν απογόνους. Κι έχουν τόσα να πουν…