Από τον «Iron Man» μέχρι τo νέο «Thor»: Οι 29 ταινίες του MCU στις σελίδες του ΣΙΝΕΜΑ - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
7:00
8/7

Από τον «Iron Man» μέχρι τo νέο «Thor»: Οι 29 ταινίες του MCU στις σελίδες του ΣΙΝΕΜΑ

Με αφορμή την κυκλοφορία του «Thor: Love & Thunder» ιδού ένας πλήρης οδηγός για τις 29 ταινίες του κινηματογραφικού σύμπαντος της Marvel.

Από τους Πάνο Γκένα, Γιάννη Βασιλείου

«Iron Man» (2008) του Τζο Φαβρό

Εδώ ξεκίνησαν όλα.

Ο Τόνι Σταρκ, αθεράπευτος playboy, διαχειρίζεται την οικογενειακή βιομηχανία όπλων του μακαρίτη πατέρα του και βρίσκεται αιχμάλωτος στο Αφγανιστάν από ομάδα αυτονομιστών. Η αναγέννησή του μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους των σπηλαίων της Μέσης Ανατολής θα συστήσει έναν νέο, σχετικά απρόθυμο, σίγουρα ερειστικό και περίσσια γοητευτικό σούπερ ήρωα: τον Iron Man.

Η Marvel στην πρώτη αυτοχρηματοδοτούμενη παραγωγή της ρισκάρει με έναν «ξεχασμένο» σταρ και ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζ. αρπάζει την ευκαιρία. Θυμίζοντας το πόσο χαρισματικός είναι υπογράφει ένα σούπερ ηρωικό comeback δυναμίτη, «ατσάλινης» πυγμής και σαγήνης, την ώρα που ο Τζον Φαβρό προτάσσει την αισθητική αλληλουχία δράσης/χιούμορ του κινηματογραφικού σύμπαντος. Κανείς δεν περίμενε το τι θα ακολουθούσε ακριβώς, αλλά τα πρώτα, σιδερένια χνάρια του «Iron Man» έδειξαν άμεσα πως η πορεία του MCU θα ήταν συναρπαστική. Marvel ως λέξη ταιριάζει καλύτερα. Π.Γκ.

«Ο Απίθανος Hulk» (2008) του Λούις Λετεριέ

Μήπως ο χαρακτήρας του Χαλκ, παρά την υπερφυσική του δύναμη, δεν μπορεί να στηρίξει κινηματογραφική ταινία μόνος του; Η ταινία του Λετεριέ σε συνδυασμό με τις επόμενες εμφανίσεις συνόλου του χαρακτήρα και την παραγνωρισμένη μεταφορά του Ανγκ Λι (το 2003), δίνουν μάλλον καταφατική απάντηση.

Αντιήρωας που βασανίζεται από την αποτρόπαια εκδήλωση του ζωώδους ενστίκτου του, ο Μπρους Μπάνερ (με πρωταγωνιστή τον Έντουαρτ Νόρτον, ο Μαρκ Ράφαλο τον αντικατέστησε αργότερα) είναι ένας μοναχικός ήρωας κατα λάθος. Ο φασαριόζος Λετεριέ προσφέρει περισσότερη φαντασία, σε σχέση με τις πιο γειωμένες ιδέες του Ανγκ Λι, αλλά ο ψηφιακός ορυμαγδός των εφέ (ειδικά στο φινάλε) αποδεικνύεται εξοργιστικός τόσο για τον χαρακτήρα, όσο και για το κοινό. Παρότι επίσημο κομμάτι του MCU, είναι η ταινία που φαίνεται πως έχουν ξεχάσει οι περισσότεροι και δικαιολογημένα. Μεταλλαγμένο ήρωα ήθελαν, μεταλλαγμένη ταινία έλαβαν. Π.Γκ.

«Iron Man 2» (2010) του Τζο Φαβρό

Μετά την αποτυχία του Χαλκ, πίσω στην ασφάλεια του πρωτότοκου. Ο Iron Man επιστρέφει σίγουρος για την εμπορική του θέση και αυτή τη φορά καλείται να αντιμετωπίσει την αμερικανική κυβέρνηση, τον ανταγωνιστή Τζάστιν Χάμερ (Σαμ Ρόκγουελ) και τον Μίκι Ρουρκ που ζητά εκδίκηση για τις αμαρτίες του γονέα Σταρκ. Και σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, το MCU δείχνει τη διάθεση διεύρυνσής του και συμμαχεί με την ομάδα SHIELD του Νικ Φιούρι (Σάμιουελ Ελ Τζάκσον) και την πράκτορα Νατάσα Ρομανόφ. Enter Σκάρλετ Γιόχανσον!

Δράση, εφέ, χιούμορ και μάχες πρωτοστατούν, αλλά το «Iron Man 2» επιδεικνύει τις κακές ποιότητες κάθε σίκουελ. Το σενάριο υπηρετεί τρεις-τέσσερις διαφορετικές υποπλοκές και η Σκάρλετ Γιόχανσον δεν χρησιμοποιείται στο βαθμό που της αντιστοιχεί. Εκ των υστέρων γνωρίζουμε πως η Black Widow παίζει σημαντικό ρόλο στο σύμπαν, αλλά στο «Iron Man 2» είναι δορυφορική. Ουσιαστικά το δεύτερο μέρος γειώνει επικίνδυνα (και αρκετά νωρίς) το αφήγημα της Marvel, κάτι που κατάλαβαν και οι ίδιοι. Ώρα για απογείωση. Π.Γκ.

«Thor» (2011) του Κένεθ Μπράνα

Η κινηματογραφική πρωτιά των περιπετειών του Θορ φέρει την υπογραφή του σαιξπηρικού Κένεθ Μπράνα, την οσκαρική παρουσία της Νάταλι Πόρτμαν και προετοιμάζει την έλευση δυο «θεών»: του σέξι, κουλ Κρις Χέμσγουορθ και του εναλλακτικού, σοφιστικέ Τομ Χίντλστον.

Λουσάτο στη σκηνογραφία, ιντριγκαδόρικο στις βασιλικές κόντρες και πολύ διαφορετικό στην όψη (τουλάχιστον όσο παραμένει στο Άσγκαρντ), το «Thor» εκσυγχρονίζει το θρύλο του σκανδιναβού πολεμιστή με το παντοδύναμο σφυρί και μπολιάζει με περισσότερο χιούμορ το MCU (κάτι που ο Γουαϊτίτι τερμάτισε στο «Ragnarok»). Φαντασία και νεύρο διάχυτα, αλλά ως ταινία origin με συγκεκριμένη δομή (σύσταση, αντιπαράθεση, φινάλε) δείχνει πως η Marvel έχει βρει τον τρόπο να αμπαλάρει διαφορετικά το ίδιο πακέτο. Π.Γκ.

«Ο Πρώτος Εκδικητής: Captain America» (2011) του Τζο Τζόνστον

Η κινηματογραφική εμφάνιση του «Captain America» (με τον συνοδευτικό τίτλο «Πρώτος Εκδικητής» να προλειαίνει το έδαφος) ίσως να είναι η πιο ριψοκίνδυνη στιγμή του MCU. Αποτελεί την πρώτη (χρονολογικά) ταινία του σύμπαντος και, βασικά, θα μπορούσε εύκολα να αναλωθεί σε πατριωτικές κορωνίδες. Ο «Κάπτεν Αμέρικα» άλλωστε είναι η ενσάρκωση του αμερικανικού ιδεώδους.

Ευτυχώς η ταπεινή προσέγγιση του Κρις Έβανς (με προϋπηρεσία στις υπερφυσικές περιπέτειες ως ένας από τους «Fantastic Four»), η παλαιομοδίτικη αισθητική της ταινίας που έχει αέρα '40s και το σενάριο «κοινωνικής συνείδησης», δημιουργούν τελικά έναν οικουμενικό χαρακτήρα. Πολύ μακριά από την μιλιταριστική φανφάρα, ο σκηνοθέτης Τζο Τζόνστον φτιάχνει έναν χαρακτήρα που κινείται από τον αυτοσαρκασμό ως τον ηρωισμό και αποδεικνύεται γενναίος πρώτα σε ατομικό επίπεδο. Η παρουσία του Χιούγκο Γουίβινγκ ως ναζιστή Red Skull, του στιβαρού Τόμι Λι Τζόουνς και της Χέιλι Ατγουελ, συναισθηματική άγκυρα του Κάπτεν σε όλο το MCU (θα μας θυμηθείτε!), αποτελούν μερικά ακόμα θετικά πρόσημα της ταινίας. Π.Γκ.

«Οι Εκδικητές» (2012) του Τζος Γουίντον

Η σκηνή της μάχης της Νέας Υόρκης, εκεί που ο Τζος Γουίντον κάνει pan με την κάμερα για να δούμε όλους τους Εκδικητές παρέα, αποτελεί ήδη σημείο ποπ αναφοράς και δικαιολογημένα. Η πρώτη συγκέντρωση των Εκδικητών» κλείνει έναν πρώιμο κύκλο για τη Marvel που ξεκίνησε με έναν «Iron Man» για να φτάσει στο γιγαντιαίο πρότζεκτ των «Avengers» τέσσερα χρόνια μετά. Ο δημιουργός της καλτ τηλεοπτικής σειράς «Buffy, η Βαμπιροφόνισσα» και του «Firefly» Τζος Γουίντον - ιδανική μα όχι τόσο προφανής επιλογή - χειρίζεται το πλούσιο θέαμα και τις ξεχωριστές προσωπικότητες των ηρώων του με καθαρότητα, και εμψυχώνει τα «χάρτινα καρέ» με ζωντάνια.

Άφθονη δράση, σεναριακός χώρος για κάθε έναν από τους «Εκδικητές», ο Μαρκ Ράφαλο ως νέος Χαλκ και 135 χορταστικά λεπτά είναι ικανά για να χαροποιήσουν κάθε fanboy/girl (και μη) σε μία ταινία που αποτέλεσε τότε το μεγαλύτερο κινηματογραφικό crossover όλων των εποχών. Π.Γκ.

«Iron Man 3» (2013) του Σεΐν Μπλακ

Τα γεγονότα μετά τους «Avengers» έχουν επηρεάσει τον συνήθως αλαζόνα Τόνι Σταρκ, που γίνεται όλο και πιο εμμονικός με τη βελτιστοποίηση του alter ego του. Η επίθεση του αινιγματικού Μανδαρίνου (Μπεν Κίνγκσλεϊ) στην οικία του θα τον αναγκάσει να αυτοσχεδιάσει.

Ο τρίτος «Iron Man», μετά τη σαρωτική επιτυχία των «Εκδικητών», είναι καλύτερος από τον δεύτερο αλλά με μία γνώριμη επίγευση. Ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζ. παραμένει απολαυστικά ατακαδόρος την ώρα που ο Σέιν Μπλακ («Kiss Kiss Bang Bang», σενάριο για τα δύο πρώτα «Φονικά Όπλα») ενισχύει περιπέτεια και κωμωδία ισόποσα. Η Γκουίνεθ Πάλτροου παίρνει έξτρα χρόνο ως Πέπερ Ποτς και αναδεικνύει τη χημεία της με τον Τόνι Σταρκ. Κάποιοι νόμιζαν πως η ταινία αποτελούσε τον κινηματογραφικό αποχαιρετισμό του Ρόμπερτ Ντάουνι Τζ. στον ήρωα. Όλο λάθος. Π.Γκ.

«Thor 2: Σκοτεινός Κόσμος» (2013) του Άλαν Τέιλορ

Μαζί με τον «Απίθανο Χαλκ», η δεύτερη σόλο εξόρμηση του «Thor» είναι η πιο αδύναμη (για να μην πούμε κακή) στιγμή της Marvel. Κρίμα γιατί αποτελεί κομβικό σημείο για την διευρυμένη πλοκή του MCU. Ο σκηνοθέτης Άλαν Τέιλορ, βετεράνος της τηλεόρασης γνωστός κυρίως από επεισόδια του «Game of Thrones», δημιουργεί ευφάνταστα οπτικά φόντα για τους χαρακτήρες, αλλά ξεχνά την πλοκή.

Οι Χέμσγουορθ και Χίντλστον δείχνουν να διασκεδάζουν τις οικείες συγκρούσεις μίας αδελφικής σχέσης, θεϊκών διαστάσεων, αλλά το άθροισμα των διεκπεραιωτικών κλισέ βυθίζουν τον κόσμο του συγκεκριμένου σίκουελ πραγματικά στο «σκότος». Π.Γκ.

«Captain America 2: Ο Στρατιώτης του Χειμώνα» (2014) των Άντονι & Τζο Ρούσο

O Κάπτεν Αμέρικα προσπαθεί να προσαρμοστεί στον 21ο αιώνα και τα αδέρφια Ρούσο αναλαμβάνουν την πρώτη τους Marvel-ταινία. Μακριά από τα ίχνη των ιστορικών ταινιών και τη νοσταλγία των '40s, ο «Στρατιώτης του Χειμώνα» θυμίζει περισσότερο θρίλερ κατασκοπίας.΄Η πλοκή αναπτύσσεται παράλληλα με την «αφύπνιση» του Κάπτεν Αμέρικα (ο σύγχρονος κόσμος είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν που θυμάται) και η καχυποψία γίνεται η επίκαιρη συνθήκη που εκσυγχονίζει τον «παλαιό» Καπ.

Οι Άντονι και Τζο Ρούσο δεν σπάνε την επιτυχημένη φόρμουλα της Marvel, η τρίτη πράξη αναπόφευκτα καταλήγει σε παραγεμισμένο θέαμα καταστροφολαγνείας, αλλά η Μαύρη Χήρα της Σκάρλετ Γιόχανσον, η προσθήκη του Φάλκον του Άντονι ΜακΚι, η παρουσία του Νικ Φιούρι του Σάμιουελ Λ. Τζάκσον και ο επώνυμος «Στρατιώτης» του Σεμπάστιαν Σταν, ενδυναμώνουν το θίασο του Κρις Έβανς που εδώ είναι ένα καλοδεχούμενο σύμβολο ανθρωπισμού, κόντρα στον κυνισμό της εποχής. Π.Γκ.

«Οι Φύλακες του Γαλαξία» (2014) του Τζέιμς Γκαν

Ένας γήινος τυχοδιώκτης, μια πράσινη εξωγήινη, ένας χηρεμένος γίγαντας, ένα ρακούν κι ένα δεντρόμορφο ανδροειδές, αυτοί είναι οι απροσάρμοστοι «Φύλακες του Γαλαξία», μία ομάδα ετερόκλητων πλασμάτων που έφεραν τη Marvel λίγο πιο κοντά στο κινηματογραφικό γαλαξία του «Star Wars».

Ο Κρις Πρατ αλλάζει εντελώς εμφάνιση σε σχέση με τον πρότερο εαυτο του («Parks and Recreation»), διατηρεί το χιουμοριστικό του ύφος, δένει απόλυτα με το λειτουργικό κάστινγκ (Ζόι Σαλντάνα, Μπράντλεϊ Κούπερ, Ντέιβ Μπαουτίστα) και μαζί με τον Τζέιμς Γκαν συστήνουν τους «Φύλακες», μία χαλαρή και απενοχοποημένη κωμική περιπέτεια φαντασίας με έξυπνες αναφορές στην ποπ κουλτούρα του ‘80. Σιγουρα μία από τις πιο κεφάτες προσθήκες στο σύμπαν της Marvel. I'm Groot  που σημαίνει (μεταξύ άλλων) εύγε! Π.Γκ.

«Οι Εκδικητές: Η Εποχή του Ultron» (2015) του Τζος Γουίντον

Μετά την καταστροφή της S.H.I.E.L.D. ο Τόνι Σταρκ επανεκκινεί ένα πρόγραμμα με ειρηνικό σκοπό, δημιουργώντας τον Ούλτρον, ένα εξελιγμένο ρομπότ που διακατέχεται, όμως, από ιδέες μεγαλείου. Σύντομα, ο Ούλτρον θα στραφεί εναντίον της ανθρωπότητας. Δεύτερη σύναξη των «Εκδικητών» (Iron Man, Θορ, Χαλκ, Κάπτεν Αμέρικα, Μαύρη Χήρα και Hawkeye) που διασκεδάζει στον ίδιο βαθμό που κουράζει.

Στην «Εποχή του Ούλτρον» ο ανηλεής αυτοσαρκασμός και η αντίστιξη των αποφθευγμάτων του Ούλτρον, μαζί με «μία από τα ίδια» καταστροφική διάθεση στο φινάλε - κάτι που πλέον αποτελεί ηθικό παράπτωμα των ταινιών της Marvel -  φανερώνουν την κόπωση των σούπερ-ηρώων που αντιμετωπίζουν πλέον τους κακούς, αλλά και το κοινό, κατά παραγγελία. Θορυβώδες και πολύ κατώτερο των προσδοκιών. Π.Γκ.

«Ant-Man» (2015) του Πέιτον Ριντ

Και να που στον αντίποδα των μεγαλοπρεπών και σχεδόν άτρωτων υπερ-ηρώων, έρχεται ο «Ant-Man» για να προσφέρει ανατρεπτικά έναν αέρα αλλαγής. Ίσως να μπορούσε να πετύχει περισσότερα αν είχαν παραμείνει οι δύο πρώτοι σεναριογράφοι, Έντγκαρ Ράιτ και Τζο Κόρνισι, που απολύθηκαν λόγω δημιουργικών διαφορών, αλλά αυτό δε σημαίνει πως ο σκηνοθέτης Πέιτον Ριντ («Yes Man») απέτυχε.

Ο Πολ Ραντ ενσαρκώνει έναν πρώην κατάδικο, φυλακισμένο για αντικαπιταλιστικό έγκλημα (σαν ένας Ρομπέν του διαδικτύου), που επιχειρεί να επανασυνδεθεί με τη μικρή του κόρη. Ο Μάικλ Ντάγκλας (Δρ. Χανκ Πιμ) του ανοίγει νέους «κβαντικούς» δρόμους και ο Ραντ γίνεται ένας mini ήρωας στην κυριολεξία. Ενδιαφέρουσες οπτικές ιδέες, κωμικές εκτονώσεις και χαρακτηριστική Marvel δράση. Π.Γκ.

«Captain America: Εμφύλιος Πόλεμος» (2016) των Άντονι & Τζο Ρούσο

Στην επική διάρκεια των 150 λεπτών, οι αδελφοί Ρούσο κάνουν τους «Εκδικητές» από «δυο χωριά», παραμένουν συμπαγείς στην αφηγηματική μυθολογία της Marvel και στηρίζουν τις μονομαχίες στην επαφή σώμα με σώμα. Ο ψηφιακός ορυμαγδός των προηγούμενων «Εκδικητών» είναι περιορισμένος και οι σκηνές δράσης δείχνουν περισσότερο ρεαλιστικές με αναμενόμενο highlight την άψογα χορογραφημένη σκηνή της μεταξύ τους μάχης. Παράλληλα οι σκηνοθέτες βρίσκουν κοινό τόπο στο παρελθόν του Captain America και του Iron Man, που φιλτράρει συναισθηματικά την κόντρα τους και εξελίσσει τους χαρακτήρες. Με λίγα λόγια καταφέρνουν να κάνουν αυτό τον «Εμφύλιο» πιο ουσιώδη από την κοντινή (τότε) μονομαχία «Batman V Superman» και δεν πελαγώνουν στη διαχείριση των χαρακτήρων. 

Κάπου ανάμεσα στην επιθυμία για το «κοινό καλό», αλλά και τα ιδιοτελή προσωπικά κίνητρα το «Captain America: Εμφύλιος Πόλεμος» φανερώνει το (υπερ)ανθρώπινο πρόσωπο των «Εκδικητών» και αφηγείται μία μελαγχολική ιστορία που έχει ως αφετηρία τη φιλία και την αφοσίωση. Με δεδομένη την εμπορική επιτυχία, οι Ρούσο προσφέρουν το πιο ενδιαφέρον κεφάλαιο των «Avengers» και παραδίδουν μία ταινία που θα μπορούσε να είναι το «Η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται» του καλογυαλισμένου κινηματογραφικού σύμπαντος της Marvel. Π.Γκ.

«Doctor Strange» (2016) του Σκοτ Ντέρικσον

Με ενορχηστρωτή τον σκηνοθέτη Σκοτ Ντέρικσον της εξαιρετικής ταινίας τρόμου «Sinister», η Marvel παρουσιάζει την κινηματογραφική εξόρμηση ενός από τους δημοφιλέστερους ήρωές της με ιδιαίτερη φροντίδα. Το «Doctor Strange» με τον Μπένεντικτ Κάμπερμπατς είναι ένα αμάλγαμα που καλοδέχεται τον μυστικισμό, φέρνει αντιμέτωπο το πνεύμα με την ύλη, βρίσκει (επιτέλους) ένα άξιο μουσικό θέμα (συγχαρητήρια στον βραβευμένο με Όσκαρ Μάικλ Τζιακίνο για το ανατρεπτικά, φευγάτο score του) και ανακαλύπτει το χιούμορ μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Παράλληλα είναι η πιο εντυπωσιακή ταινία του στούντιο μέχρι στιγμής με καθηλωτικό σχεδιασμό παραγωγής. Αν νομίζατε πως τα είδατε όλα στο «Inception», o Δοκτωρ ξεπερνά σε σύλληψη και πρωτοτυπία των ειδικών εφέ την αισθητική της ταινίας του Νόλαν. Το όνομα του Ολλανδού χαράκτη Μαουρίτς Έσερ και οι λέξεις καλειδοσκόπιο, ψυχεδέλεια (και παράγωγά τους) είναι δύσκολο να μην εμφανιστούν σε κάθε κείμενο κριτικής του «Doctor Strange» και η αλήθεια είναι πως το τρισδιάστατο υπερθέαμα που προσφέρει η ταινία φαντάζει ισάξιο του πιο παραισθησιογόνου ταξιδιού. Οι υπεύθυνοι έχουν αντιμετωπίσει με λειτουργική ευρηματικότητα την ευκαιρία που προσφέρει ο «Strange» και έχουν ετοιμάσει αξέχαστες σκηνές. Αποκορύφωμα η «χρονική αντιστροφή» του φινάλε, που κλείνει το μάτι στην εμμονική καταστροφολογία των προηγούμενων ταινιών της σειράς.

Χάρε Κρίσνα! Χάρε Στρέιντζ! Π.Γκ.

«Φύλακες του Γαλαξία 2» (2017) του Τζέιμς Γκαν

Κρις Πρατ, Ζόι Σαλντάνα και τα υπόλοιπα μέλη της αυτοσχέδιας οικογένειας των εκκεντρικών «Φυλάκων του Γαλαξία» επιστρέφουν στις οθόνες και συσπειρώνονται απέναντι στο πατρικό Εγώ του Κερτ Ράσελ. Το ποπ σύμπαν της Marvel βρίσκει την περιπέτεια συνοδεία μουσικής και αποκτά daddy issues.

Φυσικά το χορταστικό θέαμα, η εξεζητημένη καλλιτεχνική διεύθυνση και το ιδανικό κάστινγκ του «Guardians» αποζημιώνει. Ο Τζέιμς Γκαν επενδύει στους χαρακτήρες, και όχι στην πλοκή, αφιερώνοντας αρκετό χρόνο (μερικές φορές υπερβολικό) και βρίσκοντας συγκινησιακό βάθος στην αλληλεπίδραση με το κοινό ενισχύοντας γενναιόδωρα την έννοια της ομάδας και όχι της μονάδας. Εκεί που το χιούμορ ή οι ανατροπές της ιστορίας φαντάζουν προκάτ, οι «Φύλακες» επιφυλάσσουν μία συγκινητική α λα «Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται» τρίτη πράξη. Τα πατρικά θέματα του Κουίλ στην ταινία σχηματοποιούν τους οικογενειακούς δεσμούς ως έναν κόσμο που έχει πυρηνικό Eγώ (στην κυριολεξία) και δεν αφήνει τους απόγονους να απογειωθούν λόγω βαρυτικής έλξης.

Μόνο μία φιλική συμβουλή, αφού έλυσαν ως Guardians τα θέματα κηδεμονίας τους (και τελικά ο Τζέιμς Γκαν θα υπογράψει την τρίτη ταινία), να ξαναβρούν λίγη από την σπίθα που τους έκανε να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους ήρωες της Marvel. Π.Γκ.

«Spider-Man: Η Επιστροφή στον Τόπο του» (2017) του Τζον Γουότς

Μετά τις ταινίες του Σάμ Ράιμι και το αποτυχημένο ριμπούτ με τον Άντριου Γκάρφιλντ, ο Άνθρωπος-Αράχνη άπλωσε τον ιστό του έτοιμος για να γίνει κομμάτι του MCU με την «Επιστροφή στον Τόπο του». Με πρωταγωνιστή τον «άγουρο» Τομ Χόλαντ («The Impossible») που κέρδισε τον πόλεμο των εντυπώσεων στο «Captain America: Εμφύλιος Πόλεμος», ο νέος Σπάιντερ-Μαν τα βάζει με τον Batman / Birdman αυτοπροσώπως (Μάικλ Κίτον) και φέρνει στο νου τις εφηβικές κινηματογραφικές εξορμήσεις του Τζον Χιούζ.

Περισσότερο Πίτερ Πάρκερ, παρά Σπάιντερ-Μαν, η ταινία προσφέρει ένα νέο πεδίο που μπορεί να εξερευνήσει αγαπημένες ιστορίες του Ανθρώπου-Αράχνη που εκτυλίσσονται στο Λύκειο, καθιστώντας τον έτσι έναν πολύ διαφορετικό ήρωα από οποιονδήποτε άλλο του σύμπαντος. Αφιερωμένος στην εφηβική ηλικία, τότε που η αγάπη για τα κόμικ γεννιέται, το «Spider-Man: Η Επιστροφή στον Τόπο του» είναι μία από τις πιο ξέγνοιαστες, χαλαρές ταινίες MCU. Ή έτσι νομίζαμε μέχρι που ήρθε το... Π.Γκ.

«Thor: Ragnarok» (2017) του Τάικα Γουαϊτίτι

Πατήστε play στο «Immigrant Song» των Led Zeppelin και δείτε Θεούς (του Κεραυνού) και Θέες (της υποκριτικής) να νικούν τα πάθη και το χρήμα (των ταμείων).

Δυο χρόνια μετά την «Εποχή του Ultron», ο Θεός του Κεραυνού επιστρέφει στην τρίτη «σόλο» περιπέτειά του μακριά από τη Γη και τον κόσμο των «Εκδικητών», για μία σατυρική ενδοσκόπηση, στα όρια της αυτοπαρωδίας, που στρετσάρει τον κωμικό μυικό τόνο του Κρις Χέμσγουορθ, τη σέξι χαιρεκακία της Κέιτ Μπλάνσετ, τη σοφιστικέ αλαζονεία του Τομ Χίντλστον και τις ανεξέλεγκτες νευρώσεις του Μαρκ Ράφαλο. Αποτέλεσμα; Μία ταινία Marvel που βρίσκεται πιο κοντά στο χαλαρό, χιουμοριστικό ύφος του «Deadpool», παρά στις σαιξπηρικές καταβολές της πρώτης ταινίας «Thor» δια χειρός Κένεθ Μπράνα. Υπεύθυνος για την ανατρεπτική αλλαγή, ο Νεοζηλανδός σκηνοθέτης Τάικα Γουαϊτίτι. 

Δημιουργός που έχει εξετάσει στο παρελθόν οικογενειακούς δεσμούς με τρυφερή ειρωνεία και ευρηματική αφήγηση («What We Do In The Shadows», «Hunt for the Wilderpeople»), ο Γουαϊτίτι παραδίδει στο νέο Θορ, μία περιπέτεια φαντασίας που θα μπορούσε κάλλιστα να τιτλοφορείται «Asguardians of the Galaxy», μιας και η κωμική φλέβα του συγκεκριμένου σίκουελ αντλεί έμπνευση από την παρεΐστικη ιδιοσυγκρασία των «Φυλάκων». Κάπου ανάμεσα σε τριπαριστό «Μονομάχο», με νοσταλγικές αναφορές σε arcade games και την έντονη, στιλιστική πληθώρα των ‘80s να εμποτίζει κάθε καρέ, το «Thor: Ragnarok» δεν οδηγεί απαραίτητα τους χαρακτήρες και την ιστορία του Marvelικού σύμπαντος σε νέα βάση, αλλά διασκεδάζει με έναν εξίσου ξέφρενο ρυθμό. Π.Γκ.

«Black Panther» (2018) του Ράιαν Κούγκλερ

Σαιξπηρικός «Άμλετ» (αν και λόγω γεωγραφίας οι περισσότεροι μπορεί να θυμηθούν το «The Lion King») και κοσμοπολίτης Τζέιμς Μποντ, αστικά γκέτο των ‘90s και απέραντη αφρικανική σαβάνα, όλα χωρούν στα 135 χορταστικά λεπτά του «Πάνθηρα». Σε ένα γενναίο βήμα που συντάσσεται με την πολυπολιτισμική ισότητα και την αποδοχή της διαφορετικότητας, ο «Black Panther» ενσωματώνει την αφρικανική κουλτούρα και διαθέτει ένα αξιόλογο καστ με θαυμάσιους πρέσβεις.

Ο Κούγκλερ άλλωστε ξέρει να διαχειρίζεται σωστά την πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα, διαμορφώνοντας χαρακτήρες που νιώθεις ρεαλιστικούς σε μία προβληματική συνθήκη που φαντάζει οικεία. Υπάρχουν στιγμές που σκέφτεσαι πως το «Black Panther» σχολιάζει συνειδητά, μέσα από την απλοποιημένη λογική ενός μπλοκμπάστερ, την ιστορία μιας ηπείρου και των ανθρώπων της: τους εμφυλίους, την εκμετάλλευση, τη μητριαρχία και τις διακρίσεις που προσδιορίζουν τα φύλα και οι φυλές. Με βασικό πυρήνα το χρέος της τοπικής κληρονομιάς και την ανάληψη των ευθυνών σε παγκόσμια κλίμακα, ο «Black Panther» αφήνει οικουμενικό αποτύπωμα, γεμάτο χρώμα, χιούμορ και δράση. Ακούστε τον να βρυχάται μέχρι τα Όσκαρ (3 βραβεία και πρώτη ταινία κόμικ υποψήφια για Καλύτερη στην ιστορία του θεσμού). Π.Γκ.

«Avengers: Infinity War» (2018) των Άντονι & Τζο Ρούσο

Ο «Πόλεμος της Αιωνιότητας» κερδίζει τις εντυπώσεις εύκολα ως μία θεαματική περιπέτεια φαντασίας, αλλά κι ως ένα καλά υπολογισμένο μπλοκμπάστερ, που έχει την ευκαιρία να συγκεντρώσει το ολοένα αυξανόμενο, πολυπληθές καστ  ηθοποιών. Έχοντας ταυτιστεί απόλυτα στην ποπ συνείδηση με τα χάρτινα alter egos τους, το να βλέπεις τη χιουμοριστική αλληλεπίδραση του Thor (Κρις Χέμσγουορθ) με τον Star-Lord (Κρις Πρατ), ή την επίδειξη αλαζονείας μεταξύ των Iron Man (Ρόμπερτ Ντάουνι Τζ.) και Dr. Strange (Μπένεντικτ Κάμπερμπατς), χαρίζει στο νέο κεφάλαιο των «Avengers» τόσο την ευκαιρία μιας ενδιαφέρουσας δυναμικής ανάμεσα στους ηθοποιούς, και τους χαρακτήρες τους, όσο και την ξέγνοιαστη ελαφράδα μιας ώρας παιχνιδιού. Τα πάντα όμως σ’ αυτό το παιχνίδι υπαγορεύονται από έναν κανόνα που δυστυχώς κρατά τους ήρωες/action figures, μακριά από το στοιχείο της έκπληξης. Έχοντας δει ήδη 18 ταινίες στις οποίες απειλείται η ζωή των «Εκδικητών», η δομή της «αναγνώρισης, αναμέτρησης, αναγέννησης» που χαρακτηρίζει και τον «Πόλεμο της Αιωνιότητας» στις επιμέρους συγκρούσεις του, αφαιρεί την όποια έκπληξη στην έκβαση των γεγονότων, ενώ ακόμα και το καλοδεχούμενο, διαδραστικό χιούμορ (κάτι που η Marvel χειρίζεται καλά) εμφανίζεται με τη συχνότητα και τον τόνο που υποψιάζεται ο θεατής.   

Οι σκηνοθέτες Άντονι και Τζο Ρούσο υιοθετούν θέλοντας και μη, τους κανόνες του παραπάνω παιχνιδιού. Ξέρουν για παράδειγμα πως πρέπει να παίξουν safe και να δώσουν στο κοινό τον απαραίτητο χρόνο στους πιο δημοφιλείς των «Εκδικητών». Έτσι ο Thor, Iron Man, Dr. Strange έχουν τη μερίδα του λέοντος, ενώ οι Black Widow, Captain America, Winter Soldier, Hulk, Black Panther (φαίνεται πως κανείς δεν περίμενε την τεράστια επιτυχία της σόλο ταινίας που μεσολάβησε), εμφανίζονται πιο περιφερικοί. Επίσης μην αναζητήσετε πουθενά τους Hawkeye και Ant-Man. 

Ξέρουν επίσης πως πρέπει να ξεπεράσουν τον ψηφιακό σκόπελο και να επενδύσουν σε έναν πιστευτό CGI «κακό», και ο Thanos του Τζος Μπρόλιν, χωρίς να προδίδει την κόμικ καταγωγή του, μετατρέπεται σε έναν αρκετά ενδιαφέροντα χαρακτήρα. Η σχέση του πανίσχυρου Τιτάνα με την Gamora (Ζόι Σαλντάνα) και τα κίνητρά του για το κυνήγι των Λίθων της Αιωνιότητας, συνιστούν έναν υπολογίσιμο αντίπαλο που εκφράζει μία σοβαρή απειλή απέναντι στους «Εκδικητές». Από την έναρξη της ταινίας, ο Thanos είναι ήδη δυνατός και όσες φορές η ταινία δανείζεται τη δική του οπτική, παρουσιάζει και πιο ενδιαφέρουσες αντιπαραθέσεις.

Ο «Πόλεμος της Αιωνιότητας» θέτει σε εφαρμογή την καλύτερη ιδέα του λίγο πριν το φινάλε. Έναν αναπάντεχο επίλογο που θα ξαφνιάσει και ασφαλώς λειτουργεί ως teasing για την επόμενη ταινία. Αυτός ο «πόλεμος» είναι άλλωστε μισός, πρώτο κομμάτι μιας μεγαλύτερης ιστορίας που ενδεχομένως θα σημάνει το τέλος της κινηματογραφικής μάχης για μερικούς από τους σούπερ-ήρωες/ηθοποιούς του σύμπαντος. Π.Γκ.

«Ant-Man and the Wasp» (2018) του Πέιτον Ριντ

Ανάμεσα σε δυο «πολέμους», το «Ant-Man και η Σφήκα» ξεκινά μετά τον «Εμφύλιο» και τελειώνει σ’ εκείνον «της Αιωνιότητας». Στο μεταξύ, η ταινία επιχειρεί να κρατήσει τη δική της ξεχωριστή ταυτότητα, μία ισορροπία οικογενειακής κωμωδίας και χαλαρής περιπέτειας φαντασίας, χωρίς να ξεφεύγει όμως από τα αφηγηματικά δεσμά τους σύμπαντος της Marvel. Με έναν πρόλογο που μεταφέρει το κοινό στα ‘80s, το νέο «Ant-Man» αποκαλύπτει άμεσα τις εκλεκτικές του συγγένειες με τις αφελείς, μα καλοπροαίρετες, κωμικές ταινίες οικογενειακής συσπείρωσης περασμένων δεκαετιών, όπως το «Αγάπη μου Συρρίκνωσα τα Παιδιά» του Τζο Τζόνστον και τα «Μόνος στο Σπίτι», «Κα Ντάπφαϊρ» του Κρις Κολόμπους. Η γειωμένη, άλλωστε, ταυτότητα του «Ant-Man» χωρά μία προσέγγιση που είναι πιο λιτή και οικεία από τους υπόλοιπους, περισσότερο οπερετικούς, ήρωες του franchise, και εδώ η ταινία διατηρεί το αυτοσαρκαστικό της χιούμορ, μέσα σε πλαίσιο επιτρεπτής γονικής συναίνεσης. Κάτι στο οποίο προσφέρει τα μέγιστα ο Πολ Ραντ, με το clean-cut πρόσωπό του και την παιδιάστικη ευθύτητα με την οποία αντιμετωπίζει τον Ant-Man.

Το επόμενο κεφάλαιο των μικροσκοπικών ηρώων της εταιρείας αλλάζει κλίμακα από το «Infinity War» και προσφέρει ένα διασκεδαστικό δίωρο που αυξομειώνει σε εντάσεις. Μπορεί να μην διαστέλλει ευρηματικά τις ιδέες του, αλλά ακολουθεί μία mainstream συνταγή που δεν προσβάλει. Απέναντι στους μεγαλοπρεπείς, πλούσιους, θεϊκούς, cool, βασιλικούς σούπερ-ήρωες της Marvel, o «Ant-Man» είναι μία ευπρόσδεκτη εξαίρεση. Αν και πάντα θα έχουμε την απορία για το τι θα μπορούσε να είχε κάνει ο Έντγκαρ Ράιτ («Baby Driver»,«Το ξύσιμο των Νεκρών») με την περίπτωσή του… Π.Γκ.

«Captain Marvel» των Άννα Μποντεν & Ράιαν Φλεκ

H «Captain Marvel» ως ταινία origin χαρακτήρα πατά σε μία ασφαλή και δεδομένη συνταγή-συστάσεων που έχεις ξαναδεί στο σύμπαν της Marvel (π.χ. «Thor»). Μπορεί στη δημιουργική ομάδα να εμπλέκονται οι σκηνοθέτες Άνα Μπόντεν (πρώτη γυναίκα σκηνοθέτις που αναλαμβάνει ταινία Marvel) και Ράιαν Φλεκ του ανεξάρτητου «Half-Nelson», το σενάριο να φέρει τις ενδιαφέρουσες υπογραφές των Mεγκ ΛεΦοβ («Τα Μυαλά που Κουβαλάς»), Νικόλ Πέρλμαν («Οι Φύλακες του Γαλαξία») και η οσκαρούχα μητέρα του «Δωματίου» Μπρι Λάρσον να δίνει πρόσωπο στη σούπερ ηρωίδα, όλα όμως ακολουθούν μία τυπική - και ολίγον κουραστική - μεθοδολογία. 

Τοποθετημένη στα μέσα του '90, η «Captain Marvel» λειτουργεί καλά όταν παίζει το χαρτί της ρετρό αναφοράς σε τραγούδια, ταινίες δράσης και τηλεοπτικές σειρές της δεκαετίας. Η Μπρι Λάρσον (λόγω σεναρίου; σκηνοθετικής οδηγίας; ερμηνευτικών δυνατοτήτων;) επιδεικνύει μία πολύ περιορισμένη γκάμα στο ρόλο της και η διεκπεραιωτική παρουσία της έχει ως (λάθος) αποτέλεσμα να αναδεικνύεται το υπόλοιπο καστ, με προεξάρχοντα τον Σάμιουελ Τζάκσον (που εντυπωσιάζει με το ρεαλιστικότατο οπτικό εφέ ψηφιακής αντι-γήρανσης).

«Higher. Further. Faster.» γράφει το tagline της ταινίας, αλλά τελικά η «Captain Marvel» δεν ανταπεξήλθε των προσδοκιών «ψηλότερα, μακρύτερα, γρηγορότερα». Σαν ένα επεισόδιο που ικανοποιεί επιμέρους το πιστό κοινό του με πληροφορίες για το όνομα των Avengers, την ύπαρξη του τεσαράκτιου στη Γη και το ατύχημα στο μάτι του Νικ Φιούρι, η κινηματογραφική παρουσία της «Captain Marvel» συνοψίζεται στο γεγονός πως αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της «λύσης» του «Πόλέμου της Αιωνιότητας». Τελικά ζητούσαμε πολλά. Π.Γκ.

«Avengers: Endgame» των Άντονι & Τζο Ρούσο

Πώς μπορείς να είσαι καινοτόμος σε κάτι συνταγογραφημένο; Αυτή είναι η ερώτηση που μαστίζει τις κινηματογραφικές εξορμήσεις του Marvel Studios εδώ και χρόνια. Είναι όμως και μία ερώτηση παγίδα, γιατί όσο απαραίτητο είναι να ανανεώνεις με κινηματογραφική ζωντάνια και δημιουργικότητα τα «χάρτινα καρέ», άλλο τόσο είναι και να μένεις πιστός σε όλα όσα πρεσβεύουν το είδος και αποδεδειγμένα λειτουργούν. 

Τα αδέρφια Ρούσο είχαν δηλώσει πως η «Τελευταία Πράξη» θα είναι μία διαφορετική ταινία από τον «Πόλεμο» και έλεγαν αλήθεια. Μετά την εισαγωγή-κλείσιμο του «Πολέμου» - οι «Εκδικητές» βιώνουν μία πένθιμη πραγματικότητα που πλησιάζει στο μυθιστόρημα «The Leftovers» του Τομ Περότα (βιβλίο που ενέπνευσε και την εξαιρετική σειρά του HBO με τους Τζάστιν Θερού, Κάρι Κουν). Η «Πράξη» στο πρώτο μέρος της είναι αρκετά γειωμένη και δηλωτική μιας επιστροφής στα βασικά της σειράς: Iron Man, Captain America, Thor, Black Widow είναι άλλωστε η εμπροσθοφυλακή της Marvel και αυτοί που θα προσπαθήσουν, και οφείλουν, να επαναφέρουν τη χωροχρονική τάξη του σύμπαντος. Η εμφάνιση της Captain Marvel (περισσότερο ως «φιλική» συμμετοχή, αφού η παρουσία της στην ταινία δεν είναι όσο έντονη φαντάζεστε) και κυρίως του Ant-Man, είναι ικανά στοιχεία για να λύσουν τον γρίφο της avenger-αποκατάστασης, αλλά ο τρόπος με τον οποίο συμβαίνει είναι το συναισθηματικό κλειδί όλης της «Πράξης». Δεν θα αποκαλύψουμε φυσικά τι συμβαίνει, αλλά αυτό που έχουν σκεφτεί οι Ρούσο είναι ένα ευρηματικό ταξίδι που λειτουργεί ως επιστολή αγάπης στο σύμπαν της Marvel και διατρέχει με γούστο - κι όχι διεκπεραιωτικά - 11 χρόνια κινηματογραφικής περιπέτειας.

Κόντρα στην καταστροφική μανία, το μαξιμαλιστικό CGI και τις ανθρώπινες θυσίες, που είχαμε αντικρίσει πολλάκις, η «Πράξη» έχει ως βασικό θέμα τις «δεύτερες ευκαιρίες». Μην παρεξηγήσετε όμως, τα παραπάνω δεν κάνουν καμία έκπτωση στο θέαμα και την ψυχαγωγία. Απλά αυτό που είναι αξιόλογο είναι πως το γαργαντουικών προδιαγραφών franchise του Marvel Studios κλείνει με τον πιο ανέλπιστο, τρυφερό επίλογο: κομμάτι του ταξιδιού είναι το τέλος και σημασία έχει να συνεχίζεις με ό,τι έχεις, όχι όσα έχασες. Δεν είναι όλες οι συνταγές τόσο χορταστικά γενναιόδωρες.Fan servicing κάλλιστου είδους. Π.Γκ.

«Spider-Man: Μακριά από τον Τόπo του» του Τζον Γουότς

Στον απόηχο των γεγονότων του «Avengers:Endgame» ο Πίτερ Πάρκερ και οι συμμαθητές του χρειάζονται ένα ευχάριστο διάλλειμα και φεύγουν για διακοπές στην Ευρώπη, δίνοντας αφορμή για την προσθήκη μιας δόσης κοσμοπολιτισμού στο franchise. Εννοείται πως οι μπελάδες ακολουθούν και ο Σπάιντερμαν βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν ακόμα πιο μοχθηρό αντίπαλο από τον Θάνο: τα fake news.

Σαφής βελτίωση σε σχέση με την εισαγωγική ταινία του Σπάιντερμαν στο MCU, ο Χόλαντ δείχνει πιο άνετος στα παπούτσια (και τους ιστούς) του ήρωα, μαζί με την Ζεντάγια παίζουν άριστα την ερωτική αμηχανία, ενώ η ανατροπή στη μέση της ταινίας είναι ανατροπή μόνο για όσους δεν έχουν την παραμικρή σχέση με το κόμικ ή έστω με τις animated εκδοχές του. Κατά τα λοιπά, με την εξαίρεση μιας πεντάλεπτης σεκάνς που αξιοποιεί τις ικανότητες του χαρακτήρα που επιλέχθηκε για ανταγωνιστής, η δημιουργική ομάδα πίσω από την ταινία επιλέγει την πεπατημένη, δηλαδή set-pieces μονομαχιών με κακοσχεδιασμένα τέρατα, μερική απουσία γεωγραφίας της δράσης και μπόλικη φασαρία.  Γ.Β.

«Black Widow» της Κέιτ Σόρτλαντ

Δραματική καθυστερημένη solo πρωταγωνιστική εξόρμηση της Σκάρλετ Γιόχανσον και αποχαιρετισμός στα όπλα(;) για την Nατάσα Ρομανόφ,  σε μια ταινία που οι συντελεστές της διαφήμιζαν ως την κατασκοπική ταινία της Marvel. Είναι τόσο κατασκοπική ταινία, όσο το «Captain America:The Winter Soldier» ήταν συνωμοσιολογικό θρίλερ ή το «Ant-Man» ήταν heist movie. Στην ουσία όλες τους την ίδια συνταγή ακολουθούν με μικρές παραλλαγές. Εδώ είναι μία από τις ελάχιστες φορές που υπάρχει μια σπουδή στον σχεδιασμό των σκηνών δράσης, ξεκινούν από κάτι μικρό και σταδιακά κορυφώνονται με χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνη την απίθανη σεκάνς που ξεκινά από έναν αγώνα μπρα-ντε-φερ και καταλήγει με τους ήρωες να προσπαθούν να αποφύγουν μια χιονοστιβάδα.

Xρονολογικά τα γεγονότα τοποθετούνται μεταξύ του «Captain America:Civil War» και του «Avengers:Infinity War», οπότε, δεν πρόκειται για νεκρανάσταση της ηρωίδας. Ενδιαφέρον το φλερτ με το οικογενειακό δράμα – η ηρωίδα αναζητά κάπου να στεριώσει -, από τις δυνατότερες θηλυκές προσθήκες στο διευρυμένο σύμπαν αυτή της Φλόρενς Πιου, τιμή και δόξα σε όποιον διάλεξε από όλες τις ταινίες που θα μπορούσε να παρακολουθεί η Black Widow στο λάπτοπ της το «Moonraker». Γ. Β.

 

«O Shang-Chi και ο Θρύλος των Δέκα Δαχτυλιδιών» του Ντάστιν Ντάνιελ Κρέτον

Κατά το πρώτο ημίωρο, που δανείζεται μερικά τρικ από το εγχειρίδιο του Ζανγκ Γιμού αλλά κι από τις απίθανες κλωτσοπατινάδες του Τζάκι Τσαν, σχεδόν πανηγυρίζαμε στο κάθισμα με την κινηματογραφική μεταφορά του Σανγκ-Τσι, του άρχοντα του κουνγκ-φου, που ήρθε για να φέρει μια ασιατική νότα στο MCU. Δυστυχώς, η συνέχεια είναι λιγότερο εμπνευσμένη, για να ολοκληρωθεί σε μια CGI κακοφωνία που ωχριά ως θέαμα μπρος στη μονομαχία σώμα με σώμα ανάμεσα στον Σίμου Λιού και τον Τόνι Λιούνγκ. Ο τελευταίος υποδύεται τον πραγματικό Μανδαρίνο – spoiler alert: εμφανίζεται και ο μαϊμού του Μπεν Κίνγκσλεϊ- και διαθέτει τέτοιο δραματικό εκτόπισμα, που απορείς γιατί δεν τον έχουν προτιμήσει περισσότερο οι σκηνοθέτες της Δύσης. Μπορεί να είναι ο καλύτερος και πιο μεστός δραματουργικά κακός της Marvel.

Κατά τα λοιπά, αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο στη «Black Widow», όσο και εδώ κάτι φαίνεται να αλλάζει στον τρόπο που χρησιμοποιείται η μουσική. Αφενός έχει πια χαρακτήρα κι αφετέρου επιτρέπεται η χρήση της για να δοθεί δραματική έμφαση.  Γ..Β.

 

«Eternals» της Κλόι Τζάο

Μετά τα Όσκαρ του «Nomadland», η Κλόι Τζάο βάζει τους θεούς του MCU να περπατήσουν στη Γη, αλλά το δημιουργικό ρίσκο δεν αποδίδει marvel καρπούς.

Η σκηνοθέτρια κάνει σαφή την διάθεσή της να δώσει προσωπικό στίγμα ήδη από την εισαγωγή της ταινίας. Το «Time» των Pink Floyd, οι ακομπλεξάριστες ποπ αναφορές σε Μπάτμαν και Σούπερμαν της DC, το σινεφίλ μπόλιασμα από Κιούμπρικ (ένα κινητό τηλέφωνο φωτογραφίζει το πρώτο εργαλείο της ανθρωπότητας) ή Μάλικ (η επεξηγηματική σκηνή του ουράνιου σχεδίου), η πρώτη καλοδεχούμενη απεικόνιση γκέι οικογένειας, καθώς και η πρώτη σκηνή σεξ στο MCU που εξανθρωπίζει το αρχέτυπο του υπερήρωα, είναι εκτιμητέα βήματα προς τα εμπρός. Κρίμα όμως που η πλοκή, οι αδιάφοροι ψηφιακοί ανταγωνιστές, η ασυνέπεια στους κώδικες του είδους και η μεγάλη διάρκεια αποτελούν εντονότερα βήματα προς τα πίσω.

Αυτό που μένει, και είναι άξιο αναφοράς, είναι η καλοπροαίρετη, καθαρή πίστη της Τζάο στον άνθρωπο και στην ομορφιά του περιβάλλοντος. Κάτι που έχει μόνιμη θέση στην ουμανιστική φιλμογραφία της. Π.Γκ.

«Spider-Man: No Way Home» του Τζον Γουότς

Το μεγάλο κινηματογραφικό event της Marvel για το 2021 απέδειξε ότι η πανδημία δεν τελείωσε για πάντα το box-office όπως το ξέραμε, έσπασε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, κάνοντάς σε να αναρωτιέσαι που θα έφτανε αν δεν έβγαινε σε καιρους covid – ίσως το «Avatar» να εκθρονιζόταν εκ νέου από την πρώτη θέση. Κατά τα άλλα, η ταινία σύστησε για τα καλά την έννοια του πολυσύμπαντος, ενώνοντας επί της οθόνης παλιούς εχθρούς, αλλά και τους άλλους δύο Σπάιντερμαν της μεγάλης οθόνης – ίσως το χειρότερα κρυμμένο μυστικό της πρόσφατης μνήμης. 

Παράλληλα το φιλμ επιχειρεί να κλείσει μια τριλογία με τον Τομ Χόλαντ, να γεφυρώσει την παρούσα με τις υπόλοιπες κινηματογραφικές εκδοχές του και να λειτουργήσει και σαν (εύπεπτο) φιλμικό δοκίμιο πάνω στον Άνθρωπο-Αράχνη. Πολλά καρπούζια κάτω από την μασχάλη, μεγάλες οι φιλοδοξίες, ακατάλληλος ο σκηνοθέτης για να ανταποκριθεί στο ύψος των απαιτήσεων, μα το αποτέλεσμα είναι κατά διαστήματα απολαυστικό, έστω κι αν ό,τι συμβαίνει δεν έχει την παραμικρή δραματική βαρύτητα. Εξιλεώνεται πχ. ο Σπάιντερμαν του Γκάρφιλντ, σώζοντας μια άλλη Mary Jane, και το έχετε ξεχάσει και εσύ και η ταινία μέσα στο επόμενο δίλεπτο. Γ.Β.

«Doctor Strange in the Multiverse of Madness» του Σαμ Ράιμι

Αν δεν έπρεπε να υπηρετήσει τις «πολυσυμπαντικές» ανάγκες της Marvel, όπως τις εννοεί η τελευταία, και να ευθυγραμμιστεί με τις συντρέχουσες ταινίες και σειρές της εταιρείας, το «Doctor Strange in the Multiverse of Madness» θα ήταν μία από τις καλύτερες ταινίες του είδους. Και πάλι, όμως, μακάρι οι επόμενες προσθήκες στο MCU να έχουν έστω και το  το ¼ της έμπνευσής του.

Υπάρχουν στιγμές που βρίσκεσαι να πανηγυρίζεις στο κάθισμα με την παλαβομάρα και την έμπνευση όσων λαμβάνουν χώρα στο πανί και ευχαριστείς τον θεό του σινεμά που επέτρεψε την επιστροφή του Ρέιμι στις υπερηρωικές υπερπαραγωγές. Ας μην ξεχνάμε ότι η original τριλογία του Spider-man φέρει τη δική του υπογραφή και ότι έχει πλάσει κι ο ίδιος έναν δικό του, μακάβριο κινηματογραφικό υπερήρωα, τον «Darkman». Γ.Β.

«Thor: Love and Thunder» του Τάικα Γουαϊτίτι

Το «Τhor:Love and Thunder» κινείται κάπου ανάμεσα στον «Φλας Γκόρντον», τους «Απίθανους Ληστές και τα Κουλουβάχατα της Ιστορίας», το «Krull» και το «Clash of the Titans». Έχει glam metal αισθητική, σάουντρακ απαρτιζόμενο από επιτυχίες των Guns ‘n’ Roses, ερεθισμένους χαρακτήρες – μην φανταστείτε στο επίπεδο του «Batman Returns», πάντα εντός του στενού, αποστειρωμένου πλαίσιου του MCU- γρήγορο ρυθμό, εξυπνάδες για άλλες τρεις ταινίες Μarvel και δυο κατσίκες που έρχονται για να σώσουν την κατάσταση, όταν τα ευρήματα αστοχούν.

Ο Χέμσγουορθ εξελίσσεται σε κωμικό MVP ανάμεσα στους εναπομείναντες πρωταγωνιστές του franchise, η Τέσα Τόμσον παραμερίζεται ελαφρώς ώστε να λάμψει το ηρωικό άστρο της Νάταλι Πόρτμαν, o Δίας του Ράσελ Κρόου είναι ένας χαρακτήρας με τον οποίο θα ήθελες να περάσεις περισσότερο χρόνο, το αυτό ισχύει και για τον Γκορ του Κρίστιαν Μπέιλ, ο οποίος θα μπορούσε να είναι ο πιο αξιομνημόνευτος κακός του franchise, αν η ταινία έπαιρνε στα σοβαρά το δράμα της και την απασχολούσε πραγματικά η θεματική της επιλεκτικής ακοής των θεών. Είπαμε, όμως, ζητούμενο είναι η κωμωδία και η διασκέδαση. Κι εκεί το έργο κάνει τη δουλειά, έστω κι αν δεν συγκαταλέγεται για κανένα λόγο ανάμεσα στα καλύτερα που μας έχει προσφέρει το κορεσμένο αυτό είδος. Θα το πάρουμε και θα πούμε κι ευχαριστώ. Γ.Β.

Διαβάστε τη γνώμη μας για την ταινία «Thor: Love & Thunder» εδώ