[Κριτικη] Στο «Marty Supreme» οι Τζος Σάφντι και Τιμοτέ Σαλαμέ παραδίδουν μαθήματα αμερικανικής πλάνης
Είδαμε την παροξυσμική και κατά διαστήματα εξαιρετική ταινία του Τζος Σάφντι, με έναν αυστηρά προσηλωμένο Σαλαμέ στο κυνήγι της οσκαρικής επιτυχίας - σαν τον χαρακτήρα που υποδύεται.
Δεν ξέρουμε αν έχει νόημα να κάνουμε λόγο για αμερικανικό μοντέλο επιτυχίας (και για αμερικανικό όνειρο) όταν αυτό έχει επεκταθεί στο σύνολο του δυτικού ή, ακόμα πιο σωστά, του αναπτυγμένου και του αναπτυσσόμενου κόσμου. Για τις ανάγκες του παρόντος, και επειδή η αμερικανική προέλευση και η αμερικανικότητα έχουν σημασία για την εξαίρετη ταινία του Τζος Σάφντι, θα αναφερόμαστε σε αυτό ως αμερικανικό. Ο Μάρτι της ταινίας, λοιπόν, έχει ήδη μια αξιοπρεπή δουλειά, έχει και την προοπτική μιας οικογένειας στο πρόσωπο της επί χρόνια ερωτευμένης μαζί του Ρέιτσελ και, σε συνάρτηση αυτών των δύο, την προοπτική μιας καλύτερης κατοικίας, όσα, δηλαδή, συνιστούσαν το μοντέλο ευτυχίας της προηγούμενης γενιάς, που βίωσε κι έναν μεγάλο πόλεμο. Ταυτόχρονα, έχει ταλέντο στο πινγκ-πονγκ και τη δυνατότητα να διεκδικήσει μια διεθνή πρωτιά. Και για να κυνηγήσει αυτή την πρωτιά, μιμείται τους τρόπους των επιτυχημένων, των «πρώτων» μιας περιόδου κατά την οποία άρχισε να διαμορφώνεται το κυρίαρχο, νεοφιλελέυθερο, ανθρωποφαγικό μοντέλο που επιβιώνει μέχρι σήμερα.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σάφντι τοποθετεί την ιστορία του στα ‘50s, όταν ο Φρίντμαν και τα παλικάρια του διαμόρφωναν τον «τρόπο του μέλλοντος», ούτε ότι ντύνει την ταινία του με αναχρονιστικές μελωδίες, βγαλμένες από τα ‘80s, τη δεκαετία που το μοντέλο αυτό θέριεψε. Kαι στην πραγματικότητα, παρά τις οβιδιακές μεταμορφώσεις του και τις κατά τόπους και χρόνους παραλλαγές του, αυτό ήταν ανέκαθεν το πρόσωπο του καπιταλισμού. «Είμαι βαμπίρ, είμαι σε αυτό τον κόσμο από το 1600», λέει σε στιγμή παροξυσμού ο πάμπλουτος Ρόκγουελ στον Μάρτι – η περιστασιακή επεξηγηματικότητα είναι, ομολογουμένως, μια μικρή αδυναμία της ταινίας.
Ο Μάρτι, λοιπόν, έχοντας χάσει δίκαια στο πρώτο του τουρνουά, με όλη την αμερικανική έπαρση που τον συνοδεύει, θεωρεί δεδομένο ότι δικαιούται επαναληπτικό αγώνα και τον απαιτεί σαν κακομαθημένο παιδί – και ποιος τον έμαθε έτσι, άραγε; Για να λάβει τον επαναληπτικό αγώνα και να πάρει το μερίδιο του στην πρωτιά και στην υπεροχή που αυτός ο νέος τρόπος του υποσχέθηκε, καταφεύγει στη μέθοδο όσων πέτυχαν: στην πλάνη. Όχι, το outsider μας σε τούτη την αθλητική (;) ταινία δεν είναι ένας καλόκαρδος, ταλαντούχος αθλητής που ταλανίζεται από το γιατί μιας ευκαιρίας που δεν ήρθε ποτέ. Είναι ένας εγωιστής, απωθητικός, επηρμένος νεαρός, άνευ κεφαλαίου, που πιστεύει ότι μέσω του θράσους και της εξαπάτησης θα λάβει εκείνο που (στο μυαλό του δεδομένα) δικαιούται, με τον Σαλαμέ να βυθίζεται στην έπαρση, τη φιλαυτία και την αγένειά του, εξυπηρετώντας πιστά το γενικότερο όραμα κι αδιαφορώντας ντενιρικά αν θα τον συμπαθήσουμε. Είναι, ταυτόχρονα, ένας πλανεμένος νεαρός, παραβλέπει (ενώ βλέπει) όχι μόνο το κόστος, αλλά και τη διάβρωση εκείνων που έφτασαν ( ; ) εκεί, την τσακισμένη ύπαρξη της άλλοτε μεγάλης σταρ Κέι Στόουν, που αφήνεται για λίγο στη σαγήνη ενός «μεγάλου comeback», και τη βδελυρή παρουσία του Ρόκγουελ – κι αυτός παριστάνει τον κυρίαρχο των πάντων, μα εθελοτυφλεί μπρος στην αδυναμία του να κυριαρχήσει στην επιθυμία της συζύγου του, του σημαντικότερου «αποκτήματός» του.
Υπό μια έννοια, είναι φοβερά ταιριαστή η (συνειδητά) ετερόφωτη φύση της ταινίας, που άλλοτε προσφεύγει στη σκορσεζική επιτακτικότητα, άλλοτε στην αλτμανική αναρχία, κάποτε και στην κασαβετική ένταση. Όπως ο κεντρικός της ήρωας, φορά περήφανα τις αναφορές της για να τις καμαρώσουν όλοι και τις περιφέρει επιθετικά, καταλήγοντας να εμπλουτίσει τη διαχείριση της θεματικής της (μετα)κινηματογραφικά. Στην πραγματικότητα, το «μεγαλείο» της δεν κρύβεται στην αναπαράσταση περασμένων μεγαλείων, στην «πλάνη» της μίμησης, αν θέλετε, αλλά στην ακέραιη προσήλωση της στον αγχωτικό ρυθμό της – το άγχος της επιτυχίας- στην έκδηλη σιγουριά για κάθε δημιουργική απόφαση ξεχωριστά, παρά τη διαδοχή (φαινομενικά) ετερόκλητων ευρημάτων, και στην πεποίθησή της ότι τα μέλη του κοινού της θα μπορέσουν να διαγνώσουν την πλάνη εντός της πλάνης (sic) του κεντρικού της χαρακτήρα, πολύ πριν ο τελευταίος ενστερνιστεί τη μεγάλη αλήθεια – ή «ταπεινωθεί» σκορσεζικά κι αποδεχθεί το ξεροκόμματο λύτρωσής του, για όποιον επιλέξει σκορσεζική ανάγνωση της ταινίας. Ο Σάφντι είναι βέβαιος ότι οι θεατές θα μπορέσουν να σταθούν στο πλευρό του Μάρτι, παρά τις απεχθείς ενέργειές του, και θα τον αγκαλιάσουν κατά την ύστερη μεταστροφή του. Ίσως επειδή είναι σίγουρος ότι, κατά βάθος, θα αναγνωρίσουν τη συνενοχή του στη διαιώνιση αυτής της πλάνης. Άλλωστε, όπως τραγουδούν (ειρωνικά) και οι Tears for Fears στο φινάλε της ταινίας, «everybody wants to rule the world».





![[Κριτικη] Στο «Marty Supreme» οι Τζος Σάφντι και Τιμοτέ Σαλαμέ παραδίδουν μαθήματα αμερικανικής πλάνης](https://media.interactive.netuse.gr/filesystem/images/20250818/engine/marty-supreme_1581_107778311_type12905.jpg)



