«Έψαχνα τρόπο να μιλήσω για το ανείπωτο»: Μια αποκλειστική συνέντευξη με τον σκηνοθέτη Λούκας Ντοντ
Υποψήφιος για Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας, και για πολλούς ένα από τα μεγάλα ταλέντα της σκηνοθεσίας αυτή τη στιγμή στο σινεμά, ο νεαρός δημιουργός του «Close» μας προτρέπει να μιλάμε άφοβα για τις άβολες εκείνες αλήθειες που αποφεύγουμε συνήθως να παραδεχτούμε.
Είναι 31 ετών, σκηνοθέτης μόλις δύο ταινιών μεγάλου μήκους. Κι όμως, αποτελεί έναν από τους πιο πολυβραβευμένους δημιουργούς του ευρωπαϊκού σινεμά της τελευταίας δεκαετίας. Ο Λούκας Ντοντ από το Βέλγιο, που γαλουχήθηκε ως βοηθός ενδυματολόγου μέσα σε πολυάριθμα πλατό τηλεοπτικών και κινηματογραφικών παραγωγών προτού αποφασίσει να γίνει σκηνοθέτης, ήταν μόλις 27 ετών όταν κέρδισε τη Χρυσή Κάμερα των Καννών με το πολυσυζητημένο (και για αρκετούς αμφιλεγόμενο) ντεμπούτο του, «Girl», το 2018.
Πέρσι, στο ίδιο φεστιβάλ, το «Close» θεωρήθηκε φαβορί για τον Χρυσό Φοίνικα προτού καταλήξει να τιμηθεί με το Μεγάλο Βραβείο και ξεκίνησε από εκεί μια θριαμβευτική πορεία που το είδε να κερδίζει απανωτά έπαθλα για να φτάσει πλέον να διεκδικεί το φετινό ξενόγλωσσο Όσκαρ για λογαριασμό του Βελγίου. Μέχρι το βράδυ της απονομής των χρυσών αγαλματιδίων, όπου θα μάθουμε ποια θα είναι η τύχη του «Close», διαπιστώστε στην παρακάτω συνέντευξη πώς, εκτός από ταλαντούχος και φωτογενής, ο Λούκας Ντοντ είναι και ένας πολύ πρόθυμος ομιλητής. Τόσο πρόθυμος (στα λόγια) ώστε προλάβαμε μόνο τέσσερις ερωτήσεις να του απευθύνουμε στη μισή ώρα που διήρκεσε η κουβέντα μαζί του.
Με τους δυο ανήλικους πρωταγωνιστές του στην επίσημη πρεμιέρα των Καννών
«Είναι ακόμη πολύ δύσκολο για έναν άντρα να πει σε έναν άλλον άντρα ότι τον αγαπάει ή να τον αγκαλιάσει ή να ξαπλώσει δίπλα του»
Καθώς ταξιδεύετε διαρκώς με την ταινία τους τελευταίους μήνες, παρουσιάζοντάς την στο κοινό παγκοσμίως και συζητώντας την, ζώντας μαζί της κατά κάποιον τρόπο, αναρωτιόμουν αν νιώθετε πλέον περισσότερο κοντά της ή αν αισθάνεστε αποκομμένος από αυτήν, όσο περνάει ο χρόνος.
Αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση. Νομίζω πως όταν ολοκληρώνω μια ταινία ή τελειώνω τη διαδικασία μιας ταινίας, για μένα δεν είναι πλέον ταινία. Είναι μια συλλογή από λεπτομέρειες, από δυνατότητες, από στιγμές που έχω προσπαθήσει να αποτυπώσω μέσα για χρόνια. Οπότε, όταν τελειώνω μια ταινία, μου είναι αδύνατο να την παρακολουθήσω πια. Μπορώ μόνο να τη δω με τα μάτια όσων έρχονται να τη δουν. Όσο γυρίζω τον κόσμο κι έχω ανθρώπους που μου μιλούν για την ταινία, αισθάνομαι ότι έρχομαι εκ νέου σε επαφή μαζί της. Γιατί οι άνθρωποι αυτοί δεν βλέπουν με τον τρόπο που βλέπω εγώ τις εικόνες, τους ήχους, το τι πέτυχε ή δεν πέτυχε. Όχι, βλέπουν τη μεγαλύτερη εικόνα κι αυτό είναι το δώρο της εμπειρίας μου μαζί τους: μου δίνεται η ευκαιρία να συνδεθώ με τον αντίκτυπο και τα συναισθήματα που προκαλεί το έργο μου σε κάποιον. Και είναι πανέμορφο το γεγονός ότι, με κάθε διαφορετικό άνθρωπο που μιλάω, το «Close» γίνεται μια διαφορετική ταινία. Δεν είναι μία πλέον η ταινία, αλλά μεταμορφώνεται σε άλλες εκδοχές της.
Το θέμα που βρίσκεται στο επίκεντρο της ταινίας, και το οποίο είναι συνετό να μην απoκαλύψουμε σε θεατές που δεν έχουν δει ακόμη το «Close», είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητο. Εσείς, όμως, το χειριστήκατε με διακριτικό και αξιέπαινο τρόπο που προδίδει πόσο προστατευτικός νιώσατε εξαρχής απέναντί του.
Όπως είπατε, είναι ένα θέμα που απαιτεί πολλή φροντίδα και προσοχή στον τρόπο με τον οποίο προσπαθείς να το θίξεις. Το πρώτο και κύριο πράγμα που επιδίωξα με την ταινία ήταν να βρω τον τρόπο προκειμένου να μιλήσω για το ανείπωτο. Καθημερινά ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη βαναυσότητα αυτού του κόσμου. Κι αισθάνομαι ότι δεν έχουμε μιλήσει αρκετά για το πώς αυτή η βαναυσότητα μπορεί να στραφεί επίσης εσωτερικά και να επηρεάσει την ευθραυστότητα πολλών από εμάς.
Καμιά φορά όταν κάνουμε μαύρες σκέψεις δεν τολμούμε να τις εκφράσουμε, δεν τολμούμε να τις πούμε γιατί νιώθουμε ντροπή ή νιώθουμε ενοχή. Πρέπει να μοιραζόμαστε όμως αυτές τις σκέψεις για να νιώθουμε έτσι λιγότερο μόνοι. Κι αυτό πρέπει να το λάβουμε ακόμη πιο σοβαρά υπόψη σε συνάρτηση με τους νέους ανθρώπους. Τους φανταζόμαστε συχνά να πορεύονται χωρίς έγνοιες και σκοτούρες ή πιστεύουμε ότι το σκοτάδι δεν έχει ακόμη τρυπώσει στις ζωές τους και άρα δεν μπορεί να τους αγγίξει. Όμως τα πράγματα δεν είναι πάντα ρόδινα και δεν είναι εξίσου απλά για όλους. Νιώθω, λοιπόν, ότι πρέπει να αποστιγματίσουμε για λογαριασμό τους την όποια κουβέντα γύρω από το ζήτημα της ψυχικής υγείας. Κι αντί στο σχολείο να δίνουμε σημασία μόνο στα λατινικά ή στα μαθηματικά ή στην επιστήμη, θα πρέπει πλέον να δείχνουμε στα παιδιά πώς να διαμορφώνουν και να καλλιεργούν την εσωτερική τους γλώσσα. Ώστε να μπορούν να εκφράζουν με θάρρος όσα τους φοβίζουν.
«Μπορεί τα μικρά παιδιά να μην έχουν το λεξιλόγιο για να εκφράσουν τα δύσκολα θέματα της ζωής, έχουν όμως τα συναισθήματα»
Πώς καταφέρατε να εξοικειώσετε δύο έφηβους ηθοποιούς με ιδέες και πραγματικότητες ενηλίκων, που δεν είναι μόνο σκληρές ή δύσκολες, αλλά θεωρώ και εντελώς άγνωστες σε αυτούς. Θέλω να πω, πώς επικοινωνήσατε αυτές τις ιδέες στους δύο μικρούς πρωταγωνιστές σας;
Πάντοτε λέω πως μπορούμε να μάθουμε πολλά πράγματα ακούγοντας τους 13χρονους. Νομίζω πως μιλούν με μια ουσιαστική αγνότητα γιατί είναι ακόμη τόσο συνδεδεμένοι με την καρδιά τους και δεν λογοκρίνουν τον εαυτό τους, ούτε αισθάνονται την ανάγκη να απαντούν με βάση όσα η κοινωνία γύρω τους προστάζει. Όταν θα προβληματιστούν για κάτι, υπάρχει αυτού του είδους η ανόθευτη και πλήρης αγνότητα στον συλλογισμό τους σε σημείο που, αν πραγματικά τους ακούσεις, συχνά θα σε οδηγήσουν στον πυρήνα των πραγμάτων.
Μία από τις πιο θεαματικές στιγμές που νομίζω πως έζησα στη διαδικασία πραγματοποίησης αυτής της ταινίας ήταν το τι μου είπαν τα παιδιά όταν διάβασαν το σενάριο, τι συζητήσαμε μαζί. Και νομίζω πως όσα μου είπαν αναδιαμόρφωσαν σε καταλυτικό βαθμό αυτό που έγινε η ταινία. Γιατί μπορεί να μην έχουν ακόμη το λεξιλόγιο ώστε να εκφράσουν τα κεντρικά θέματα της ταινίας, είτε είναι η φιλία (που αποτελεί την πιο σημαντική σχέση της ζωής τους αυτήν την στιγμή) είτε είναι η αρρενωπότητα είτε είναι το πένθος, σίγουρα όμως έχουν τα συναισθήματα. Οπότε, τοποθετώντας τον εαυτό μου επί ίσοις όροις απέναντι τους από την αρχή, δεν φοβήθηκα να μιλήσω μαζί τους ανοιχτά για τα πολύ δύσκολα πράγματα, γιατί θεωρώ ότι πολύ συχνά δεν τολμάμε να το κάνουμε. Και θα έπρεπε.
Το «Close» είναι κατά έναν τρόπο μια ταινία για την αρρενωπότητα και την οικειότητα. Γιατί πιστεύετε ότι αυτά τα δύο πράγματα εξακολουθούν να παραμένουν μέχρι σήμερα τόσο μακριά το ένα από το άλλο;
Νομίζω πως η κοινωνία διδάσκει από πολύ νωρίς στον άντρα ότι ο μόνος τρόπος για να βρει την οικειότητα είναι μέσω του σεξ. Οι εικόνες που εισπράττουμε καθημερινά από την τηλεόραση, τις ειδήσεις και τη διαφήμιση ποτέ δεν θα απεικονίσουν δυο άντρες στο ίδιο κρεβάτι ή αγκαλιά. Δεν έχουμε συνηθίσει να τους βλέπουμε σε συνθήκες τρυφερότητας και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι πολύ πιο δύσκολο για έναν άντρα να πει σε έναν άλλον άντρα ότι τον αγαπάει ή να τον αγκαλιάσει ή να ξαπλώσει δίπλα του με τον ίδιο τρόπο που οι γυναίκες το έχουν καταφέρει. Είναι πολύ σημαντικό ωστόσο να αποδομήσουμε αυτό το σύμπαν στο οποίο τέτοιες εικόνες δεν χωρούν ή δεν θεωρούνται αποδεκτές. Γιατί αποδομώντας το, αυτομάτως δημιουργούμε μια νέα συνθήκη, ένα νέο περιβάλλον στο οποίο κάθε οικειότητα να είναι αυτονόητη.
Το «Close» προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από την εταιρεία AMA Films και ήταν η επίσημη ταινία λήξης του 28ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας. Η κεντρική φωτογραφία του Λούκας Ντοντ ανήκει στη Μαϊλί Στερκεντρί.