Νίκος Κορνήλιος: «Το Τραγουδώ Αν Τραγουδάς ήθελα να είναι αντίδοτο στον καιρό των αυτάρεσκων, μοναχικών ανθρώπων» - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
12:21
1/9

Νίκος Κορνήλιος: «Το "Τραγουδώ Αν Τραγουδάς" ήθελα να είναι αντίδοτο στον καιρό των αυτάρεσκων, μοναχικών ανθρώπων»

Η νέα ταινία του Έλληνα δημιουργού προβάλλεται από την Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου στον θερινό κινηματογράφο Λαΐς της Ταινιοθήκης της Ελλάδος και είχαμε την πολύτιμη ευκαιρία να μοιραστούμε μαζί του σκέψεις που ξεκινούν από μια δύσκολη πραγματικότητα, αλλά προσβλέπουν στην «αναγωγή του καθημερινού στο μαγικό».

Συνέντευξη στον Ηλία Δημόπουλο

Ο Νίκος Κορνήλιος επιστρέφει απανωτά στο «Η Τέχνη Καταστρέφει» με μια περίπου αντιδιαμετρική διάθεση, νοσταλγική, με ένα σκύψιμο πάνω σε ανθρώπινες ιστορίες, μια έμπνευση για την σημασία του να κοιτάξουμε να είμαστε ουσιωδώς κοντά. Η καινούργια του ταινία θωρεί μια τέχνη που ενώνει, μια τέχνης μέθεξης. Όχι όμως ουτοπικά, παρότι το μοντεβιδέο του («με μικρό μ», όπως λέει ο ίδιος), έχει έναν αέρα «Κυθήρων», ενός τόπου που όλο τον αναζητούμε κι όλο ξεγλιστρά. Αλλά μιας χειροπιαστής πραγματικότητας, που συναντά, συνέρχεται και συνεπαίρνεται από τον Χρόνο, που ακούει με έγνοια την αφήγηση καθενός από τους πολυάριθμους ανθρώπους του, που με όχημα την Μουσική ξεκινά ένα ελπιδοφόρο ταξίδι, από την Ευρώπη στην Λατινική Αμερική ακόμα και την Καραϊβική, από το άτομο στο σύλλογο, από την μονάδα στην κοινότητα.

Συγχαρητήρια για το έργο, τιμή μας η πρεμιέρα του στις Νύχτες μας (η ταινία έκανε πανελλήνια πρώτη στο 26ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας, τον Σεπτέμβριο του 2020) και όλες οι ευχές, στην δύσκολη αυτή περίοδο, να βρει το κοινό του. Πώς γεννήθηκε το «Τραγουδώ Αν Τραγουδάς»;

Ευχαριστώ. Χαίρομαι κι εγώ ιδιαίτερα που οι Νύχτες Πρεμιέρας υποδέχονται την ταινία. Νιώθω ότι είναι ο φυσικός της χώρος. Η ζωντανή σχέση με το κοινό και το υψηλό επίπεδο των κινηματογραφικών επιλογών δημιουργούν ένα εξαιρετικό πρώτο βήμα.

Στη γέννηση της ταινίας συνέκλιναν τρεις παράγοντες: η μακρόχρονη φιλία μου και η βαθιά μου εκτίμηση για τους δυο κεντρικούς χαρακτήρες, τον Γιάννη Πετσόπουλο και τον Paris Ferraro, που είναι δυο αφοσιωμένοι άνθρωποι του θεάτρου και πολίτες του κόσμου. Η ανάγκη μου να μιλήσω, στην εποχή μας, για τη σημασία της Κοινότητας και του Μοιράσματος. Τέλος, η επιθυμία μου για ένα νέο πολυφωνικό έργο, στα χνάρια της «Μητριαρχίας», αλλά με πολλά και αλληλοεξαρτώμενα επίπεδα αυτή τη φορά. Ήθελα να δοκιμάσω μια ανοιχτή φόρμα όπου μπορούν να σταθούν δίπλα-δίπλα το δραματικό και το κωμικό, το ρεαλιστικό και το μεταφυσικό, η μουσική και η πρόζα, ο σύγχρονος χορός και τα τραγούδια της γιορτής, το πειραματικό και το κλασσικό. Το φιλόδοξο αυτό σχέδιο υλοποιήθηκε χάρη στη συνεργατική και ενθουσιώδη συμμετοχή εβδομήντα συνεργατών: ηθοποιών, μουσικών, χορευτών και τεχνικών υψηλού επαγγελματικού επιπέδου. 

Nαι, είμαι αισιόδοξος. Απελπιστικά αισιόδοξος θα έλεγα! Συνεχίζω να φτιάχνω ταινίες!

Υπάρχει σινεμά και δημιουργοί του που να τους αισθάνεστε «συγγενικούς», που κατά κάποιο τρόπο στέκονται στον ώμο σας την ώρα της δουλειάς;

Τόσοι πολλοί, τόσο διαφορετικοί και τόσο σπουδαίοι που προχωρώ με του ώμους κυρτούς! Για αυτό και με μια κίνηση, την ώρα τη δουλειάς, τους αποτινάζω από πάνω μου, να μπορώ να κινηθώ ελεύθερα! Ξέρετε, σε κάθε έργο θέλω να ανακαλύπτω τον κινηματογράφο από την αρχή. Κάθε νέα ταινία να μη μοιάζει με τις προηγούμενες. Έτσι έχω κάθε φορά άλλους «προστάτες αγίους». Μαντέψτε ποιοι μπορεί να είναι σε αυτήν την ταινία! Αισθάνομαι, όμως, διαχρονικά «δικούς μου» κάποιους σκηνοθέτες, όπως ο Λουί Μαλ, που μεταμορφώνονται από έργο σε έργο. 

Αισθανόμουν διαρκώς, βλέποντάς την, μια λίγο (πολύ, μάλλον) νοσταλγική διάθεση επανένωσης. Με την προσωπική ιστορία, με την γεωγραφία μιας ζωής, με τον διπλανό. Διακατέχεται όντως το έργο από την νοσταλγία αυτή κι αν ναι θέλει και να την υπερβεί;

Ο Παράδεισος (και κάθε Ουτοπία) είναι μια Νοσταλγία της ενότητας, της αρμονίας, της παιδικής ηλικίας. Τα παιδιά έχουν επιτακτική ανάγκη, για να συγκροτηθούν, το παραμύθι. Όχι σαν διασκέδαση, αλλά σαν τροφή, σαν συνεκτικό υλικό ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη φαντασία, σαν κάτι που δίνει νόημα στον τρόμο του χρόνου (αφήγηση). Συνεχίζουμε, και ως ενήλικοι, να έχουμε αυτήν τη ζωτική ανάγκη. Διαφορετικά εκπίπτουμε στον πιο κυνικό και απάνθρωπο υλισμό. Η Φιλότης (του Εμπεδοκλή), ως η δύναμη επανένωσης που μορφοποιεί τα πράγματα, είναι, θα έλεγα,  μια κυτταρική νοσταλγία που επιθυμεί την επανένωσή μας με τον Κόσμο. Ξεκινώντας από την ένωση με τον διπλανό/ή. Η ταινία όχι μόνο δεν θέλει να υπερβεί αυτήν τη «νοσταλγία» αλλά, αντίθετα, την υλοποιεί!

Αυτή είναι και η μεγάλη δύναμη του κινηματογράφου: να αναγάγει το καθημερινό σε μαγικό, το τετριμμένο σε ποίηση.

Το περιβάλλον της ταινίας γονιμοποιείται από την μουσική. Από την «Κάρμεν» στην Πιαφ και από το τάνγκο στην latin ψυχή, ακόμα και ο τίτλος είναι μουσική. Πόσο κοντά είναι για σας η μουσική με το σινεμά;

Έγραφα μουσική πριν στραφώ στον κινηματογράφο. Συνεχίζω κατά κάποιον τρόπο να γράφω μουσική πραγματοποιώντας μια ταινία. Είναι μια βίαιη διαδικασία όπου πρέπει να παλέψεις με πολλές αντιξοότητες, πρακτικές και οικονομικές, με «βρώμικα» υλικά, για να αρθεί όλη αυτή η υλικότητα στην κατάσταση της μουσικής. Αυτή η περιπέτεια είναι αυτό που με γοήτευσε και συνεχίζει να με γοητεύει στον κινηματογράφο. Οι ταινίες δεν έχουν ανάγκη από μουσική, πρέπει να είναι μουσική. Εδώ, στο «Τραγουδώ αν Τραγουδάς», επειδή έχουμε να κάνουμε με μια μουσική ταινία, η μουσική είναι συστατικό στοιχείο της δραματουργίας και όχι εξωτερική παρέμβαση.

Κοντά στο τέλος, φτάνουμε σε μια παροιμιώδη οπτικοακουστική σύμμειξη, κάτι σαν, επιτρέψτε μου το αδόκιμο, «λατινογενές βουντού». Υπάρχουμε τελικά χωρίς μια κάποια μαγεία;

Ο κόσμος μας έχει σίγουρα «απομαγευτεί» αλλά και στον πυρήνα της πιο σύγχρονης τεχνολογίας η «μαγεία» είναι εκεί. Παραμένουμε παιδιά - και ο Κόσμος είναι ακόμα στην παιδική του ηλικία - που με το στόμα ανοιχτό, θέλουμε να ακούμε θαυμαστές ιστορίες. Κυρίως όταν οι ιστορίες αυτές παράγουν το θαύμα τους μέσα από τα υλικά της φθαρτής ζωής μας. Αυτή είναι και η μεγάλη δύναμη του κινηματογράφου: να αναγάγει το καθημερινό σε μαγικό, το τετριμμένο σε ποίηση.

Η αρχή και το τέλος «βλέπουν» την θάλασσα. Η ίδια η σεναριακή σύλληψη, ενός μπαρ-καταφυγίου όλων των ανθρώπων κι όλων των φυλών, μοιάζει με Κιβωτό ενός είδους που πασχίζει να σωθεί. Αισιοδοξείτε;

Ωραία παρατήρηση. Πρόκειται, ναι, για μια Κιβωτό, έξω από το χώρο και το χρόνο. Δεν ξέρω αν υπάρχει, γενικά, «σωτηρία», αλλά σίγουρα μπορούμε να ξεπεράσουμε πολλούς κατακλυσμούς με ένα γερό σκαρί! Πιστεύω ότι μπορούμε να την κατασκευάσουμε αυτή τη μεγάλη κοινή μας κιβωτό (η κατασκευή της έχει από καιρό αρχίσει παρά τις διαφωνίες των μαστόρων!).  Όχι για να «σωθούμε», αλλά για να υπάρξουμε. Με όλη τη σημασία της λέξης. Είναι θέμα επιλογής. Είμαστε σε ένα καθοριστικό σταυροδρόμι επιλογής: η οικονομική κρίση, η κρίση του περιβάλλοντος, η κρίση της δημοκρατίας… Αλλά ναι, είμαι αισιόδοξος. Απελπιστικά αισιόδοξος θα έλεγα! Συνεχίζω να φτιάχνω ταινίες!

Στην προηγούμενη ταινία σας η Τέχνη...κατέστρεφε [σ.σ. «Η Τέχνη Καταστρέφει» (2019)]. Εδώ μοιάζει να σώζει, αν μη τι άλλο, φέρνοντας έναν αέρα συνύπαρξης, ένα «μαζί - και βλέπουμε». Αν ο κορονοϊός ήταν μια συμβολική ασθένεια της αποξένωσής μας, θα λέγατε ότι η ταινία, και η Τέχνη συνολικά, μπορούν να αποτελέσουν πραγματικό αντίδοτο;

«Η Τέχνη Καταστρέφει» συγκροτεί με το «Τραγουδώ αν Τραγουδάς» ένα αντιθετικό δίπτυχο. Η πρώτη εστιάζει, μέσα από την αυστηρή μορφή της Τραγωδίας, στην σκοτεινή πλευρά της τέχνης, εκεί όπου η πνευματική εξουσία μπορεί να είναι τόσο αδίστακτη όσο καμία άλλη εξουσία. Η δεύτερη, μέσα από μια ανοιχτή, αυτοσχεδιαστική μορφή, μιλάει για την ζωοδότρια σχέση τέχνης και καθημερινότητας, εκεί όπου η τέχνη εντάσσεται μέσα στην ίδια τη ζωή, ταυτίζεται, δεν διαφοροποιείται. Η Τέχνη, έτσι όπως ορίζεται στον κόσμο μας, δεν μπορεί πολλά. Ας μην είμαστε αλαζόνες, κυρίως όσοι ασχολούμαστε με αυτήν. Πιστεύω ότι μόνο η Πολιτική, αλλά ως ύψιστη Τέχνη-της-Κοινής-Ζωής, μπορεί. Αλλά εκεί έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε. Ζούμε τoυς καιρούς της Αυτάρκειας, του «να τα έχουμε καλά με τον εαυτό μας». Ζούμε τον καιρό των αυτάρεσκων, μοναχικών ανθρώπων. Αυτό επιτάσσει η βιοπολιτική. Αυτή η ταινία, αντίθετα, μιλάει για τη μοιρασμένη ζωή ως την αληθινά βιωμένη ζωή, ως αντίδοτο στην αποξένωση, ως τη μόνη οδό για «να τα έχουμε καλά με τον εαυτό μας».

Σας ρωτά κάποιος μια λέξη, σαν rosebud, που να μπορεί να περιγράψει την εμπειρία της ταινίας. Ποια θα ήταν;

montevideo: (με m μικρό) κάτι υπαρκτό και υπερβατικό ταυτόχρονα, οικείο και μακρινό, φιλικό και ξένο…

Σας ευχαριστώ πολύ.

Κι εγώ σας ευχαριστώ για τις πολύ ενδιαφέρουσες ερωτήσεις.

INFO
Η ταινία «Τραγουδώ αν Τραγουδάς» του Νίκου Κορνήλιου θα προβάλλεται από την την Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου στο θερινό Λαΐς της Ταινιοθήκης της Ελλάδος.

Ταινιοθήκη της Ελλάδος - Λαΐς (Θερινό)
Ιερά Οδός 48 & Μεγάλου Αλεξάνδρου 134-136, Γκάζι (ΜΕΤΡΟ Κεραμεικός)
Τηλέφωνο Επικοινωνίας: 2103609695