Η «Ευτυχία» του Άγγελου Φραντζή, μία από τις πιο αναμένομενες ελληνικές ταινίες της χρονιάς, έρχεται στις αίθουσες και το ΣΙΝΕΜΑ είχε την τιμή να συναντήσει την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Ακολουθεί η μποέμ μελωδία της «Ευτυχίας» μέσα από ένα ποταμό 5.500 λέξεων.
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη αγαπά πολύ το σινεμά και ας μην έχει κάνει τόσο όσο θα ήθελε. Φέτος, μέσα στο δύσκολο πρόγραμμά της, κατάφερε να χωρέσει τα γυρίσματα της «Ευτυχίας», της νέας ταινίας του πολυβραβευμένου Άγγελου Φραντζή («Μέσα στο Δάσος», «Σύμπτωμα», «Ακίνητο Ποτάμι») που εμπνέεται από τη συναρπαστική - όσο και τραγική - ζωή της πρωτοπόρου Ελληνίδας στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Στην ταινία η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη μοιράζεται το ρόλο με την εξαιρετική Κάτια Γκουλιώνη («Πολυξένη», «Ακίνητο Ποτάμι»), η οποία ερμηνεύει την Ευτυχία σε νεαρότερη ηλικία.
Αρχές Σεπτέμβρη τηλεφώνησα στην Κα Καραμπέτη για να κανονίσουμε τη συνέντευξη και παρά τον ελάχιστο χρόνο που είχε ανάμεσα σε παραστάσεις, πρόβες και γυρίσματα (τα οποία ολοκληρώθηκαν 20 Σεπτεμβρίου) έφτασε στο ραντεβού μας με ακρίβεια και διάθεση να μιλήσει ένθερμα για την ταινία.
Μόνο που όταν έχεις απέναντι την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη του Ανοιχτού Θεάτρου και της Πειραματικής Σκηνης, τον «Γλάρο» του Τσέχωφ (δεν θα ξεχάσω ποτέ την παράσταση του Γιούρι Λιουμπίμοφ στο θέατρο Διονύσια το 1993) και τη Μάρθα των «Βαμμένων Κόκκινων Μαλλιών», μία ηθοποιό που όρισε με συνέπεια μία ποιοτική καριέρα πολυσυλλεκτικών συνεργασιών και συνεχίζει με καθαρότητα στόχου, η συνέντευξη γίνεται εύκολα μία απολαυστική κουβέντα. «Θα σας μιλήσω στον ενικό αν το κάνετε κι εσείς», μου είπε και ήταν σαν να γνωριζόμασταν καιρό.
Δεν λες όχι σε έναν τέτοιο ρόλο. Δεν λες όχι σε μία συνεργασία με τον Άγγελο Φραντζή, σε μία τέτοια παραγωγή.
Θεατρικές παραστάσεις, πρόβες και παράλληλα γυρίσματα της «Ευτυχίας». Όλες αυτές οι υποχρεώσεις συνοψίζουν και την ευτυχία που νιώθεις ως ηθοποιός;
Όχι με αυτούς τους ρυθμούς! Είμαι ευτυχής γιατί μου δίνονται ευκαιρίες να συνεργάζομαι με ανθρώπους που εκτιμώ και αγαπώ σε έργα και ρόλους που μου αρέσουν πολύ. Αυτή είναι σίγουρα η ευτυχία του ηθοποιού, αλλά δεν είναι πάντα ιδανικές οι συνθήκες.
Και οι αντοχές. Ήταν ένα θερμό, επαγγελματικά καλοκαίρι για ‘σένα.
Ναι, στη δουλειά μας, μία σεζόν μπορεί να τύχει και να μην κάνεις τίποτα και μετά να πέσουν όλα μαζί. Τώρα, λοιπόν, σε ένα δίμηνο έγιναν πολλά πράγματα παράλληλα. Είχα ήδη ανειλημμένες υποχρεώσεις με τις «Νεφέλες», που ανέβηκαν σε περιοδεία και στην Επίδαυρο, έχω ξεκινήσει εδώ και μία εβδομάδα με τον Χουβαρδα πρόβες για τη «Λούλου», ενώ συνεχίζονται τα γυρίσματα της «Ευτυχίας».
Ήξερα, όμως, το πώς θα ήταν το πρόγραμμά μου όταν έγινε η πρόταση της «Ευτυχίας», αλλά δεν μπορούσα να πω όχι. Δηλαδή δεν λες όχι σε έναν τέτοιο ρόλο. Δεν λες όχι σε μία συνεργασία με τον Άγγελο Φραντζή, σε μία τέτοια παραγωγή.
Οι υποχρεώσεις στο θέατρο σε έχουν κρατήσει μακριά από τον κινηματογράφο;
Ακριβώς. Δεν μπορείς καταρχάς να λείψεις από την Αθήνα, αν τα γυρίσματα γίνονται εκτός. Έτσι εκ των πραγμάτων είναι αδύνατο. Έχω χάσει πολλούς σημαντικούς ρόλους και πολύ σημαντικές ταινίες.
Δηλαδή η αγάπη για το θέατρο πρόδωσε το σινεμά;
Δεν θα χρησιμοποιούσα μία τόσο βαριά λέξη όπως η προδοσία. Η αγάπη είναι πάντα εκεί, υπάρχει και δεν μπορεί να προδοθεί από τίποτε και από κανένα γεγονός. Απλώς δεν μπορούσα για τους παραπάνω λόγους.
Αν εξαιρέσουμε τη συμμετοχή σου στην «Ηλέκτρα» του Πέτρου Σεβαστίκογλου, μιλάμε για σχεδόν 20ετή απουσία από το «Black Out» του Καραμαγγιώλη και τον «Εργένη» του Παναγιωτόπουλου. Θυμάμαι σε παλαιότερες συνεντεύξεις σου στο περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, να μιλάς με ενθουσιασμό για ένα κινηματογραφικό μέλλον.
Ανάμεσα στην ταινία του Μενέλαου και του Πέτρου είχε μεσολαβήσει μία ακόμη που είχα κάνει στην Τουρκία με μία Τουρκάλα σκηνοθέτιδα, τη Σέτσκιν Γιασάτζ, η οποία ενώ ήταν ελληνοτουρκική παραγωγή τελικά δεν προβλήθηκε ποτέ στην Ελλάδα. Φέτος, λοιπόν, πήρα την απόφαση να απαρνηθώ τον ύπνο, την ξεκούραση και τις διακοπές μου για την «Ευτυχία».
Το αλλάζω λοιπόν. Η αγάπη για το σινεμά πρόδωσε το καλοκαίρι.
(γέλια). Επιμένεις στην προδοσία! Είναι μία λέξη που δεν μου αρέσει καθόλου, παρότι τη συναντάμε στη ζωή μας συχνά. Είναι μία λέξη που δεν με αντιπροσωπεύει. Δεν το κάνω εγώ, τουλάχιστον όχι συνειδητά ή ηθελημένα.
Επηρέασε το δικό σου «ναι» το γεγονός πως υπάρχει μία σύνδεση του έργου με την πρόσφατη θεατρική παράσταση;
Πρόκειται για δυο διαφορετικά πράγματα, από διαφορετικούς ανθρώπους. Άλλο το θεατρικό έργο και άλλο το σενάριο μιας ταινίας. Το θεατρικό είναι ο μονόλογος μιας γυναίκας, της ίδιας της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, ως μία αφήγηση που ταξιδεύει στην προσωπική της μνήμη. Στην ταινία υπάρχουν πολλά πρόσωπα, εξωτερικοί χώροι και χρόνος που διατρέχει ιστορικά μία περίοδο από τη Μικρασιατική καταστροφή μέχρι το θάνατό της. Η γλώσσα του θεάτρου και του κινηματογράφου άλλωστε διαφέρουν πολύ. Προφανώς και τα δύο κείμενα βασίστηκαν σε κοινές πηγές, όπως το βιβλίο που έγραψε η εγγονή της, Ρέα Μανέλη, αλλά και υλικό από συνεντεύξεις ή μαρτυρίες που υπάρχουν από συγγενείς. Για παράδειγμα υπάρχει εν ζωή ένας εγγονός της, από τη δεύτερη κόρη της τη Μαίρη, ο Αλέξης Πολυζωγόπουλος, ένας υπέροχος άνθρωπος, με τον οποίο συναντηθήκαμε και μας είπε πολλά γεγονότα που δεν έχουν καταγραφεί στα κείμενα. Στην ταινία υπάρχει μία σκηνή όπου πρωταγωνιστεί ο μικρός Αλέξης και αποτελεί ανάμνηση δική του.
Η φιλμογραφία του Άγγελου Φραντζή περιλαμβάνει ταινίες αλληγορικές, με μία ονειρική αφήγηση. Πώς διαχειρίστηκε το προσωπικό του ύφος σε μία κινηματογραφική βιογραφία, είδος που ενδεχομένως μπορεί να θεωρηθεί πιο συμβατικό;
Με τρομερή άνεση και τρομερή γνώση, σαν να υπήρχε από πίσω πείρα χρόνων στο είδος, κάτι που μου έκανε εξαιρετική εντύπωση. Κάναμε πολλές πρόβες, αλλά ακόμα και τώρα στα γυρίσματα, ο Άγγελος έχει μία κινηματογραφική αίσθηση ρυθμού. Ξέρει πολύ καλά πως να χρησιμοποιεί τον διάλογο στο σενάριο ή τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να μιλήσουν οι ηθοποιοί, ώστε να αποκαλυφθεί το χιούμορ, να πετύχει την ταχύτητα της σκέψης και τη γρηγοράδα του πνεύματος. Πως δηλαδή να αποδώσει την ευστροφία της Ευτυχίας και το χιούμορ της, αυτή την πηγαία ώθηση να πει μία ατάκα που δεν χωρά σκέψη, ούτε αμφισβήτηση. Από την άλλη προσέχει να μη στερεί καθόλου από την ταινία τους εσωτερικούς της ρυθμούς, για να την ισορροπεί και να βγάζει το πολύπλευρο της προσωπικότητας και της ιστορίας. Αυτή η γυναίκα είναι η ιστορία της Ελλάδας.
Αυτό ακριβώς ήθελα να σε ρωτήσω. Πως νιώθεις που υποδύεσαι μία γυναίκα, η πολυτάραχη ζωή της οποίας διατρέχει μία εξίσου ταραχώδη ιστορική περίοδο μιας χώρας;
Καταρχάς δεν σηκώνω το βάρος όλων των ηλικιών και όλου του χρόνου μόνη μου. Παράλληλα είναι και η Κάτια Γκουλιώνη, η οποία είναι εξαιρετική. Δεν τη γνωρίζω μόνο από το «Ακίνητο Ποτάμι», την υπέροχη δουλειά που έκαναν τα παιδιά και στην οποία η Κάτια έδωσε μία παράξενη, μυστικιστική διάσταση στο ρόλο, αλλά και από τη «Ζωή εν Τάφω» που κάναμε φέτος στην ΕΡΤ. Εκεί η Κάτια έπαιζε την κόρη μου κατά σύμπτωση, οπότε την γνώριζα ήδη.
Δεν μπορείς να είσαι 100% το υπαρκτό πρόσωπο. Εδώ παίζει ρόλο η φαντασία της καθεμιάς μας και πάντα μέσα από τη ματιά του Άγγελου.
Και πως δουλέψατε από κοινού τον ρόλο; Είναι κάτι που χρειάζεται συντονισμό ερμηνειών και την ίδια στιγμή να έχει αποτύπωμα από δυο ξεχωριστές ηθοποιούς.
Δουλέψαμε σε πρώτη φάση πάρα πολύ οι τρεις μας. Ο Άγγελος, η Κάτια κι εγώ συναντιόμασταν μέρα παρά μέρα και κάναμε πολλές συζητήσεις και πολλούς αυτοσχεδιασμούς. Ο Άγγελος μας έδινε κοινά θέματα προς αυτοσχεδιασμό κι εμείς έπρεπε να ανταποκριθούμε. Ξεκινούσε η μία και έπαιρνε τη σκυτάλη η άλλη, μετά έμπαινε στον αυτοσχεδιασμό η πρώτη και ούτω καθεξής.
Πρόκειται για μία δημιουργική ιδέα που μπορεί να δούμε και στην ταινία;
Όχι, στην ταινία η αφηγηματική γραμμή είναι καθαρή και λειτουργεί κυρίως μέσω flashback, για να μην υπάρχει και το σοκ της αλλαγής στα μάτια των θεατών. Κανένας από τους υπόλοιπους ρόλους δεν αλλάζει, θα γινόταν διαφορετικά ένα χάος, και επίσης οι άλλοι ηθοποιοί δεν μοιράζονται την ίδια έκταση χρόνου όσο η Κάτια και εγώ. Βασικός κορμός της ταινίας είναι μία αφιερωματική παράσταση, μία τιμητική εκδήλωση για την Ευτυχία στην οποία έχουν έρθει κι άλλοι επώνυμοι χαρακτήρες, από τον Χιώτη και τον Καλδάρα μέχρι τον Χατζιδάκι. Αυτο διατρέχει σαν άξονας την ταινία και τα τραγούδια που ακούγονται εκεί σχολιάζουν ή ανακαλούν τη μνήμη των γεγονότων.
Πόσο σουρεαλιστική μπορεί να ήταν η ανασύσταση της εποχής;
Μία ζωή δεν μπορεί να χωρέσει μέσα σε μία ταινία, αλλά μπορεί να εστιάσει σε συγκεκριμένες περιόδους της. Προσπαθήσαμε λοιπόν να έχουμε συνέπεια, χωρίς να χάνεται η αίσθηση της δημιουργικότητας. Στην τελική, η κινηματογραφική γλώσσα οφείλει να υπηρετήσει το έργο μέσα από τις συμβάσεις της.
Και εσείς έπρεπε να ανακαλύψετε έναν ερμηνευτικό χώρο υποδυόμενες μία αληθινή προσωπικότητα.
Η δυσκολία ήταν πως έπρεπε να γίνει και από τις δυο. Θα επανέλθω στη δουλειά που προηγήθηκε των γυρισμάτων. Μετά τις πρόβες που κάναμε με την Κάτια και τον Άγγελο, μπήκαν στην πορεία και τα άλλα πρόσωπα που σχετίζονταν με τις δυο μας. Εκεί παρακολουθήσαμε πια την εξέλιξη της σχέσης και ως προς τα άλλα πρόσωπα, όπως τον δεύτερο σύζυγό της που αγάπησε πολύ και κράτησε το επίθετό του, τον Γιώργο Παπαγιαννόπουλο που υποδύεται ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης και τον καλύτερο φίλο της, τον Λουκά που στάθηκε δίπλα μέχρι το θάνατό της, και τον υποδύεται ο Θάνος Τοκάκης. Τα πρόσωπα που ανήκουν στην περίοδο της καθεμιάς, δεν μπήκαν σε αυτό το παιχνίδι, γιατί η Κάτια την αναλαμβάνει από τα 25 έως τα 45 και εγώ χοντρικά από τα 55 μέχρι τα 75.
Δεν μπορείς να είσαι 100% το υπαρκτό πρόσωπο. Στις αμερικανικές ταινίες, με τους διαφορετικούς χρόνους και τα μπάτζετ μπορείς να δεις για παράδειγμα τη Θάτσερ στο πρόσωπο της Μέριλ Στριπ. Εδώ παίζει ρόλο η φαντασία της καθεμιάς μας και πάντα μέσα από τη ματιά του Άγγελου. Εκείνος έχει τον τελικό λόγο και θα επιστήσει την προσοχή μας στο γύρισμα. Λόγω χρόνου δεν είμαι παρούσα στα γυρίσματα της Κάτιας.
Αν υπήρχε όμως χρόνος θεωρείς πως κάτι τέτοιο θα ήταν δημιουργικό ή θα περιόριζε την ερμηνεία σου;
Ίσα-ίσα, καθόλου! Είδα την Κάτια στους αυτοσχεδιασμούς που ήταν μία υποθετική ματιά στην καθημερινότητα της Ευτυχίας. Στις πρόβες που κάναμε με τον Πυγμαλίωνα ή τον Θάνο μπαίναμε εναλλαξ στην αυτοσχεδιαζόμενη κουβέντα με ένα σήμα του Άγγελου, συνεχίζοντας τη σκηνή που προέκυπτε από τη φαντασία μας. Έβλεπα τι έκανε η Κάτια και μετά εκείνη παρατηρούσε εμένα και στο τέλος συζητήσουμε τα συμπεράσματά μας. Τώρα φυσικά και είμαστε δύο διαφορετικές προσωπικότητες, δύο διαφορετικά σώματα με διαφορετικά βλέμματα και ηχοχρώματα φωνής. Το να μπεις στη διαδικασία να μιμηθείς κάτι θα είχε τον κίνδυνο να φανεί περίεργο και ψεύτικο. Αποφασίσαμε λοιπόν να χειριστεί η καθεμία τα δικά της μέσα, υπηρετώντας όμως τη συνθήκη του ρόλου.
Σ’ αυτό το σημείο θα ήθελα να μιλήσουμε για την εξέλιξη της σωματικής έκφρασης και της «καταστροφής» που τη συνοδεύει. Τι συμβαίνει δηλαδή στο πρόσωπο και στο σώμα. Στην ταινία υπάρχουν τρία στάδια γήρανσης και η Κάτια έχει υποστεί ήδη μία μεγάλη αλλαγή. Όταν αναλαμβάνω εγώ την Ευτυχία μπαίνουν στο πρόσωπό μου λάτεξ, ρυτίδες που αποτυπώνουν ένα μακιγιάζ γήρανσης που με απασχολεί δύο ώρες πριν την έναρξη του γυρίσματος. Η Δήμητρα Γιατράκου και οι βοηθοί της στο μακιγιάζ είναι εξαιρετικοί και κάναμε πάρα πολλά τεστ πριν καταλήξουμε στην τελική εμφάνιση. Σκέψου πως πλάθει κάθε ρυτίδα ξεχωριστά, σε όλες τις δυνατές κατευθύνσεις και γωνίες του προσώπου και του λαιμού. Γι’ αυτό φροντίσαμε τα γυρίσματα να οργανωθούν με κριτήριο την ίδια χρονολογική περίοδο και την εμφάνιση της Ευτυχίας. Είναι κάτι που πρέπει να γίνει με πολύ προσοχή γιατί σε διαφορετικό κάδρο ή γωνία και αναλόγως με τον εσωτερικό ή εξωτερικό χώρο, το μακιγιάζ δεν πρέπει να φαίνεται. Δεν πρέπει να δίνει την αίσθηση του ψεύτικου.
Πόσο επηρεάστηκε η ερμηνεία σου από την εικόνα που περιγράφεις;
Στην αρχή σοκαρίστηκα, γιατί ήταν σαν την εφαρμογή FaceApp! Δεν έχω όμως τον ναρκισσισμό της ωραίας εικόνας και με ιντριγκάρει πολύ το πως υπηρετείς αυτό το πρόσωπο. Σκέφτηκα την κίνησή της, μία ελαφριά κύρτωση και μία βραδύτητα ρυθμού, το κατέβασμα του φωνητικού τόνου και μία βραχνάδα που υπαγορεύει μία άλλη ηλικία. Πάντα όμως με την έγνοια του ρόλου και τις παρατηρήσεις του Άγγελου.
Η Ευτυχία δεν έπεσε στα ναρκωτικά ή στο αλκοόλ, όπως άλλες παλιές ρεμπέτισσες. Εκείνη έβρισκε παρηγοριά στα χαρτιά.
Πως διατηρήσατε τις κατάλληλες ισορροπίες για να μην ξεφύγει ο ρόλος σε κάτι που θα έφερνε στο νου τη μίμηση;
Το καλό ή κακό είναι πως δεν υπάρχει πληθώρα εικόνων ή βίντεο της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Υπάρχει ένα μικρό απόσπασμα από μία τιμητική εκδήλωση, κάποιες φωτογραφίες και κυρίως οι μαρτυρίες των βιβλίων και οι συνεντεύξεις. Κάναμε λοιπόν μία συνθήκη που βασίστηκε σε κάποιες συμφωνίες και είχαν βάση φυσικά το σενάριο και την αίσθηση, αυτή την αύρα που αποκομίζει κανείς μελετώντας την Ευτυχία. Όπως το χιούμορ και την αίσθηση της ελευθερίας. Η Ευτυχία υπήρξε ένα άτομο, και μάλιστα γυναίκα, σε εποχές που δεν σήκωνε τέτοιου τύπου ελευθερίες. Όχι μόνο επειδή ήταν σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο σαφέστατα, αλλά και επειδή ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις των γυναικών δημιουργών. Τότε οι περισσότερες ήταν τραγουδίστριες. Εδώ έχουμε να κάνουμε με στιχουργό, μία δημιουργό.
Η αντίληψη της Ευτυχίας για τη ζωή ήταν μποέμ. Δεν δίστασε να πάρει διαζύγιο, ειδικά εκείνη την εποχή.
Ενώ είχε δύο μικρά παιδιά και ο πρώτος άντρας της μπορούσε να της παρέχει μία οικονομική άνεση. Η ίδια δεν είχε καθόλου οικονομικούς πόρους. Βγήκε στο θέατρο, στα μπουλούκια, έτρεχε σε περιοδείες, έπαιξε με την Κοτοπούλη, κάπνιζε διαρκώς και είχε πάθος με την χαρτοπαιξία. Είχε όμως μία πάρα πολύ ωραία μάτια στη ζωή. Αυτό προσπαθήσαμε να περάσουμε στην ταινία. Ήταν πάντα καθαρή, έντιμη και ντόμπρα, πιστή στον εαυτό της, σεβόμενη πάντα τους γύρω της. Η Ευτυχία βοηθούσε πάρα πολύ ανθρώπους που αισθανόταν ότι είχαν περισσότερη ανάγκη από την ίδια, μολονότι ήταν πολύ φτωχή. Έχουμε πάρα πολλά τέτοια παραδείγματα..
Όταν έχεις λοιπόν ως βάση έναν τέτοιο χαρακτήρα, προσπαθήσαμε να υπηρετήσουμε και οι δυο αυτή την ελευθερία, αυτή την καλώς εννοούμενη μαγκιά ας πούμε. Η Ευτυχία έζησε τη μικρασιατική καταστροφή και έναν ξεριζωμό που προκαλεί τεράστιο τραύμα στον ψυχισμό ενός ανθρώπου. Υπάρχει μάλιστα μία άγνωστη περίοδο στη ζωή της, για την οποία η ίδια αρνιόταν να μιλήσει, άφηνε μόνο υπαινιγμούς. Πριν την μικρασιατική καταστροφή, υπήρχε μία περίοδο αιχμαλωσίας της από τους Τούρκους. Εκεί πιθανότατα είχε βιώσει πολλά, για τα οποία δεν ήθελε να μιλάει, αντιλαμβάνεται όμως κάποιος ότι υπάρχει μία σκοτεινή εποχή που σίγουρα βγαίνει στα γραπτά της.
Πρόκειται για τις τραγωδίες που οι δημιουργικοί άνθρωποι μπορούν να τις ξορκίζουν μετουσιώνοντάς τες σε σε υψηλή τέχνη;
Ακριβώς. Πάρα πολλά τραγούδια της γράφτηκαν σε δύσκολες στιγμές της ζωής της. Βέβαια πολλά πράγματα μπερδεύονται στις αφηγήσεις και ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος, γιατί υπάρχουν συγκεχυμένες και αντιφατικές πληροφορίες για το πότε ακριβώς γράφτηκαν ή με ποια αφορμή. Στην ταινία κάναμε κάποιες επιλογές.
Η Ευτυχία βίωσε, μεταξύ άλλων, το χειρότερο πράγμα που μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος, την απώλεια του παιδιού του. Αυτό αντίκειται στην έννοια της κανονικότητας της ζωής. Μία τέτοια απώλεια προκαλεί μέγιστο πόνο. Η Ευτυχία κατάφερε να σταθεί ακλόνητη και συνέχισε με ένα ψυχικό σθένος που την έβγαζε πάνω από όλες τις δυσκολίες. Γι’ αυτό και οι στίχοι της έχουν μείνει κλασικοί. Γι’ αυτό και στέκουν όρθιοι ενώ τα πράγματα γύρω μας έχουν αλλάξει τόσο. Αυτά τα τραγούδια είναι γραμμένα στο DNA της ελληνικής ψυχής.
Δεν είμαι καπνίστρια και καπνίζω αρειμανίως άφιλτρα τσιγάρα. Κάηκαν τα πνευμόνια μου.
Η βιωματική αίσθηση αυτών των τραγουδιών είναι που εντείνει τη γνησιότητά τους.
Ναι και αυτή η ελληνικότητα, αυτή η λεβεντιά, η ελευθερία. Επίσης είναι πολύ στέρεοι στίχοι, δηλαδή βλέπεις ότι κάθε λέξη ανήκει σε συγκεκριμένη σειρά και θέση. Δεν θα μπορούσες να αλλάξεις λέξη και να βάλεις κάποια άλλη, θα κατέρρεε ο ποιητικός λόγος. Αυτά δεν τα λέω εγώ, τα έχουν πει άνθρωποι που έχουν μελετήσει τη γραφή της και έχουν υπάρξει οι ίδιοι σπουδαίοι στιχουργοί όπως ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και ο Θοδωρής Γκόνης.
Επίσης ένιωθε πως ανήκε σε μία άλλη τάξη. Φαντάσου πως η συνεργασία με τον Μάνο Χατζηδάκι για αυτό το αριστούργημα «Είμαι αητός χωρίς φτερά», ο θρύλος λέει ότι πέταξε τους στίχους σε ένα χαρτί κάτω από την πόρτα του. Υπάρχει η αντίστοιχη σκηνή στην ταινία. Ήθελε να δουλέψει μαζί του, αλλά τον ντρεπόταν γιατί ανήκε σε μία άλλη περιοχή, διαφορετικοί από τους ανθρώπους του συναφιού της, αυτούς με τους οποίους της άρεσε να νταραβεριζεται, όπως θα έλεγε η ίδια. Ο χρόνος τελικά αποδεικνύει την αξία του καθενός.
Να αρπάξω λοιπόν την ευκαιρία και να ρωτήσω ποιο τραγούδι της Ευτυχίας εκφράζει την Καρυοφυλλιά;
Το «Είμαι αητός χωρίς φτερά», το συζητήσαμε κιόλας, πήγε από μόνη της η κουβέντα. Θα σου πω το εξής. Πριν κανα δυο εβδομάδες, μας έφερε στα γυρίσματα ο εγγονός της, ο Αλέξης, κάποια χειρόγραφά της. Τα βρήκε στο σπίτι του ξεχασμένα. Ξέρεις πως έρχεται ο χρόνος και στοιβάζει κάποια πράγματα και τα ξεχνάς… Και ήταν σαν να ανακαλύψαμε συγκυριακά έναν θησαυρό. Ήταν τρομερό. Ένιωσα απίστευτη συγκίνηση όταν τα είδα, γιατί αναρωτιόμουν επίσης και για τον γραφικό της χαρακτήρα. Υπάρχουν πλάνα στην ταινία που έπρεπε να γράψω στίχους. Είδα λοιπόν πως τα γράμματά της ήταν μικρά, πλάγια και ολοκάθαρα. Μπορεί τα χαρτιά να ήταν λερωμένα από καφέ ή πολυκαιρισμένα, αλλά δεν είχαν καμία μουτζούρα.
Θα έλεγε κανείς πως η σκέψη της ήταν έτοιμη για να παραδοθεί στο χαρτί.
Ναι, και όπως ξέρεις έγραφε σε ό,τι έβρισκε μπροστά της πρόχειρο. Τσιγαρόχαρτα, πακέτα από τσιγάρα, λογαριασμούς, χασαπόχαρτα που ήταν τυλιγμένος ο κιμάς για τα κεφτεδάκια. Εκείνη την ώρα που της ερχόταν η έμπνευση.
Βέβαια, άλλο ένα χαρακτηριστικό γνώρισμά της ήταν η χαρτοπαιξία της.
Η χαρτοπαιξία ήταν για αυτήν το καταφύγιο της.
Κάτι που είχε αποφασίσει να επιτρέπει η ίδια στον εαυτό της;
Η Ευτυχία δεν έπεσε στα ναρκωτικά ή στο αλκοόλ, όπως άλλες παλιές ρεμπέτισσες. Εκείνη έβρισκε παρηγοριά στα χαρτιά, ξέφευγε το μυαλό της και ξεχνούσε τραύματα και πληγές. Το πάθος της όμως ήταν τόσο έντονο που δημιουργούσε κωμικοτραγικά συμβάντα. Το έσκαγε από τον σύζυγό της για να πάει στο απέναντι διαμέρισμα μέσα στη νύχτα και να παίξει.
Ο Γιώργος Παπαγιαννόπουλος ήταν ένας πολύ ευγενής και τρυφερός άνθρωπος. Είχε μαζί του μία αγαπημένη ζωή. Ήταν ο μεγάλος της έρωτας και το στήριγμα της. Ο πρώτος της άντρας ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία, τον παντρεύτηκε όταν ήταν μικρό κορίτσι στη Μικρά Ασία για κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους. Γι’ αυτό και τον χώρισε γρήγορα όταν ήρθε στην Αθήνα, βγήκε στη βιοπάλη και γνώρισε άλλους ανθρώπους. Ήθελε να είναι καθαρή, οπότε όταν ερωτεύτηκε έναν άλλον άνθρωπο δεν μπορούσε να διατηρήσει μία κρυφή σχέση μέσα σε έναν συμβατικό γάμο. Για να επιστρέψω, όμως, στα κωμικοτραγικά γεγονότα της χαρτοπαιξίας, μία φορά πούλησε την επίσημη στολή του άντρα της, ο Παπαγιαννόπουλος ήταν αστυνομικός, και την επόμενη μέρα είχε παρέλαση και του ήρθε ταμπλάς!
Το θέμα είναι ότι κάποιος ενδιαφέρθηκε να την αγοράσει!
(γέλια). Είδες! Ποιος ξέρει άραγε πού να χρησιμοποιήθηκε εκείνη η στολή!
Κάτι άλλο που έκανε ήταν να αγοράζει επί πιστώσει ηλεκτρικές συσκευές και σεντόνια από πλασιέ, γιατί το πρόβλημα που είχε όταν έπαιζε χαρτιά ήταν ότι ήθελε ρευστό. Πήγαινε αμέσως μετά και τα πουλούσε στις γειτόνισσες σε χαμηλότερη τιμή κι έτσι έβγαζε χρήματα. Όταν όμως ερχόταν ο δοσατζής για να πάρει τη δόση, αν είχε κερδίσει στα χαρτιά του έδινε, διαφορετικά κρυβόταν! Κωμικοτραγικά πράγματα σου λέω!
Το χειρότερο απ΄ολα ήταν το πως χειρίστηκε η ίδια το πνευματικό της έργο. Δεν ξέρουμε καν πόσα τραγούδια έχει γράψει, γιατί σε πολλούς δίσκους δεν έμπαινε το όνομά της. Επίσης πολλοί εκμεταλλεύτηκαν τους στίχους της παρουσιάζοντάς τους ως δικούς τους. Η ίδια πάντως είχε πει στην οικογένειά της να μην ανακινήσουν ποτέ θέματα δικαιωμάτων, γιατί δεν έφταιγε κανένας άλλος πέρα από την ίδια. Για να έχει άμεσο ρευστό, δεν ήθελε να μπαίνει το όνομά της στο δίσκο και να περιμένει να εισπράξει μετά τα χρήματα της. Κι ας ήταν πολύ περισσότερα. Δεν νοιάστηκε για την υστεροφημία και την τύχη των στίχων της. Τους έγραφε και τους έδινε. Από ‘κει και πέρα αν θα γίνονταν επιτυχία ή όχι, δεν την αφορούσε. Τα έδινε για ένα ξεροκόμματο, τρία ή τέσσερα κατοστάρικα. Είναι τρομερό.
Πώς το σχολιάζει αυτό η οικογένειά της;
Ο εγγονός της με θαυμασμό! Έτσι ήταν η Ευτυχία, αυτή ακριβώς. Κατανοούν πως είχαν μέσα στο σπίτι τους ένα πνεύμα πάρα πολύ ελεύθερο, που δεν νοιαζόταν για όλα αυτά και δεν μπορούσε να είναι αλλιώς. Ήταν κομμάτι του εαυτού της και καλός ήταν. Αυτή είναι η θέση του. Διαφορετικά μπορεί να ήταν αλλιώς και η τέχνη της. Ποιος ξέρει; Όλα αυτά είναι αλληλένδετα.
Και να σου πω τώρα το μεγάλο μου πρόβλημα… Δεν είμαι καπνίστρια και καπνίζω αρειμανίως άφιλτρα τσιγάρα. Στο πρώτο γύρισμα μέσα σε 10 ώρες έκανα δύο πακέτα τσιγάρα με το καλημέρα σας και ένιωθα να καίγονται οι βλεννογόνοι του στόματος. Κάηκαν τα πνευμόνια μου. Και στο λέω για να το γράψεις: κάνω μία έκκληση στους φίλους καπνιστές, παιδιά κόψτε το!
Δεν κάπνιζες ποτέ ή το έχεις κόψει;
Δεν είμαι καπνίστρια από πεποίθηση. Έχω καπνίσει μόνο σε ρόλους. Στην ταινία της Βασιλικής Ηλιοπούλου «Το Πέρασμα» με το Γιώργο Νινιό, μου έκοψαν όλα τα κοντινά γιατί φαινόταν το πόσο ψεύτικα κάπνιζα. Πείσμωσα τότε και όταν μου δόθηκε η ευκαιρία στα «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά» και στον «Κίτρινο Φάκελο» ήθελα να φαίνομαι σωστή.
Και τώρα που συνεχίζεις γυρίσματα ενώ έχεις παραστάσεις και πρόβες;
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Προσπάθησα να κάνω μία μικρή έρευνα μπας και σώσω κάτι. Στις αμερικανικές παραγωγές, για παράδειγμα στο «Mad Men», χρησιμοποιούσαν κάτι ειδικά φυτικά τσιγάρα, αλλά εδώ δεν υπάρχει κάτι. Υποφέρω αλλά είναι και ένα τίμημα.
Στο σινεμά δεν μπορείς να διορθώσεις κάτι, όπως συμβαίνει και στη ζωή. Δεν έχεις μηχανή του χρόνου για να διορθώσεις λάθη ή συμπεριφορές απέναντι σε ανθρώπους ή να αλλάξεις αποφάσεις και επιλογές.
Σε αντίθεση με τις δεύτερες ευκαιρίες που μπορεί να προσφέρει μία θεατρική παράσταση, πώς σου φαίνεται το γεγονός πως στο σινεμά έχεις λίγες λήψεις για μία σκηνή και μετά τέλος;
Δεν με απασχολεί. Αν δω μία παλιά μου ταινία έχω σίγουρα ανάμεικτα συναισθήματα. Υπάρχουν πράγματα που σου αρέσουν και κάποια που φαίνονται τελείως ανώριμα. Η προσωπική ματιά απέναντι στον παλιό μας εαυτό αλλάζει με τα χρόνια.
Κάτι ανώριμο του παρελθόντος, μπορεί να εμπεριέχει όμως μία φρεσκάδα που η πείρα φιλτράρει διαφορετικά.
Υπάρχει αυτή η πληγή του χρόνου, η νοσταλγία μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί. Όλα αυτά όμως τα βλέπω με τρυφερότητα και σίγουρα ότι έγινε, έγινε. Στο σινεμά δεν μπορείς να διορθώσεις κάτι, όπως συμβαίνει και στη ζωή. Δεν έχεις μηχανή του χρόνου για να διορθώσεις λάθη ή συμπεριφορές απέναντι σε ανθρώπους ή να αλλάξεις αποφάσεις και επιλογές. Έτσι είναι το σινεμά. Το θέατρο από την άλλη είναι μία τέχνη πιο κοντινή στη ρευστότητα της ζωής, χαρακτηρίζεται και καθορίζεται από αυτή όσο κι αν έχεις δουλέψει μέσα στις πρόβες. Εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως η ενέργειά σου τη συγκεκριμένη μέρα, την κατάσταση της υγείας σου, διαμορφώνεται από το κοινό και την ενέργεια των συναδέλφων σου.
Από τον χρόνο που μπορεί να έχει μεσολαβήσει, αν μία παράσταση είναι πολύμηνη.
Ακριβώς. Από την πρώτη μέχρι την τελευταία παράσταση κάτι χτίζεται, ωριμάζει και πλουτίζεται. Αν είσαι ένας καλλιτέχνης που νοιάζεσαι πολύ γι’ αυτό δεν το αφήνεις να ρουτινιάζει, το ξανακάνεις φρέσκο. Στο θέατρο μπορείς να επισκεφθείς μετά από χρόνια έναν παλιό σου ρόλο ή να συνεργαστείς με τον ίδιο σκηνοθέτη που στην πορεία έχει αλλάξει. Όπως κι εσύ. Κανένα ποτάμι δεν είναι ποτέ το ίδιο.
Θέατρο και κινηματογράφος έχουν τη δική τους μεθοδολογία, τις δικές τους ευκολίες και δυσκολίες. Ποιες εντοπίζεις σε πρακτικό επίπεδο;
Στο θέατρο έχεις την πολυτέλεια να δουλέψεις ένα έργο σε βάθος χρόνου, τόσο στις πρόβες, όσο και στις παραστάσεις. Να σκεφτείς για παράδειγμα έναν τονισμό ή έναν ρυθμό και να το κάνεις να συμβεί εκείνη την ώρα σαν να προκύπτει αυτόματα. Στο σινεμά πας στο γύρισμα και δεν ξέρεις πως είναι ο χώρος ή που θα στηθεί η δράση, ποιο μπορεί να είναι το πλάνο ή η γωνία της κάμερας. Θα σου πω ένα ευτελές πρακτικό παράδειγμα. Καθημερινά υπάρχει ο κίνδυνος να πέσεις στην παγίδα του ρακόρ, να σκέφτεσαι δηλαδή με ποιο χέρι κράταγα το τσιγάρο, με ποιο χέρι έβγαλα τα αντικείμενα από την τσάντα, σε ποια ατάκα τα ακούμπησα στο τραπέζι κλπ. Να χαθείς δηλαδή σε έναν κυκεώνα τεχνικών λεπτομερειών, πού σε εγκλωβίζουν εκείνη την ώρα γιατί δεν έχεις το χρόνο να τα αφομοιώσεις όλα αυτά. Οφείλεις όμως να αποδώσεις ταυτόχρονα το βάθος της ερμηνείας της στιγμής. Δεν σου επιτρέπεται να μην το κάνεις. Και εκείνη την ώρα πραγματικά καίγεται ο εγκέφαλος. Αυτό είναι κάτι πολύ κουραστικό στο γύρισμα. Δεν είναι μόνο τα 10ωρα ή οι μεγάλες αναμονές ή το να είσαι με φανελάκι το χειμώνα ή με παλτά στον καύσωνα. Στο κινηματογραφικό γύρισμα το μυαλό σου ζει σε έναν πυρετό.
Που θα ήθελες όμως να ζεις με συχνότητα!
Φυσικά και θα το ήθελα! Μακάρι να είχαμε πολυτέλεια χρόνου.
Εδώ και αρκετά χρόνια, μπορεί κάποιος να το εντοπίσει σχεδόν από την κρίση και μετά, το ελληνικό σινεμά έγινε ένα από τα πιο εξωστρεφή, πολιτιστικά δείγματα της χώρας. Ελληνικές ταινίες μεγάλου ή μικρού μήκους προβάλλονται και βραβεύονται στα μεγάλα Φεστιβάλ του εξωτερικού. Πώς θα έβλεπες τον εαυτό σου μέσα στο «περίεργο ελληνικό κύμα»;
Με πάρα πολύ ενδιαφέρον. Μακάρι δηλαδή να μπορούσα να συμμετέχω πιο ενεργά σε αυτό, με μεγαλύτερη παρουσία. Χάρηκα πολύ που δούλεψα με τον Πέτρο Σεβαστίκογλου στην «Ηλέκτρα». Είναι φίλος από τα παλιά και μου είχε μιλήσει για την ταινία χρόνια. Με ρώτησε «πότε έχεις ελεύθερο χρόνο για να κάνουμε αυτό;» και πήγαμε στη Σενεγάλη τη Μεγάλη Εβδομάδα του 2012. Δυστυχώς όμως δεν μπορώ να κάνω έτσι σινεμά με συχνότητα και το λέω με πόνο και μεγάλη στενοχώρια.
Βλέπω αυτές τις ταινίες, τις χαίρομαι και ζηλεύω με την καλή έννοια. Είμαι όμως ρεαλίστρια και γνωρίζω πως είναι πια τα πράγματα. Η κρίση μας ανάγκασε να δουλεύουμε σε θεατρικές παραστάσεις που παίζονται μόνο δύο-δυόμισι μήνες, ενώ παλιότερα ολόκληρη σεζόν. Τότε υπήρχε χρόνος για γύρισμα. Τώρα πρέπει να υπάρχει ένας μισθός που τρέχει και παράλληλα να κάνεις πρόβες για την παράσταση που θα ανέβει μόλις κατέβει η προηγούμενη. Όλη σου η μέρα είναι μέσα σε ένα θέατρο, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ακόμα και αν δεν έχεις γύρισμα εκτός Αθηνών, δεν προλαβαίνεις. Όταν είσαι απέξω δεν μπορείς να το καταλάβεις. Η δουλειά αυτή έχει τρομερό μοχθο και τεράστια κόπωση. Είναι πάρα πολύ απαιτητική ως προς την σκέψη, το στήσιμο, αλλά και ως προς την πραγμάτωσή της.
Όταν κατέβηκα Αθήνα ήμουν σε μία ομάδα που πληρωνόμασταν με ελάχιστα χρήματα. Οι προτεραιότητές μου ήταν άλλες.
Και πόση ενέργεια μπορεί να περισσεύει στο ενδιάμεσο; Κάποια στιγμή δεν νιώθεις τη φυσική σου κατάσταση πεσμένη;
Τρέχεις σε συνεντεύξεις, φωτογραφήσεις, συζητήσεις για το τι θα κάνεις μετά. Όλα αυτά έχουν πολλαπλασιαστεί σε σχέση με το παρελθόν. Δηλαδή αν κάποτε έκανες 10 συνεντεύξεις για μία παράσταση, τώρα πρέπει να δώσεις 60 γιατί έχουν προστεθεί οι παραγωγές. Πιο πολύ το λέω κι εγώ για να τονίσω την έλλειψη του χρόνου.
Χαίρομαι όμως, όπως σου είπα, πάρα πολύ για την άνθιση του ελληνικού σινεμά, για το γεγονός ότι έχει ξεπηδήσει μία νέα γενιά κινηματογραφιστών που τολμούν να πειραματίζονται και προτείνουν καινούργιους κώδικες αφήγησης. Ως καλλιτέχνη και θεατή, πάντα με ενδιέφερε η υπέρβαση των αφηγηματικών κανόνων. Είμαι πιο κοντά στο avant-garde θέατρο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχω αναγκαστεί για διάφορους λόγους, οικογενειακούς ή βιοποριστικούς, να κάνω και πράγματα τα οποία δεν με αντιπροσώπευαν απολύτως. Η ανάγκη μου, όμως, είναι να βρίσκομαι με ανθρώπους που τολμούν, γι’ αυτό και θεατρικά συνεργάζομαι με ανθρώπους όπως ο Γιάννης Χουβαρδάς, ο Δημήτρης Καραντζάς, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός και ο Άρης Μπινιάρης. Αναφέρω κάποια ονόματα σκηνοθετών με τους οποίους δούλεψα πρόσφατα.
Μικρού μήκους δεν έχεις κάνει.
Δυστυχώς όχι.
Αν σου πρότεινε κάποιος σκηνοθέτης δουλειά σε μικρού μήκους, πόσο εύκολα θα τον/την εμπιστευόσουν;
Πρώτα θα εξαρτιόταν από τους χρόνους μου και μετά θα του έλεγα να στείλει - αν έχει - δείγμα της δουλειάς του. Αν όχι θα ήθελα να κάνουμε μία κουβέντα μαζί, καταλαβαίνεις από τη συζήτηση πολλά πράγματα για την προσωπικότητα, την παιδεία, την αισθητική ενός ανθρώπου. Μου έχουν τύχει πάντως περιπτώσεις που έχω συζητήσει με νέους ανθρώπους, και ενώ θέλω να συνεργαστώ μαζί τους, δεν βγαίνει στο πρόγραμμα.
Θέατρο, σινεμά, ας μιλήσουμε λίγο για την τηλεόραση. Έζησες ως ηθοποιός την καλή, δημιουργική περίοδο της ιδιωτικής τηλεόρασης της δεκαετίας του ‘90 με μεγάλες παραγωγές. Πώς κρίνεις την τωρινή κατάσταση; Το ρωτάω και για το κομμάτι που αφορά τις σύγχρονες ελληνικές παραγωγές, αλλά και για την «διεύρυνση» που έχει πλέον η τηλεόραση στη ζωή μας μέσα από τις ξένες σειρές και τις streaming πλατφόρμες.
Κοίταξε, όλα χρειάζεται να τα βλέπει κανείς σε σχέση με τη χρήση τους. Δηλαδή βλέπεις κάτι στην τηλεόραση ή στο Netflix ή κάπου αλλού, αν είναι κάτι εξαιρετικό πολύ καλά κάνεις και το βλέπεις. Δεν είμαι αφοριστική, ίσα-ίσα κι εγώ θα κολλήσω με σειρές. Το κακό είναι, μιας και η ερώτησή σου ξεκίνησε με εκείνη την περίοδο, πως το σύγχρονο, mainstream κομμάτι της παραγωγής δεν έχει ενδιαφέρον ή είναι χαμηλής ποιότητας. Είναι λυπηρό και δεν αναφέρομαι μόνο στο καλλιτεχνικό σκέλος. Το λέω γιατί η τηλεόραση παίζει σημαντικό ρόλο στη δημόσια ζωή και στην παιδεία του θεατή. Πρέπει να γίνουν παραγωγές που ανεβάζουν τον θεατή και του προσφέρουν κάτι: ένα εξαιρετικό σενάριο, μία προσεγμένη παραγωγή, μία ωραία ερμηνεία. Κάτι που θα βελτιώσει την αισθητική του και θα τον συγκινήσει.
Πιστεύεις πως κυριαρχεί η κουλτούρα του εφήμερου; Σε προβληματίζει που όλοι αναλώνονται στο τώρα χωρίς να σκέφτονται το μετά;
Με πειράζει πάρα πολύ. Νομίζω πως δημιουργούνται γενιές παθητικών, όχι μόνο θεατών, αλλά ανθρώπων, πολιτών. Ο χρόνος που χάνεται μπροστά π.χ. σε μία κακή τηλεόραση είναι χαμένος χρόνος από άλλα πράγματα όπως η ανάγνωση ενός βιβλίου, η παρακολούθηση μιας καλής ταινίας ή ακόμα μία ανθρώπινη συζήτηση με φίλους ή μία βόλτα στη φύση. Με ανησυχεί η εισβολή της μικρής μικρής οθόνης του κινητού και των social media. Δημιουργούνται νόσοι της εποχής, καταργείται ουσιαστικά ο χρόνος των σχέσεων και αναδεικνύονται συμπλέγματα και πλαστές ζωές του instagram ή του Facebook. Παρατηρώ μία έξαρση ναρκισσισμού που δεν έχει ουσιαστικό αντίκρισμα και είναι όλο επιφάνεια.
Μία επιλεκτική επίδειξη που έχει μεταστρέψει το ιδιωτικό σε δημόσιο σε όλες τις εκφάνσεις.
Ναι, με μία χρήση της γλώσσας που γίνεται χυδαία, υστερική και μισαλλόδοξη με μεγάλη ευκολία. Με στενοχωρεί πάρα πολύ η κακεντρέχεια, τα κακόβουλα σχόλια και η επιθετικότητα των σχολίων στα social media.
Ίσως η ζωή μου να ήταν πιο εύκολη αν ήμουν λίγο πιο σίγουρη. Από την άλλη, αν είσαι πολύ σίγουρος επαναπαύεσαι στα κεκτημένα και χάνεις την ευκαιρία να διορθώσεις τα λάθη σου.
Πόσο θεωρείς οτι επηρέασε τον τρόπο σκέψης σου το γεγονός πως ήσουν μία φοιτήτρια θετικής κατεύθυνσης στο Πολυτεχνείο;
Η αλήθεια είναι πως στο Πολυτεχνείο βρέθηκα τυχαία. Ήμουν καλή μαθήτρια στο σχολείο και τότε δεν υπήρχε ιδιαίτερη φροντίδα για τον επαγγελματικό προσανατολισμό, αλλά υπήρχε η αντίληψη ότι οι καλές μαθήτριες πηγαίνουν στα δύσκολα, άρα σε κάτι πρακτικό. Είχα κι έναν συμμαθητή στο φροντιστήριο των αγγλικών που μου είπε να δώσω στο Πολυτεχνείο, και ξαφνικά βρέθηκα να έχω περάσει στη σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Μετσόβιου. Εγώ τότε ζούσα Θεσσαλονίκη και είχα δηλώσει πρώτη την Αθήνα γιατί σκεφτόμουν πονηρά, ήθελα να γίνω ηθοποιός και να περάσω στη σχολή του Εθνικού ή του Θεάτρου Τέχνης. Αυτές τις δυο γνώριζα, δεν ήξερα καν ότι υπήρχε Δραματική Σχολή του Κρατικού θεάτρου Βορείου Ελλάδας. Όταν την ανακάλυψα, πήγα έδωσα εξετάσεις ενώ περίμενα τα αποτελέσματα των σχολικών. Με πήρανε στο Κρατικό και μετά βγήκαν τα αποτελέσματα ότι είχα περάσει Αθήνα. Δεν ήξερα τι να κάνω, Ή έπρεπε να παρατήσω τις σπουδές στη δραματική ή να πάω Αθήνα και πιάσω το νήμα την επόμενη χρονιά. Τελικά έκανα αμοιβαία μεταγραφή και παρακολουθούσα τα μαθήματα του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης όταν είχα ελεύθερο χρόνο. Έδωσα σαφή προτεραιότητα στις σπουδές μου στη δραματική σχολή και όταν αποφοίτησα από εκεί παράτησα τις σπουδές του Πολυτεχνείου και άρχισα να δουλεύω ως ηθοποιός.
Οπότε για να απαντήσω στην ερώτησή σου, νομίζω πως είναι θέμα προσωπικότητας. Ήμουν πάντα δουλευταρού και δεν φοβόμουν. Είχα ανάγκη από μελέτη και έρευνα. Υπήρχε μία σκέψη κάπως πιο δομημένη να το πω; Πιο σαφής; Αλλά αυτό ήταν από τη φύση μου, από το πως μεγάλωσα και πως χτίστηκε ο χαρακτήρας μου ήδη από την παιδική ηλικία. Σαφώς και είχα εξαιρετικές επιρροές από τους δασκάλους μου. Είχα την τύχη να συναντήσω σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή μου, οπότε καταλάβαινα τι είναι σημαντικό στην τέχνη και τι πρέπει να αποφεύγω.
Τα πρώτα χρόνια συζητούσα όλες τις προτάσεις. Πριν πω «ναι» στην τηλεόραση και συγκεκριμένα στον «Κίτρινο Φάκελο» του Καραγάτση με τον Κώστα Κουτσομύτη - άλλος ένας δάσκαλος που με έμαθε την κάμερα - έκανα ένα μήνα για να απαντήσω. Ήθελα να το συζητήσω με τους θεατρικούς δασκάλους και τους φίλους ή συνεργάτες μου. Αν ήσουν ηθοποιός στο Θέατρο Τέχνης απαγορευόταν να κάνεις σινεμά και τότε είχα έναν φόβο πως θα παρακινδύνευα κάτι πολύ σημαντικό για να κάνω κάτι ευτελές. Εννοείται ότι όχι μόνο δεν το μετάνιωσα, αλλά ήταν κάτι πάρα πολύ χρήσιμο στην εξέλιξή μου ως ηθοποιού. Μέσα από την τριβή μου με την κάμερα και τη δυνατότητα που σου παραχωρούσε να βλέπεις απέξω την ερμηνεία σου, έβλεπα τα λάθη και τις αδυναμίες μου. Έτσι προσπαθούσα να βελτιωθώ.
Και τώρα, τρεις δεκαετίες μετά, τι έχεις να συμβουλεύσεις την Καρυοφυλλιά του τότε;
Δεν έχω αλλάξει πάρα πολύ από το κορίτσι που ήμουν τότε. Θυμάμαι στα 18 να βλέπω ταινίες από σπουδαίους δασκάλους, όπως Γκοντάρ, Αντονιόνι, Φελίνι, Όζου, Παζολίνι, Βάιντα, Γιάντσο, Κουροσάβα, Αϊζενστάιν, Όσιμα, Μιζογκούτσι…
Αν έχεις μάθει λοιπόν αυτό το συντακτικό θες να μιλήσεις με αυτές τις λέξεις.
Ακριβώς. Δεν σου αρκεί να κάνεις ένα πέρασμα σε μία σειρά για να πεις «Κάτσε Μήτσο πιες καφέ». Δεν γίνεται. Έχεις διαμορφώσει μία αισθητική και ξέρεις που θες να τη διοχετεύσεις. Όταν κατέβηκα Αθήνα ήμουν σε μία ομάδα που πληρωνόμασταν με ελάχιστα χρήματα, μιλάω για το Ανοιχτό Θέατρο του Γιώργου Μιχαηλίδη, αλλά ήμασταν νέοι και δεν μας ένοιαζε. Τη βγάζαμε με ένα τοστ, αρκεί να πηγαίναμε το βράδυ σινεμά. Ούτε ήθελα ποτέ να κάνω τη μεγάλη ζωή, ούτε να αγοράσω μεγάλα σπίτια, μεγάλα αυτοκίνητα και να φορέσω υπέροχα ρούχα. Οι προτεραιότητές μου ήταν άλλες. Στην καθημερινότητά μου να είμαι περήφανη για την παράσταση που έπαιζα.
Να μην προδώσεις την Καρυοφυλλιά δηλαδή; Για να επιστρέψουμε στη λέξη που δεν σου αρέσει.
Αυτό. Θα έδινα λοιπόν την παρακάτω συμβουλή. Προχωρά σε αυτό που έχεις στο μυαλό σου και μη φοβάσαι τίποτα. Δούλευε σκληρά και να είσαι αληθινή με τον εαυτό σου και τους ανθρώπους που αγαπάς. Επίσης έχε λίγη περισσότερη πίστη σε ‘σένα. Ακόμη και τώρα έχω μία πολύ έντονη αίσθηση αυτό-αμφισβήτησης, ένα συνεχές άγχος που είναι οδυνηρό. Ίσως η ζωή μου να ήταν πιο εύκολη αν ήμουν λίγο πιο σίγουρη. Από την άλλη, αν είσαι πολύ σίγουρος επαναπαύεσαι στα κεκτημένα και χάνεις την ευκαιρία να διορθώσεις τα λάθη σου.
INFO
Η ταινία «Ευτυχία» κυκλοφορεί στις αίθουσες 19 Δεκεμβρίου από την Tanweer