«Όταν με πέταξαν στον κάδο των αχρήστων για να με ξεφορτωθούν, η εμπειρία με έμαθε πολλά»: Ο Τζόνι Ντεπ αποκλειστικά στο cinemagazine.gr
Πρωταγωνιστής ενός πολυσυζητημένου ερμηνευτικού comeback, χάρη στην ταινία «Ζαν ντι Μπαρί, Η Ερωμένη του Βασιλιά», ο Τζόνι Ντεπ αποτελεί μια από τις κινηματογραφικές ιστορίες της χρονιάς και στη διάρκεια της πανελλήνια αποκλειστικής συνέντευξης που παραχώρησε στο cinemagazine.gr μιλάει με ειλικρίνεια και χιούμορ για το τι συνέβη από τη στιγμή που το Χόλιγουντ αποφάσισε να τον ξεφορτωθεί. Και τώρα φαίνεται να τον υποδέχεται πίσω με ανοιχτές αγκάλες.
Μπορεί το Φεστιβάλ Καννών να φιλοξένησε φέτος μερικούς από τους πιο ηχηρούς σταρ στον πλανήτη, όμως φαίνεται σαν ολόκληρη η κινηματογραφική διοργάνωση να έγινε προκειμένου ο Τζόνι Ντεπ να βρει τον δρόμο της επιστροφής στο σινεμά από την τριετή «εξορία» στην οποία βρισκόταν, έχοντας στο μεταξύ πρωταγωνιστήσει στο μεγαλύτερο δράμα της καριέρας του. Που δεν ήταν άλλο από το δράμα της ίδιας του της ζωής και της περιβόητης δικαστικής διένεξης με την πρώην σύζυγό του.
Ο Ντεπ αθωώθηκε στη δίκη, αθωώθηκε όμως εν μέσω φεστιβάλ και στα μάτια των κραταιών παραγόντων της κινηματογραφικής βιομηχανίας οι οποίοι φαίνονται πλέον έτοιμοι να υποδεχτούν έναν από τους τελευταίους μεγάλους σταρ του Χόλιγουντ, τον αγαπημένο τους ταραχοποιό, πίσω στην αγκαλιά τους. Όλα αυτά συνέβησαν, όπως ήδη θα έχετε διαβάσει σε άρθρα του cinemagazine.gr, χάρη στο ρόλο του Βασιλιά Λουδοβίκου ΙΕ' τον οποίο υποδύθηκε (και μάλιστα σε άπταιστα γαλλικά) για λογαριασμό του ιστορικού δράματος «Jeanne du Barry» της Μαϊγουέν, την ταινία έναρξης των Καννών η οποία κυκλοφορεί από σήμερα και στις ελληνικές αίθουσες.
Ήταν τέτοια η υποδοχή που επιφυλάχθηκε στον Τζόνι Ντεπ μέσα και έξω από την ογκώδη αίθουσα της επίσημης πρεμιέρας του Φεστιβάλ, ώστε ο ίδιος κατέληξε δακρυσμένος στο τέλος της προβολής του φιλμ και του διαρκείας επτά λεπτών χειροκροτήματος που εισέπραξε. Το τι συνέβη την υπόλοιπη νύχτα που ακολούθησε, κανείς δεν το γνωρίζει. Ξέρουμε ήδη όμως όλοι ότι, το επόμενο πρωινό που ξημέρωσε, δεν βρήκε τον ηθοποιό στην ώρα του προκειμένου να παρευρεθεί στην κατάμεστη συνέντευξη Τύπου για την ταινία, αλλά τον έφερε ενώπιον των υπομονετικών δημοσιογράφων με 50 λεπτά καθυστέρηση την οποία φήμες απέδωσαν σε υπερβολικό μποτιλιάρισμα στους δρόμους των Καννών.
Την ίδια και χειρότερη καθυστέρηση χρειάστηκε να υποστούμε όσοι περιμέναμε εκείνη τη μέρα να μοιραστούμε με τον ηθοποιό το ίδιο τραπέζι και να μιλήσουμε μαζί του. Έπειτα από μιάμιση ώρα αναμονής μάς δόθηκε τελικά η ευκαιρία, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν χρεώνεται αποκλειστικά ο Ντεπ αλλά οι διοργανωτές των συνεντεύξεων για την ταινία, οι οποίοι χειρίστηκαν με ξεκάθαρα επιπόλαιο τρόπο το ντόμινο απανωτών αναβολών που προκάλεσε η αργοπορία του στο πρωινό ραντεβού του με τους δημοσιογράφους.
Κι όμως, παρά το βασιλικής μεγαλοπρέπειας στήσιμο που έφαγα σε μια ταράτσα ξενοδοχείου η οποία ήταν πλήρως εκτεθειμένη στη μπόρα και στο κρύο που είχε ο καιρός των Καννών εκείνη τη μέρα, και παρά το ότι προσωπικά χρειάστηκε να θυσιάσω δυο ταινίες που περίμενα με ανυπομονησία να δω στο Φεστιβάλ εν αναμονή του Ντεπ, οφείλω να ομολογήσω ότι από το πρώτο λεπτό της συνάντησής μας έπεσα θύμα της γοητείας του. Η οποία γοητεία μεταφράζεται όχι στο άψογα κουστουμαρισμένο παρουσιαστικό, τη δανδική φιγούρα του με τα μακριά μαλλιά και το παιχνιδιάρικα διαβολικό χαμόγελό του, αλλά στην ευγένεια, τη χαλαρότητα και την τρομερή άνεση που σε κάνει να νιώθεις κοντά του.
Ο Τζόνι Ντεπ μιλά χαμηλόφωνα και αργά, δείχνει να απολαμβάνει όποτε του ξεφεύγει κάποια μικρή αθυροστομία (όπως το «Είμαι ένας τυχερός καριόλης» που επαναλαμβάνει σε δύο σημεία της κουβέντας), κρατά στο χέρι ένα ποτήρι με πορτοκαλάδα (και έντονη την υποψία αλκοόλ μέσα του-και γιατί όχι, εδώ που τα λέμε;), σε κοιτάζει διαρκώς με ένα ζευγάρι πονηρά μάτια καθώς απαντά στις ερωτήσεις σου και παραβιάζει διακριτικά την αυστηρή επισήμανση των ατζέντηδων να αποφευχθούν ερωτήσεις που να αναφέρονται στην προσωπική του ζωή,
Κι αυτά που συζητήσαμε στα 35 λεπτά που μας δόθηκαν, κατά τα οποία συχνά πυκνά έπιανα τον εαυτό μου να χαζεύει τα πέντε δαχτυλίδια που στόλιζαν τα χέρια του, δεν είχαν μόνο να κάνουν με την συμμετοχή του στην ταινία της Μαϊγουέν («Έκανα ό, τι καλύτερο μπορούσα», διαβεβαίωσε εν συντομία), αλλά και με την υποτιθέμενη «μεγάλη επιστροφή» του. Βέβαια, όπως δήλωσε χαριτολογώντας κι ο ίδιος, «Αναρωτιέμαι για ποια επιστροφή μιλούν όλοι από τη στιγμή που δεν πήγα πουθενά. Στην πραγματικότητα ζω 45 λεπτά πιο μακριά από εδώ. Η απόσταση δεν ήταν και τόσο μεγάλη για να έρθω».
Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που σκεφτήκατε όταν σας προτάθηκε ο ρόλος του Λουδοβίκου ΙΕ';
Ότι έχει πολύ ενδιαφέρον, είναι κάτι που δεν έχω ξανακάνει, το ενδεχόμενο πλήρους αποτυχίας θα ήταν φυσικά μεγάλο όσο και η πιθανότητα να φάω τα μούτρα μου, αλλά ότι θα μου άρεσε να πάρω αυτό το ρίσκο. Πάντως, όταν συναντηθήκαμε πρώτη φορά με τη Μαϊγουέν, εύλογα τη ρώτησα «είσαι σίγουρη ότι δεν θέλεις ίσως έναν Γάλλο ηθοποιό για τον ρόλο;».
Yπάρχουν πτυχές της ζωής ενός βασιλιά με τις οποίες μπορείτε να βρείτε σημεία ταύτισης, ενδεχομένως γιατί κι εσείς ως ηθοποιός τυχαίνετε εδώ και δεκαετίες ξεχωριστής και λατρευτικής μεταχείρισης;
Ναι, φυσικά υπάρχουν πράγματα με τα οποία μπορείς να ταυτιστείς, βέβαια όχι με την έννοια του να πιστεύεις ότι κι εσύ ο ίδιος είσαι βασιλιάς. Όμως συνειδητοποιείς, ειδικά με όσα περισσότερα μαθαίνεις για τον πραγματικό Λουδοβίκο ΙΕ' και για το πώς άνθρωποι όπως αυτός ήταν υποχρεωμένοι να διάγουν τη ζωή τους, ότι για να το καταφέρουν χρειαζόταν ουσιαστικά να χωρίσουν τους εαυτούς τους σε 7-8-9 διαφορετικά μέρη, επειδή είχαν διαφορετικό τρόπο να μιλούν στον περίγυρό τους. Αλλιώς μιλούσαν στους συγγενείς τους, αλλιώς μιλούσαν στους στενότερους συνεργάτες τους, αλλιώς στο υπηρετικό προσωπικό.
Έχετε πει στο παρελθόν ότι υπάρχει ένας συνεκτικός ιστός ο οποίος ενώνει τους περισσότερους χαρακτήρες που έχετε μέχρι τώρα υποδυθεί: είναι όλοι τους λίγο-πολύ απόβλητοι, αποτυχημένοι, διαλυμένοι. Με ποιο τρόπο θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως αποτυχημένο τον Λουδοβίκο ΙΕ';
Νομίζω ότι από τη γέννησή του ήταν καταδικασμένος διότι βρέθηκε αναπόφευκτα προορισμένος να υπηρετήσει ένα συγκεκριμένο πεπρωμένο, να αναλάβει τον βασιλικό του ρόλο και να χάσει έτσι μεγάλο μέρος από την ευαισθησία του και τον εαυτό του προκειμένου να γίνει ο ιδανικός κυβερνήτης της χώρας του. Θεωρούσα λοιπόν ότι ήταν σημαντικό, αναλαμβάνοντας έναν τέτοιο ρόλο, να ορίσω τον χαρακτήρα όχι ως έναν εντελώς μαλάκα. Υπήρχε ανθρωπιά μέσα του και ξαφνικά όλα άλλαξαν με τον ερχομό της Ζαν.
Ως διασημότητα βιώνετε ο ίδιος αυτού του είδους τον κατακερματισμό του εαυτού;
Κοιτάξτε, πώς να το κάνω, ήμουν πολύ τυχερός στη ζωή μου και δεν μπορώ να παραπονεθώ για τίποτα. Όμως πρέπει να παραδεχτώ ότι υπάρχει κάτι περίεργο στο να σε κοιτάζουν ολημερίς οι άνθρωποι επίμονα και να μη γίνεται να πας πουθενά χωρίς να συγκεντρώνεις τα βλέμματά τους. Και όλο αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον όταν είσαι μικρότερος, όμως ύστερα από 38 χρόνια που συμβαίνει σε μένα είναι πραγματικά τρελό να περιμένεις από οποιονδήποτε έχει ζήσει σε μια τέτοια κατάσταση να είναι έστω και λίγο φυσιολογικός.
Τώρα, για να κάνω τα πράγματα χειρότερα, θα πω ότι εγώ δεν ήμουν φυσιολογικός ούτε πριν από αυτό οπότε έπρεπε να προσαρμόσω τον κόσμο μου στον τρόπο που έπρεπε να ζήσω. Έζησα πίσω από παράθυρα. Έζησα πίσω από παράθυρα αυτοκινήτων, παράθυρα τρένων, παράθυρα αεροπλάνων, παράθυρα δωματίων ξενοδοχείων, γαμημένα παράθυρα. Από τότε που ήμουν 23 ετών είχα τα βλέμματα καρφωμένα επάνω μου κι αυτό είναι πολύς καιρός.
Τι κοινό μπορεί να έχει η αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία με μια αυλή στις Βερσαλλίες;
Ως ηθοποιός πάντα πίστευα ότι η υποχρέωσή μου ήταν να διακυβεύω όσα μπορώ, να διακινδυνεύω την πιθανότητα του να αποτύχω και να φάω άγρια τα μούτρα μου. Από όλα τα χρόνια όπου περιπλανήθηκα άσκοπα στα στούντιο, κατάλαβα όμως το εξής: οι άνθρωποι που παίρνουν τις μεγάλες αποφάσεις εκεί θέλουν συνεχώς το ίδιο πράγμα. Νομίζουν ότι θα βρίσκονται πάντα σε αυτή την προνομιακή θέση, όπως νομίζουν και πως η φόρμουλα την οποία αναπαράγουν προκειμένου να φέρνουν θεατές στις αίθουσες θα συνεχίσει για πάντα να είναι η ίδια και πάντα θα τους κάνει πλούσιους.
Ξέρετε για ποια φόρμουλα μιλάω: εκείνα τα χαριτωμένα, ανώδυνα εργάκια, τα κοινώς αποδεκτά, που κυκλοφορεί κατά κόρον το Χόλιγουντ και τα οποία κερδίζουν εκατομμύρια στα ταμεία και στοχεύον ως επί το πλείστον σε νεανικό target group. Ξοδεύονται γελοία ποσά σε ασήμαντες ταινίες με δημοφιλείς ηθοποιούς και σενάρια που θέλουν να σου εξηγούν και την τελευταία λέξη. Οι θεατές δεν χρειάζονται όμως να τους εξηγείς τα πράγματα. Ξέρουν καλύτερα πώς να εκτιμήσουν μια καλή ταινία και μερικές φορές γελάνε κοροϊδευτικά με αυτό που τους πουλάς ως θέαμα.
Για ένα χρονικό διάστημα, πάντως, η φόρμουλα αυτή όντως γεμίζει τις αίθουσες και αποδεικνύεται εξωφρενικά επικερδής. Κάποια στιγμή όμως συμβαίνει μια μετατόπιση στις ορέξεις του κοινού, χώρια που τα παιδιά στα οποία απευθύνονται οι συγκεκριμένες ταινίες κάποτε μεγαλώνουν. Οι άνθρωποι των στούντιο δεν το αντιλαμβάνονται όμως αυτό. Δεν επιθυμούν να δοκιμάσουν κάτι άλλο, δεν γουστάρουν να ρισκάρουν, είναι χαρούμενοι με το προϊόν τους, το αναπαράγουν μέχρι ναυτίας και τρομάζουν όταν συναντούν κάτι καινούργιο ή κάτι διαφορετικό.
Η ιστορία μας έχει διδάξει, ωστόσο, ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν διαρκούν πολύ στις θέσεις τους, πολύ απλά διότι δεν πιστεύω ότι είναι οι πιο έξυπνοι και δημιουργικοί άνθρωποι που υπάρχουν εκεί έξω. Μπορεί να έχουν σπουδάσει και να έχουν πάει τα κολέγιά τους, εγώ τίποτα από τα δύο δεν έκανα ποτέ, όμως είναι πιο αναλώσιμοι από όλους εμάς.
Νιώθετε όντως αναλώσιμος;
Προφανώς είμαι. Το πρόβλημα όμως με μένα είναι πως όταν με πέταξαν στον κάδο των αχρήστων ή οτιδήποτε άλλο ήταν, προκειμένου να με ξεφορτωθούν, εγώ αυτό το είδα ως μια ωραία μικρή εμπειρία. Ήταν μια καλή εμπειρία γιατί με δίδαξε πολλά. Το πρόβλημα, λένε πολλοί άνθρωποι, είναι μην πιάσουν πάτο μια μέρα. Το λένε ξανά και ξανά αυτό: «Φοβάμαι ότι θα πιάσω πάτο μια μέρα, φοβάμαι ότι θα πιάσω πάτο μια μέρα». Εγώ όταν έπιασα πάτο ανακάλυψα ότι ο πάτος είχε και υπόγειο! Το βρήκα και μπορώ να πω ότι μου άρεσε.
Πάντως πόση ικανοποίηση παίρνετε τώρα από το γεγονός ότι βρίσκεστε ξανά στο επίκεντρο της κινηματογραφικής επικαιρότητας με μια τέτοια αναπάντεχη ερμηνεία; Είναι ένα είδος ανακούφισης για εσάς;
Το μόνο που μπορώ να πω, όπως και για όλα σε αυτή τη ζωή, είναι ότι έκανα το καλύτερο που μπορούσα, έκανα αυτό που θεωρούσα πως είναι το σωστό για τον χαρακτήρα, για την ιστορία, για τη σκηνοθέτιδά μου, για την ταινία. Οπότε αν δουλέψει το πράγμα θα είμαι ένας τυχερός γαμιόλης, πραγματικά τυχερός.
INFO
Η ταινία «Ζαν ντι Μπαρί, Η Ερωμένη του Βασιλιά» κυκλοφορεί ήδη στις αίθουσες από την Spentzos Film