Με θλίψη λέμε αντίο σε ένα σύμβολο ελληνικότητας, σε μία σταρ με γνήσια, διεθνή απήχηση, σε μία μεγάλη πρωταγωνίστρια του σινεμά.
Σ' έναν τόπο που, όπως όλοι οι τόποι, είχε φλέγουσα την ανάγκη να βρει σε πρόσωπα διασημοτήτων τους ιερείς του, που κατάφερε να δώσει υπόσταση σε λαϊκίστικες γατούλες και πολιτικάντηδες που εξαργύρωναν έτσι μια αμφίβολη καριέρα (ενός ρόλου), η Ειρήνη Παπά, μαζί με την Έλλη Λαμπέτη, κατείχε δικαιωματικά τον τίτλο της ιέρειας. Υπερήφανα, ανέγγιχτα, μη διαπραγματεύσιμα. Με μια καριέρα υποδειγματική, προσεκτική και ουσιαστικά διεθνή για περισσότερα από 50 χρόνια, η Ειρήνη «μας», μετέφερε ποικιλοτρόπως μια υψηλή έννοια ελληνικότητας σ' όλο τον κόσμο.
Φυσικά, δεν έλειψαν τα στραβοπατήματα, αρκετές μέτριες ταινίες θα σφηνωθούν σε μια αδιάλειπτη πορεία τόσων ετών. Όμως από την στιγμή που ξέφυγε από τους κομπαρσικούς ρόλους καλλονής σε ευρωπαϊκές συμπαραγωγές του '50 – εμβόλιμα και μια συμμετοχή σ' ένα αμερικάνικο γουέστερν του Ρόμπερτ Γουάιζ δίπλα στον Τζίμι Κάγκνι, «Tribute to a Bad Man»- η Παπά μπήκε στην διαδρομή της.
Μετά από τρεις αξιόλογες, για την δυνατότητά τους, ελληνικές ταινίες στα τέλη της δεκαετίας του '50 («Ψιτ... Κορίτσια!», «Η Λίμνη των Στεναγμών» του Γρηγορίου και η γνωστή «Μπουμπουλίνα»), έρχονται τα περίφημα «Κανόνια του Ναβαρόνε» (1961) ενώ την ίδια χρονιά ο Γιώργος Τζαβέλλας βλέπει εκείνο που τώρα πια φαντάζει αυτονόητο: Η όψη μιας άλλης ελληνικότητας, λιτής, αγέρωχης, παθιασμένης, ανθεκτικής, σκληρής ενίοτε, εκδικητικής δυνητικά, μοναχικής στα διλήμματά της συχνά, ενσωματώνεται άριστα στο πρόσωπο, τη φωνή και το βλέμμα της Παπά.
Η «Αντιγόνη» έρχεται σαρωτικά, παρουσιάζεται στο Βερολίνο και της δίνει Άρκτο ερμηνείας, βράβευση που επαναλαμβάνεται στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Την επόμενη χρονιά αναλαμβάνει ο Κακογιάννης, με την «Ηλέκτρα». Θεοδωράκης στη μουσική, Βασιλείου στην καλλιτεχνική διεύθυνση, Κακογιάννης και στο μοντάζ, Φέρτης, Κατσέλη, Κατράκης δίπλα στην «ηλεκτρισμένη» Παπά, ω είναι μια θαυμάσια εποχή ν' αναπολείς για την ελληνική τέχνη.
Κάννες, υποψηφιότητα για Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας και θρίαμβος βέβαια στην Θεσσαλονίκη (δεν έβγαινε μόνο «Αλίκη στο Ναυτικό» το '61), κάνουν την Παπά γνωστή σ' όλο τον κινηματογραφικό κόσμο. Το '64 είναι η ώρα του «Ζορμπά», βραβεύονται και συζητώνται όλοι εκτός από την Παπά, βλέποντας όμως την ταινία ποιος δεν θυμάται την σκηνή του λιθοβολισμού; Είναι ξανά επιβλητική σ' έναν ρόλο κόντρα στο μέχρι τότε πρότυπο.
Μετά από τέτοιο ζενίθ τα πράγματα, φυσιολογικά, θα μοιάσουν (και θα είναι) υπολειπόμενα με το θαυμάσιο «Στον Καθένα το Δικό του» (A ciascuno il suo, 1967) του Έλιο Πέτρι να ξεχωρίζει. Την ίδια χρονιά φτάνει μέχρι το Μπρόντγουεϊ, δίπλα σ' έναν κατάξανθο νεαρό ονόματι Γιον Βόιτ, το '69 έρχεται το πασίγνωστο «Ζ» του Γαβρά, που έχει τους θιασώτες και την δεδομένη επίδρασή του και η «Άννα των Χιλίων Ημερών» δίπλα στον Ρίτσαρντ Μπέρτον. Νέο κρούσμα αρχαιοελληνικής μεταφοράς το '71 οι «Τρωάδες» του Κακογιάννη, δίπλα στην Κάθριν Χέπμπερν (που εκτιμούσε βαθύτατα την Παπά ως ηθοποιό) και την Ζενεβιέβ Μπιζόλντ, ενώ το '72 θα την βρούμε στα στοιχειωτικά φωνητικά του «666» των Aphrodite's Child – για την Παπά ανέκαθεν έτρεχε και μια φωνητική καριέρα παράλληλα.
Το '77 ο Κακογιάννης την θέλει Κλυταιμνήστρα στην «Ιφιγένεια», ξανά Κάννες, νέα υποψηφιότητα για Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας και βέβαια νέα διάκριση στην Θεσσαλονίκη. Την επόμενη χρονιά ένας κοσμηματικός δίσκος, οι «Ωδές» του Βαγγέλη Παπαθανασίου, η φωνή της γίνεται το όχημα της δημοτικής, ακλόνητης Ελλάδας και το αποτέλεσμα είναι συνταρακτικό. Το 2022 έμελλε να τους ενώσει ξανά...
Το '80 έρχεται ο «Λέων της Ερήμου» του Μουσταφά Ακάντ, μια επική ταινία στο αποτέλεσμα όσο και στις ιστορίες των τρικυμιωδών της γυρισμάτων. Η Παπά βρίσκεται πια σ' ένα διαρκές απόγειο διασημότητας. Βαλκάνια, Μέση Ανατολή, Αφρική, Αμερική, Ευρώπη, οι παραγωγές που συμμετέχει είναι ακατάπαυστες – και συχνά κατώτερές της.
Για το κορίτσι που ξεκίνησε από την μεγάλη σχολή του Εθνικού, με δάσκαλο τον ίδιο τον Δημήτρη Ροντήρη, που γρήγορα επανεκτίμησε και αναθεώρησε τον τρόπο αυτής της υποκριτικής, που πολιτικοποιήθηκε όταν χρειάστηκε για να διαδηλώσει το ελληνικό πρόβλημα της δικτατορικής επταετίας, που δεν δίστασε να ενσωματώσει την αρχαιοελληνική σημασία στην δραματουργία της – πολύ πριν η μεταπολίτευση μετατρέψει σε καταγέλαστο ταμπού την επίκληση αυτή – που γνώρισε καλλιτεχνική αποθέωση, διεθνή αναγνώριση (και πλήθος ερωτικών κουτσομπολιών, αφού δεν υπήρξε και ποτέ το «καλό κορίτσι») η Παπά κράτησε με σθένος προσωπική και καλλιτεχνική/δημόσια ζωή έξω από κιτρινισμούς και αρνητικές επιδράσεις.
Το προσωνύμιο της «Καρυάτιδας», αν και κλασσικά εξωραϊστικό, είναι εύστοχο όπως της το έδωσε ο Αλέκος Σακελλάριος. Μιας ωραίας γυναίκας, που η αγέρωχη στάση βγαίνει από ένα ακατάτακτο εντός που υπηρετεί με γνήσια χειραφέτηση (ανθρώπινη, όχι απλά γυναικεία), γούστο, αρχές και ήθος. Η Παπά, όσο κι αν μας συμφέρει να την οικειοποιούμαστε, ανήκει στον εαυτό της.