O Λουκάς Κατσίκας μοιράστηκε μισή ώρα παρέα με μια από τις σημαντικότερες ηθοποιούς του παγκόσμιου σινεμά: τη μεγάλη (αν όχι Σιδηρά) κυρία της γαλλικής οθόνης η οποία έχει σήμερα τα γενέθλιά της.
Σαφώς μικροκαμωμένη αλλά με μια παρουσία έντονη, που σου απαγορεύει να την προσπεράσεις επιπόλαια, και ένα ατσαλένιο βλέμμα που σχεδόν απαιτεί την προσοχή σου, η 69χρονη Ιπέρ κουβαλά συνήθως μαζί της τη φήμη της δύστροπης, της απαιτητικής, της δύσκολης. Δημοσιογράφοι έχουν κατά καιρούς παραπονεθεί ότι η ηθοποιός παραμένει μια ψυχρή, αποστασιοποιημένη και ενίοτε κυνική συνομιλητής. Δεν βοηθά σε αυτό και το γεγονός ότι η ίδια έχει καταφέρει, στη διάρκεια των πέντε δεκαετιών που την βλέπουμε στο σινεμά, να κρατά τα χαρτιά της προσωπικής της ζωής σφαλιστά, αφήνοντας μόνο την δουλειά της να μιλήσει για την ίδια.
«Επειδή, όμως, έχει τύχει να υποδυθώ σχετικά εκφοβιστικούς χαρακτήρες στο θέατρο και στο σινεμά, αυτό δεν σημαίνει ότι στην κανονική μου ζωή είμαι κι εγώ ένας από αυτούς», σπεύδει να σημειώσει η Ιπέρ, στο ξεκίνημα της συνάντησής μας. «Οι άνθρωποι που ισχυρίζονται κάτι τέτοιο για μένα, προφανώς έχουν μια εντελώς εξιδανικευμένη άποψη για το πώς πρέπει να άγεται και να φέρεται ένας ηθοποιός ή απλά δυσκολεύονται να διαχωρίσουν έναν ερμηνευτή από έναν ρόλο. Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα είναι δικό τους!».
«Το σινεμά μου έχει επιτρέψει όλα αυτά τα χρόνια να μπορώ να ταξιδέψω σε ένα σωρό διαφορετικές περιοχές του μυαλού»
Μου δόθηκε η ευκαιρία να συναντήσω δύο φορές την Ιζαμπέλ Ιπέρ, για λογαριασμό κάποιας ταινίας που συνήθως συμμετείχε στο Φεστιβάλ Καννών. Κάθε φορά η ηθοποιός μου γεννούσε την εντύπωση ότι κρατούσε το παιχνίδι της κουβέντας με το μέρος της. Θα απαντούσε μόνο στις ερωτήσεις εκείνες που έκρινε σωστό ότι την ενδιαφέρουν και θα σου παραχωρούσε ελάχιστο περιθώριο για οτιδήποτε άλλο. Για θέματα που αφορούσαν σε πιο ιδιωτικές της πτυχές, φυσικά, ούτε λόγος. «Ποτέ δεν θεώρησα αναγκαίο το να μιλήσω ανοιχτά για τη ζωή μου ή να εκμυστηρεύομαι σε δημοσιογράφους πράγματα τα οποία δεν τους αφορούν» ήταν η απάντησή της.
Ισχυρίζεται ότι οδηγήθηκε στην υποκριτική από εφηβική ηλικία, ακολουθώντας πολύ απλά μια παρόρμηση. «Δεν υπάρχει εξήγηση στο γιατί μπορεί κάποιος να θέλει να γίνει ηθοποιός», διευκρινίζει. «Ούτε η ανατροφή σου, ούτε το κοινωνικό σου υπόβαθρο μπορούν να ορίσουν κάτι τέτοιο. Είναι μια επιθυμία που πηγάζει από το πουθενά. Στη δική μου περίπτωση επρόκειτο μάλλον για μια φυσική περιέργεια που είχα από μικρή για όλα τα πράγματα».
Επιμένει, παρ' όλα αυτά, ότι από το νεανικό της κινηματογραφικό ντεμπούτο, το 1972, έως τις μέρες μας, ο χρόνος που κύλησε έχει επιδράσει ελάχιστα επάνω της: «Εξακολουθώ να αισθάνομαι όπως ακριβώς όταν ξεκινούσα. Δεν πιστεύω ότι έχω αλλάξει δραστικά ως ταλέντο στο πέρασμα των ετών, όπως δεν πιστεύω ότι έχει αλλάξει και ο χαρακτήρας μου».
«Δεν ζω με τους ρόλους και με τους χαρακτήρες που ενσαρκώνω. Ζω με εμένα»
Όμως ποιο ακριβώς είναι το κίνητρο που την ωθεί να δουλεύει ασταμάτητα και με τους ίδιους εργασιομανείς ρυθμούς για σαράντα πέντε συνεχόμενα έτη; «Είμαι φύσει ανήσυχος άνθρωπος», μου λέει με ένα συγκρατημένο χαμόγελο στα χείλη και μια αδιάσειστη βεβαιότητα στη φωνή της. «Και έχω συνηθίσει να ανταποκρίνομαι πάντα με θέρμη σε οτιδήποτε μου προσφέρει δελεαστικό πνευματικό ερέθισμα. Το σινεμά μου έχει επιτρέψει όλα αυτά τα χρόνια να μπορώ να ταξιδέψω σε ένα σωρό διαφορετικές περιοχές του μυαλού. Η υποκριτική στάθηκε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για μένα ώστε να επωμισθώ τον ρόλο του διαρκούς ταξιδευτή».
Πώς απαντά στο γεγονός ότι καλείται συχνά να υποδυθεί ένα συγκεκριμένο τύπο δυναμικής και χειραφετημένης γυναίκας; Μήπως και η ίδια βρίσκεται πολύ κοντά σε αυτό το θηλυκό πρότυπο; «Οι περισσότεροι άνθρωποι αναγνωρίζουν σε σένα όσα τους αφήνει να δουν ο ρόλος που παίζεις κάθε φορά», δηλώνει με παροιμιώδη έλλειψη αμφιβολίας. «Η αλήθεια είναι, όμως, ότι δεν ζω με τους ρόλους και με τους χαρακτήρες που ενσαρκώνω. Ζω με εμένα. Με το ίδιο πρόσωπο που αντικρίζω καθημερινά όταν κοιτάξω στον καθρέφτη. Άρα δεν είμαι εγώ εκείνη που βλέπετε στην οθόνη».
Μπορεί να περηφανεύεται ότι έχει απολαύσει βραβεία και συνεργασίες με μερικούς από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες στον κόσμο (Ζαν Λικ Γκοντάρ, Κλοντ Σαμπρόλ, Κλερ Ντενί, Μπερτράν Ταβερνιέ, Αντρέι Βάιντα, Μορίς Πιαλά, Μίκαελ Χάνεκε) και έχει αποκτήσει με τον καιρό τις διαστάσεις και το εκτόπισμα ενός γνήσιου ερμηνευτικού θεσμού για το γαλλικό σινεμά. Της είναι, παρόλα αυτά, αδιανόητο να αντιμετωπίσει τον εαυτό της ως κάτι περισσότερο από αυτό. «Μου φαίνεται παράλογο να με σκέφτομαι ως αστέρα της μεγάλης οθόνης ή ως οτιδήποτε άλλο μου αποδίδουν κατά καιρούς, γιατί στην πραγματικότητα είμαι ένας άνθρωπος που θέλει μόνο να κοιτάζει τη δουλειά του, να προσπαθεί τα καλύτερά του σε αυτήν και μόλις οι υποχρεώσεις του σε κάποια ταινία τελειώσουν, να εξαφανίζεται. Μέχρι την επόμενη ταινία, φυσικά».
Η ιδανική συνθήκη ανάμεσα στη ζωή και την δουλειά της; «Θα ήταν να μην χρειαζόταν να δω ποτέ μια ταινία ή να μιλήσω γι' αυτήν μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της. Θέλω να ανήκω στην οθόνη ή στη σκηνή του θεάτρου για όσο με χρειάζεται το έργο στο οποίο παίζω. Τα υπόλοιπα δεν αφορούν και δεν έχουν ενδιαφέρον για κανέναν». Έχει κανείς αντίρρηση;