Χρόνια πολλά στον Χου Χσιάο Χσιέν, έναν από τους σπουδαιότερους δημιουργούς του σύγχρονου ασιατικού σινεμά
Σήμερα ο Χου Χσιάο Χσιέν γιορτάζει τα 77α γενέθλιά του και το cinemagazine του εύχεται, αναδημοσιεύοντας την κριτική που είχαμε γράψει για την βραβευμένη στις Κάννες «Σιωπηλή Δολοφόνο», την πιο πρόσφατη ταινία του που προβλήθηκε σε πανελλήνια πρώτη προβολή στο 21ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας.
Το να απολαμβάνει κάποιος μια ταινία όπως το «Η Σιωπηλή Δολοφόνος», σε μεγάλη οθόνη και ιδανικές συνθήκες προβολής, μοιάζει με το να επιστρέφει για λίγο στην αυγή του σινεμά: τότε που το νεότευκτο κινηματογραφικό μέσο εφεύρισκε μια νέα γλώσσα μέσω των εικόνων και ενσωμάτωνε στοιχεία από τις υπόλοιπες τέχνες προκειμένου να αγγίξει ένα ανώτερο αισθητικό ιδανικό.
Χάρη στο φιλμ του Χου Χσιάο Χσιέν, και για σπάνια φορά έπειτα από καιρό, το σινεμά επιστρέφει το κοινό σε μια σχεδόν αρχέγονη συνθήκη θέασης, πολύ κοντά στο δέος των πρώτων κινηματογραφικών εικόνων και σε μια κατάσταση πλησίον του διαλογισμού, όπου οι αισθήσεις αποκτούν το προβάδισμα και το αίτημα της ομορφιάς και του καλού γούστου ανάγονται σε αξίωμα.
Πίσω από την παραμυθένια υφή της, μια ταινία όπως η «Σιωπηλή Δολοφόνος» είναι πάνω απ’ όλα ένα μυστήριο πάνω στις αόρατες διεργασίες που μπορούν να μετατρέψουν ένα κομμάτι φιλμ σε ποίηση και να προσφέρουν στον θεατή την ψευδαίσθηση ότι δεν αναπαύεται στο κάθισμά του, όπως συνήθως, αλλά σχεδόν ίπταται, απόλυτα παραδομένος σε μια εμπειρία που αγγίζει τα όρια του υπερβατικού.
Η κάθε λεπτομέρεια ενός σκηνικού, ενός φορέματος, μιας απόχρωσης του ουρανού, του φωτός [...] ανάγεται σε φετίχ
Το δόγμα του «μία εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις» είναι και το πρώτο που μπαίνει σε πλήρη εφαρμογή στην πρώτη δημιουργία του Χου Χσιάο Χσιέν μετά από επτάχρονη κινηματογραφική απουσία και ενώ προηγήθηκε πολυετής προετοιμασία για την πραγματοποίησή της. Ταινία φυσικών ήχων και σιωπών, ελάχιστων διαλόγων, νωχελικών ρυθμών και μιας πεισματικής άρνησης σε οτιδήποτε θα μπορούσε να νοηθεί ως παραδοσιακό ξεδίπλωμα μιας ιστορίας, η «Δολοφόνος» είναι ένα εκστατικό φορμαλιστικό στολίδι που υπόσχεται να αποξενώσει τους θεατές οι οποίοι θέλουν τις αφηγήσεις σαφείς και τους ρυθμούς γοργούς.
Οι υπόλοιποι θα απομείνουν άφωνοι μπροστά σε ένα θέαμα μεγαλειώδους ομορφιάς όπου η κάθε λεπτομέρεια ενός σκηνικού, ενός φορέματος, μιας απόχρωσης του ουρανού, του φωτός που ρίχνει ένα κερί σε ένα δωμάτιο, ενός καταπράσινου δάσους, ενός πύρινου δειλινού ή της ομίχλης που συγκεντρώνεται με τρόπο μαγικό (και χωρίς την επέμβαση κανενός απολύτως εφέ!) γύρω από την κορυφή ενός βουνού ανάγεται σε φετίχ και σε εικαστικό συμβάν.
Αναθέτοντας πρωταγωνιστικό ρόλο και πάλι στο ζευγάρι των Σου Κι και Τσανγκ Τσεν από το «Three Times», ο Ταϊβανός σκηνοθέτης μεταφέρει τους ήρωές του στην Κίνα του 9ου αιώνα, κατά την περίοδο της δυναστείας των Τανγκ. Εκεί, ένα νεαρό κορίτσι που απήχθη σε μικρή ηλικία από την οικογένειά του, και εκπαιδεύτηκε από μια μοναχή με σκοπό να γίνει δεινός εκτελεστής, έρχεται αντιμέτωπο με ένα μεγάλο δίλημμα: πρέπει να αποφασίσει αν θα δολοφονήσει τον κυβερνήτη ενός από τα βασίλεια της χώρας ο οποίος όχι μόνο είναι εξάδελφός της, αλλά και ο μεγάλος της, ανεκπλήρωτος έρωτας.
Επιστρέφει το κοινό σε μια σχεδόν αρχέγονη συνθήκη θέασης, πολύ κοντά στο δέος των πρώτων κινηματογραφικών εικόνων
Φυσικά πολύ πιο εύκολο είναι να σχηματίζει κανείς τη σύνοψη της παραπάνω ιστορίας στο μυαλό του, παρά ενόσω παρακολουθεί το φιλμ και πασχίζει να συλλέξει τα σκόρπια κομμάτια μιας προοδευτικά λαβυρινθώδους ίντριγκας. Το γεγονός μπορεί να δυσκολεύει την άμεση συναισθηματική εμπλοκή με την ταινία, οτιδήποτε δείχνει να χάνει σε επίπεδο αφήγησης, ωστόσο, η «Σιωπηλή Δολοφόνος» το υπερκαλύπτει με μια κατανυκτική επίκληση στις ικανότητες της εικόνας.
Με τη βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας, Μαρκ Λι Πινγκ- Μπινγκ, ο σκηνοθέτης μεγαλουργεί στην προσπάθειά του να αναβιώσει τις ατμόσφαιρες, τις καθημερινές τελετουργίες και το κλίμα μιας εποχής χαμένης στα βάθη του χρόνου. Ο περφεξιονισμός του Χου Χσιάο Χσιέν αγγίζει το ντελίριο και η πλαστικότητα των οπτικών του παραστάσεων ανταγωνίζεται την πειθαρχία και την ομορφιά που έχουν οι πίνακες ζωγραφικής.
Τα χρώματα αποκτούν φανταχτερή ένταση, η ηχητική μπάντα κρατά την αναπνοή της προκειμένου να ακούσει το κελάηδισμα ενός πουλιού ή το τραγούδι ενός τριζονιού, σκηνές μακρηγορούν μέχρι να αγγίξουν τα επίπεδα της καθαρής αφαίρεσης, ένας ονειρικός αέρας φυσάει πάνω από τοπία και ήρωες, η Ιστορία κρυφοκοιτάζει πίσω από αραχνούφαντες κουρτίνες, η ηρωίδα μετατρέπεται σε μια φαντασματική σιλουέτα που προβάλλει μέσα από τις σκιές, σαν μεταφυσική υπενθύμιση της ανθρώπινης πάλης των ενστίκτων, και κάπως έτσι μια καθ' όλα ανορθόδοξη δημιουργία πολεμικών τεχνών μετατρέπεται σε ένα αισθητικό απόγειο.