Χέλμουτ Μπέργκερ (1944-2023): Ο ρευστός δανδής του ευρωπαϊκού σινεμά δεν μένει πια εδώ - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
10:40
19/5

Χέλμουτ Μπέργκερ (1944-2023): Ο ρευστός δανδής του ευρωπαϊκού σινεμά δεν μένει πια εδώ

Ο Αυστριακός ηθοποιός μπορεί να μην είναι γνώριμος σε νεότερες γενιές, υπήρξε ωστόσο ποικιλοτρόπως ξεχωριστή παρουσία σε ευρωπαϊκό σινεμά και τζετ σετ κυρίως της δεκαετίας του ‘70.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Ας επιτραπεί εισαγωγικά μια προσωπική μαρτυρία, που ίσως καλύψει αρκετούς μιας γενιάς. Όταν το 1990 πρωτοείδαμε τον 3ο «Νονό» μια (ακόμα) έκπληξη μας περίμενε στο πρόσωπο του «τραπεζίτη του Βατικανού», Κάιντσιγκ. Τον υποδυόταν ένας ήδη τότε αγνώριστος Χέλμουτ Μπέργκερ. Και που τον ξέραμε εμείς; Για τους δαιμόνιους των ανθούντων τότε βιντεοκλάμπ υπήρχαν δύο ταινίες. Το «Σάλον Κίτι» του Τίντο Μπρας και (σε μια τραγική κόπια βιντεοκασέτας) «Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι» που κάπου εκεί πρωτοδιαβάζαμε κιόλας. Σε μετριότατα (αλλά απολαυστικά) αμφότερα πρωταγωνιστούσε ο Χέλμουτ Μπέργκερ, σε μια εποχή ανδρόγυνης τελειότητας (σε αντίθεση με τον άνθρωπο που έπεσε στη Γη, ας πούμε…), που στη νεανική ακμή του (θα μαθαίναμε αργότερα) υπήρξε κάτι σαν Μούσα για το τζετ σετ, κινηματογραφικό και μη, της Ευρώπης.

Ως Ντόριαν Γκρέι

Οι λίγο μεγαλύτεροι, και σύντομα και εμείς, θα μαθαίναμε ότι ο Μπέργκερ υπήρξε πέρα και πάνω απ’ όλα ορισμένος από την σχέση του με τον Βισκόντι. Σχέση ερωτική, σχέση επαγγελματική, σχέση από εκείνες τις αδιαχώριστες, τις ίσως και ελαφρώς «έκνομες» σήμερα – αν και ποτέ δεν ακούστηκε ο Μπέργκερ να βγαίνει στις εφημερίδες καταγγέλλων. Ο Βισκόντι τον παρουσίασε στην έκθαμβη Ευρώπη στις «Μάγισσες», εκείνο το απολαυστικό πενταμερές σπονδυλωτό, που συνυπέγραφαν οι Βισκόντι, Ντε Σίκα, Μπολονίνι, Παζολίνι και Ρόσι. Δεν ήταν μια μεγάλη ταινία, πότε μια σπονδυλωτή ταινία ήταν, αλλά ήταν μια καλή ευκαιρία για σκηνοθετικές ασκήσεις και, αφού ρωτούν κάποιοι στο βάθος, είναι πολύ κρίμα που δεν συμβαίνουν πια σπονδυλωτές ταινίες.

Στη συνέχεια ήρθαν «Οι Καταραμένοι» (1969) (βλ. άνωθεν βίντεο), ήρθε ο «Λούντβιχ» (1972) και ήρθε και «Η Γοητεία της Αμαρτίας», που για πολλούς είναι ένα διάβασμα της σχέσης τους με τον Βισκόντι και δεν θα συνέβαινε ποτέ αν ο μέγας Μπαρτ Λάνκαστερ δεν έβαζε πλάτη λέγοντας στους παραγωγούς ότι αν πάθει κάτι ο ήδη εύθραυστος τότε από το εγκεφαλικό Βισκόντι, «θα το τελειώσω εγώ». Και στις τρεις ταινίες ο Μπέργκερ μεγαλουργεί – αν και το ρήμα είναι υπερβολικό: Στην πραγματικότητα κυριαρχούσε ο εξωτισμός μιας ανένταχτης φύσης, στολισμένης με μια αδιανόητη ομορφιά. Αυτήν ακριβώς την ομορφιά διέλυε στον «Ludwig», την αριστοτεχνική «άρρωστη» ταινία του σινεμά του ’70 (γενικώς), αυτή ακριβώς η ομορφιά θα χανόταν με σχεδόν βίαιο τρόπο μετά τον θάνατο του Βισκόντι το ’76 που έριξε τον Μπέργκερ στην αγκαλιά καταχρήσεων (από αυτές που δεν κάνουν καλό στην υγεία).

Υπήρξε το πρώτο εξώφυλλο άνδρα της Vogue (μαζί με την φιλενάδα του την Μαρίζα Μπέρενσον – την ξέρετε από το «Μπάρι Λίντον»), δεν εγκατέλειψε την ευρωπαϊκή σκηνή διαπράττοντας ανώνυμες ή στυγνά καλτ ταινίες (Χεσούς Φράνκο, ξέρετε – και ένα πλήρως αναιμικό με την Τέιλορ) και οι μόνες δύο ταινίες βεληνεκούς ήταν «Ο Κήπος των Φίντζι Κοντίνι» (1970) του Ντε Σίκα και βέβαια «Η Ρομαντική Αγγλίδα» (1975) του Λόουζι, που στάθηκε απολύτως και γοητευτικά επάξια ανάμεσα στον Μάικλ Κέιν και την Γκλέντα Τζάκσον.

Στην δεκαετία του ’80 πέρασε για μερικά επεισόδια από την «Δυναστεία» και ο καιρός κύλησε μέχρι το 1990 που τον είδαμε κι εμείς στον 3ο «Νονό», που λέγαμε και στην αρχή. Έκτοτε δεν υπάρχουν για τον υπογράφοντα πολλά να θυμηθεί κανείς – εκτός ίσως από το ότι πέρασε από τον Σεν Λοράν του Μπονελό το 2014, υποδυόμενος τον γερασμένο Υβ, προσωπικότητα που υπό άλλες περιστάσεις και σε άλλους χρόνους θα μπορούσε λόγω φυσιογνωμίας να είχε υποδυθεί στην εντέλεια.

Και έτσι απλά, με την ακανθώδη ηρεμία που συμβαίνουν ως ειδήσεις αυτά πράγματα, χθες έκλεισε ο κύκλος του. Αν κάπου φυλάσσονται μνήμες και εικόνες εποχών, ο Χέλμουτ Μπέργκερ, κάπου εκεί στο περιθώριο της κεντρικής σάλας του μουσείου των εμπειριών, αφήνει χνάρι κάλλους, διονυσιασμών, (ετερόφωτης) καλλιτεχνικής εμβέλειας και οπωσδήποτε μιας προσωπικής οδύνης. Για εμάς, αξέχαστος.