Με αφορμή την κυκλοφορία του εξαιρετικού «Σεντ Ομέρ» στις αίθουσες, η πρωταγωνίστρια της ταινίας Γκουσλαζί Μαλαντά μας μιλά για τις μητέρες «χίμαιρες» και τις γυναίκες «φαντάσματα».
Με δυο μεγάλα βραβεία στο Φεστιβάλ της Βενετίας, αυτό του Αργυρού Λέοντα (Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής), αλλά και τον Χρυσό Λέοντα του Μέλλοντος (Βραβείο Καλύτερης 1ης Ταινίας), η Γαλλίδα Άλις Ντιόπ επιχειρεί στο «Σαιντ Ομέρ», στην πρώτη της μη ντοκιμαντερίστικη δουλειά, να μεταφέρει την τραγωδία της Μήδειας στο σήμερα, με μια καθηλωτική ερμηνεία από την Μαλαντά στον ρόλο μιας μητέρας που κατηγορείται για τον θάνατο της δεκαπέντε μηνών κόρης της.
Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 23ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Ελλάδος, στο οποίο το «Σεντ Ομέρ» απέσπασε το βραβείο Καλύτερης Ταινίας.
φωτογραφίες άρθρου: credit Yannis Zindrilis
Η Γκουσλαζί Μαλαντά στο Q&A που ακολούθησε την προβολή της ταινίας στο 23ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Ελλάδος
Η ιστορία της ταινίας είναι βασισμένη στην πραγματική περίπτωση της Φαμπιέν Καμπού, η οποία καταδικάστηκε τον Νοέμβριο του 2016 για τον θάνατο της δεκαπέντε μηνών κόρης της. Χρησιμοποιήσατε τον χαρακτήρα της Καμπού ως έμπνευση για τον ρόλο σας στην ταινία της Ντιόπ;
Στην αρχή προσπαθώντας να σκεφτώ και να προετοιμαστώ για τη δουλειά του ηθοποιού, αναζήτησα στοιχεία για την δίκη, γρήγορα όμως κατάλαβα ότι δεν ήταν αυτή η σωστή κατεύθυνση και έτσι έκλεισα το Google, δεν αναζήτησα τον φάκελο της υπόθεσης, ούτε ζήτησα να συναντήσω την Φαμπιέν και επικεντρώθηκα αποκλειστικά στο σενάριο, δηλαδή όλη η δουλειά μου ήταν πως θα μπορούσα να αποδώσω αυτό το σενάριο, την αφήγηση, να την κάνω ένα υλικό που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένας ηθοποιός, γι’ αυτό και επικεντρώθηκα εκεί και μπόρεσα έτσι να μπω στα ενδόμυχα, αν θέλετε, του χαρακτήρα αυτού.
Καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας το παίξιμο και το στήσιμο του χαρακτήρα σας, της Λωράνς Κολί, είναι πολύ μετρημένο, πολύ αποστασιοποιημένο, ιδιαίτερα από την στιγμή που το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας διαδραματίζεται μέσα σε μια αίθουσα δικαστηρίου. Υπήρχε κάποια συγκεκριμένη γραμμή από την Ντιόπ για το εν λόγω παίξιμο ή είναι κάτι το οποίο προέκυψε στην πορεία;
Όχι, αλλά ο τρόπος που μιλούσε η Φαμπιέν, ο πραγματικός χαρακτήρας, ήταν γαλλικά τα οποία τα βρίσκουμε ουσιαστικά στα μυθιστορήματα και η ιδέα της σκηνοθέτιδος ήταν να γίνουν σεβαστά τα λόγια της έτσι ακριβώς όπως τα έλεγε, με έναν τρόπο κάπως μυθιστορηματικό, αλλά για να είναι πειστική και είναι ένα απόλυτα δικό της χαρακτηριστικό, η δυνατότητα δηλαδή να χειρίζεται την γλώσσα και να μιλάει τα γαλλικά με αυτόν τον τρόπο.
Στιγμιότυπο από την ταινία «Σαιντ Ομέρ»
Στα ελληνικά έχουμε μια φράση η οποία λέει «αμαρτίες γονέων, παιδεύουσι τέκνα». Η φράση έχει διττή σημασία: είτε ότι τα λάθη των γονιών εξακολουθούν να βαραίνουν τα παιδιά στην μετέπειτα ζωή τους, είτε ότι με αφορμή αυτά τα λάθη, τα παιδιά (εκ)παιδεύονται, γίνονται πιο δυνατά και πιο σοφά στην δική τους ζωή. Ποια από τις δυο ερμηνείες, πιστεύετε, ότι ταιριάζει περισσότερο με την κατάσταση της πρωταγωνίστριας;
Ναι ισχύει αυτό που λέτε. Νομίζω ότι είναι μια ταινία η οποία πραγματεύεται το τι κάνει κάποιος σε σχέση με την γενεαλογία του, την σειρά δηλαδή αυτών που προηγήθηκαν του ίδιου και όσων έπονται μετά από αυτόν. Εδώ ο χαρακτήρας διακόπτει αυτήν τη σειρά σκοτώνοντας το κοριτσάκι, αλλά έχει και μια λογική γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολο να μπορέσεις να ενσωματώσεις αυτήν την γενεαλογία, δηλαδή την μητέρα σου, την γιαγιά σου κλπ. Στην ταινία έχουμε μια γυναίκα που αποφασίζει να καταστρέψει την δική της γενεαλογική σειρά και μια άλλη που δημιουργεί μια καινούργια, που είναι ο χαρακτήρας της Ραμά, έχουμε δηλαδή παράλληλα την δημιουργία και την καταστροφή, γιατί πρέπει να προηγηθεί η βία του να γεννήσεις για να μπορέσει να υπάρξει και η βία του να καταστρέψεις. Είναι πάρα πολλά πράγματα που παίζουν ρόλο σε αυτό όπως η εκπαίδευση και η παιδεία που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Η ταινία παίζει πάρα πολύ σε αυτή την συμφιλίωση που επέρχεται στο τέλος και η οποία είναι απαραίτητη για να μπορέσεις να υποδεχτείς την επόμενη γενιά που έρχεται. Ελπίζω ότι τα παιδιά δεν χρειάζεται να παιδεύονται από τις αμαρτίες των γονιών τους, αλλά βλέπω ότι έχουμε τις δυο περιπτώσεις, η Ραμά που μπόρεσε να συγχωρέσει την μητέρα της και να γίνει με την σειρά της μητέρα και την Λωράνς η οποία δεν τα κατάφερε και σταμάτησε βίαια την σειρά αυτή. Κάποιες φορές τα παιδιά μας βοηθούν να συγχωρήσουμε και κάποιες φορές όχι.
Οι δυο χαρακτήρες, η Ραμά και η Λωράνς μοιράζονται πολλά κοινά στοιχεία μεταξύ τους, σε βαθμό που μοιάζουν σαν να πρόκειται για τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Μετά και τον τελευταία, μεγάλο μονόλογο που υπάρχει στο τέλος της ταινίας, πιστεύετε πράγματι ότι οι γυναίκες είμαστε κατά βάθος «χίμαιρες»;
Ναι, δεν είναι όμως νομίζω τόσο πολύ οι γυναίκες που είναι δυνητικά χίμαιρες, αλλά κυρίως οι μητέρες. Ανεξάρτητα βέβαια του τι θα αποφασίσει κάθε γυναίκα, αν θα έχει παιδιά, ή όχι, αν μπορεί να κάνει παιδιά ή όχι, πιστεύω πως όλες οι γυναίκες φέρουν μέσα τους, στα ενδόμυχά τους, όλες τις προηγούμενες γυναίκες, τις γυναίκες που έχουν προηγηθεί και αυτό οδηγεί σε μια ενέργεια για την δημιουργία του κόσμου. Όλες οι γυναίκες είναι λοιπόν δυνητικά χίμαιρες, αλλά όλες είναι υγιείς, όλες είναι όμορφες, δεν είναι τρελές, δεν είναι τέρατα, οι γυναίκες δεν είναι τέρατα όπως ίσως πολλοί θέλουν να πιστεύουν.
Κατά την διάρκεια της δίκης της, η Λωράνς Κολί είναι ντυμένη στα χρώματα του ξύλινου τοίχου που βρίσκεται ακριβώς πίσω της μέσα στην δικαστηριακή αίθουσα. Αυτό με έβαλε σε σκέψεις αναφορικά με το κατά πόσο μια γυναίκα μετανάστρια, όπως εδώ, είναι κυριολεκτικά αόρατη στα «μάτια» του δικαστικού συστήματος της Γαλλίας, της Ευρώπης αλλά και γενικότερα. Μοιάζει ουσιαστικά σαν ένα σχόλιο πάνω στις συνθήκες που οδήγησαν αυτήν την γυναίκα σε αυτήν την συγκεκριμένη κατάσταση. Επιπρόσθετα, η ταινία θίγει ζητήματα φύλου, χρώματος, κουλτούρας και παράδοσης. Ποιες είναι οι σκέψεις σας αναφορικά με αυτό;
Ναι είναι ακριβώς αυτό. Πρόκειται για ένα είδος γυναίκας «φαντάσματος» και ως εκ τούτου αόρατης και η οποία όταν εμφανίζεται, πάλι εμφανίζεται σαν να είναι αόρατη, είναι μια μεταφορά για την κατάστασή της, σωστά το είδατε, ουσιαστικά η ταινία μας λέει για αυτά που δεν κοιτάμε σχεδόν ποτέ. Μια γυναίκα που είναι μητέρα, που είναι μετανάστρια, που είναι «χίμαιρα», είναι μια μεταφορά για το βλέμμα που έχουμε εμείς και η απόχρωση αυτή είναι στα πλαίσια μια παλέτας, ας πούμε, που θυμίζει πίνακες της Αναγέννησης, μέσα στα πλαίσια μιας μεγαλύτερης ιστορίας. Πρόκειται για μια γυναίκα που μοιάζει με έναν πίνακα που είναι συναρπαστικός, αλλά ταυτόχρονα είναι ένα υποκείμενο και η επιλογή του κοστουμιού από την Αλίς Ντιόπ μας δείχνει αυτό ακριβώς, μια γυναίκα η οποία μπορεί να εξαφανίζεται, αλλά να είναι και παρούσα.
INFO
Η ταινία «Σαιντ Ομέρ» κυκλοφορεί στις αίθουσες σε διανομή της One from the Heart.