Γκλέντα Τζάκσον (1936-2023): Συγκινημένοι αποχαιρετούμε την μεγαλύτερη Βρετανίδα ηθοποιό της ιστορίας
Ένα ασύγκριτο μέγεθος και μια σπουδαία προσωπικότητα του Νησιού – και όχι μόνο – εγκατέλειψε χθες, 15 Ιουνίου, τα εγκόσμια.
Δεν υπάρχουν λίγα λόγια για την Γκλέντα Τζάκσον, μολονότι τόσα θα επιχειρήσουμε (ατυχώς, το γνωρίζουμε ήδη). Τόσο γιατί, λυπηρά, το μέγεθός της διαφεύγει από μια εποχή που δεν είναι πια εξασκημένη στην αναγνώριση του μεγαλείου, όσο και γιατί στην ίδια, ευθυτενής, ευθύβολη και λακωνική πάντα, δεν θα άρεσε. Συγγνώμη, λοιπόν, που δεν θα τα καταφέρω.
Στους αμύητους ο χαρακτηρισμός του τίτλου ίσως φανεί υπερθετικός. Δεν είναι. Υπάρχει βέβαια στόλος προσωπικοτήτων από μια παράδοση ειδικευμένη σε μεγάλους ερμηνευτές. Και κανείς εδώ δεν θέλει να παρακάμψει, ή να παραγνωρίσει μεγέθη όπως αυτά της Βίβιαν Λι, της Τζόαν Πλόουραϊτ, της Βανέσα Ρέντγκρεϊβ, της Τζούντι Ντεντς, της Έμα Τόμσον και της Κέιτ Γουίνσλετ (που είναι ακόμα νωρίς) και, οπωσδήποτε, της μόνης που «αντέχει» την σύγκριση, της Τζούλι Κρίστι. Η Γκλέντα Τζάκσον ήταν όλες αυτές μαζί – και ακόμα παραπέρα.
Το παιδί μιας πόλης κοντά στο Λίβερπουλ, μιας οικογένειας χτίστη και καθαρίστριας, μιας καταγωγής φτωχής και από νωρίς συνειδητοποιημένης πολιτικά, έχει μια καριέρα σε τρία μέτωπα τόσο εντυπωσιακής που δεν αφήνει περιθώριο συγκρίσεων. Η Τζάκσον, σύμφωνα με όποια αναφορά κι αν διαβάσεις υπήρξε μέγιστη στο θέατρο, σημαδιακή στην τηλεόραση και την γνωρίζουμε από πρώτο χέρι ως απαράμιλλη στο σινεμά.
Πήρε βραβεία και τίτλους με τη σέσουλα, ας αρκεστούμε στο Τριπλό Στέμμα της Υποκριτικής, το γεγονός δηλαδή ότι κατέκτησε Τόνι, τρία Έμμι και δύο Όσκαρ, τα πια πολλά από αυτά πριν κλείσει τα 40 της. Δεν είναι ότι δεν έπαιξε αργότερα, έπαιξε – αν και οι ρόλοι άρχισαν να αποδυναμώνονται συγγραφικά – είναι και η ίδια, που μετά από πυκνοκατοικημένη (μα αναλογικά ισχνή) δεκαετία του ‘80, στράφηκε στην πολιτική, για μια κοινοβουλευτική καριέρα με το Κόμμα των Εργατικών. Μια καριέρα λαμπρή, υπό την έννοια του λαϊκού σοσιαλισμού της, της αμίμητης και εδώ στάσης του ανθρώπου που υποτάσσει μεγαλειωδώς τις ιδέες στα ζητήματα. Η Τζάκσον ήταν παντού μια πρέσβειρα της ουσίας – και στο σινεμά, που πρέπει να σταθούμε, την υπηρέτησε ιδεωδώς.
Ο πρώτος credited ρόλος είναι στο «Marat/Sade», ατρόμητη ανάμεσα σε Πάτρικ Μαγκί και Ίαν Ρίτσαρντσον, στην κινηματογραφική μεταφορά του Πίτερ Μπρουκ μιας παράστασης, λένε, προβοκατόρικα ιστορικής. Η Τζάκσον είναι πυρηνικής ισχύος όπλο ερμηνείας. Δύο χρόνια μετά, πρωταγωνιστεί ήδη στις «Ερωτευμένες Γυναίκες», του Κεν Ράσελ, προτού αποτρελαθεί, στη σκηνοθεσία, Ντελρί στη μουσική και η Γκλέντα να κυριεύει Άλαν Μπέιτς και Όλιβερ Ριντ (αυτόν ερωτεύεται), να παίρνει Όσκαρ συνθλίβοντας έναν ασθενικό, έτσι κι αλλιώς, ανταγωνισμό εκείνης της χρονιάς.
Το 1971 παίζει σε τέσσερεις ταινίες, την μία σας την δείξαμε πέρυσι στις Νύχτες Πρεμιέρας, το «Sunday Bloody Sunday» του Σλέσιντζερ. Θεωρητικά δεν είναι δική της ταινία, είναι του Πίτερ Φιντς, πρακτικά στην μετέπειτα σκέψη η δική της είναι η ερμηνεία της ισορροπίας, της συνθετότητας, της «ήττας», του ύψους. Παίζει και στο «Music Lovers» την σύζυγο του Τσαϊκόφκσι (Ρίτσαρντ Τσέιμπερλεϊν), αυτή είναι η εποχή που ο Ράσελ ήδη βυθίζεται στην θυελλώδη του αυταρέσκεια (και αυτή είναι μια από τις αρκετές του αναγνώσεις σε ζωές διάσημων μουσουργών), η ταινία έχει (αναπόδραστα) μια κρουστή, άρρωστη, ονειροπαρμένη γοητεία, η Τζάκσον ισοπεδώνει στον ρόλο. Την ίδια χρονιά παίζει και στο «Mary, Queen of Scots«, υποδυόμενη την Ελισάβετ απέναντι στην Μαίρη της Σκωτίας (Ρέντγκρεϊβ), αγαπάται το έργο, λατρεύεται η μουσική του Τζον Μπάρι, εκπλήσσει ξανά η Τζάκσον στον ρόλο ενός χαρακτήρα που της χάρισε δόξα (και Έμμι, την ίδια χρονιά την υπεδύθη στην τηλεόραση στο «Elizabeth R»). Ίσως να το πούμε εδώ, λόγω μακρινής συγγένειας υλικού: Αν η Τζάκσον είχε ένα ανάλογο στην ιστορία, αυτό είναι η Κάθριν Χέπμπορν. Είχε αυτή τη ρώμη, αυτή την αντισυναισθηματική στέγνια, μια πλήρη περιφρόνηση στο να σαλιαρίζει με τον φακό, μια νευρικότητα τρομερή. Το μόνο κρίμα – και γι’ αυτό δεν χωρά στη λίστα μας με τις 10 σπουδαιότερες του κινηματογράφου (είναι ικανότερη ηθοποιός από τις περισσότερες όμως) – ήταν η περιορισμένης ευρύτητας εργογραφία στο σινεμά. Συνεχίζουμε.
Το 1973 συναντά εκ νέου τον Πίτερ Φιντς στο «Nelson Affair», υποδυόμενη την Λαίδη Χάμιλτον, περί του γνωστού δεσμού το έργο, προτιμούμε τη «Λαίδη Χάμιλτον» με τον Ολίβιε και την Βίβιαν Λι, αλλά η Τζάκσον είναι ξανά κορυφαία. Η μεγάλη στιγμή όμως, και αυτή που «δεν της την είχες», είναι βέβαια το «Touch of Class», ηγερία μια ρομαντικής κομεντί (όταν ήξεραν να τις φτιάχνουν), υπέρκομψη στην Κλεοπατρική (κι αυτή την ερμήνευσε, σε παρωδία στην τηλεόραση!) κώμη της, στεγνή και ακέρδιστη, ευλύγιστα ελαφριά όποτε απαιτείται, παντοδύναμη πραγματικά. Όσκαρ, βέβαια – και εδώ Μπέρνστιν («Εξορκιστής»), Στρέιζαντ («Τα Καλύτερά μας Χρόνια») μένουν στήλες άλατος. Η Τζάκσον, ξανά, απουσιάζει από την αίθουσα και την απονομή.
Ακολουθούν...αδυναμίες, αν εκεί ακολουθούσε με κάτι μεγάλο η κινηματογραφική καριέρα θα ήταν αλλιώς. Όμως το 1975 έρχεται η «Ρομαντική Αγγλίδα», ανυπέρβλητη συνάντηση με τον Τζόζεφ Λόουζι (και τον Μάικλ Κέιν και τον πρόσφατα χαμένο Χέλμουτ Μπέργκερ), ταινία ύψους, ταινία που δυστυχώς ο χρόνος, δηλαδή η Κριτική (για να τα λέμε σωστά) έχει προσπεράσει και αυτό αποκαλύπτει για το ποιόν της παρά για την τεράστια αξία του έργου. Την ίδια χρονιά παίζει την Έντα Γκάμπλερ, από το ομώνυμο έργο του Ίψεν, είναι ξανά υποψήφια για Όσκαρ, είναι σε διαστρικό επίπεδο τόσο η τεχνική της, όσο και η επιλογή του πώς θα παίξει έναν υποτιθέμενα δεδομένο χαρακτήρα του ρεπερτορίου. Η ταινία υπολείπεται, δυστυχώς, της ερμηνείας της.
Συναντά την Μελίνα Μερκούρη στο «Nasty Habits» (1977) του Λίντσεϊ-Χογκ, συναντά ακόμα καλύτερα τον Ματάου στο «House Calls», πόσο καλύτερα έπρεπε να είναι τα πράγματα εδώ (αλλά είναι απόλαυση μαζί), αλλά να μην το πολυλογούμε. Οι ταινίες απο εδώ και πέρα και μέχρι τα τέλη του ’80, είναι μέτριες, είναι άδοξες για κινηματογραφικός επίλογος τέτοιου μεγέθους. Ναι μεν υπάρχουν δύο ταινίες του Ρόμπερτ Όλτμαν (που από τον υπογράφοντα δεν βλέπονται, αλλά οι λάτρεις τις υπολογίζουν), ναι, ξανασυναντά τον Κεν Ράσελ (...), ναι ξαναβρίσκει και τον Τζορτζ Σιγκάλ στο ξέπνοο «Lost and Found», αλλά αφού ένας ρώτησε από το βάθος εγώ θα κρατούσα δύο. Το απολαυστικό «Hopscotch», που είναι η ευτυχής της στιγμή με τον Ματάου (ο οποίος είναι κυρίαρχος στο έργο) και το «Return of the Soldier», μια άγνωστη ταινία του 1982, ένα δράμα αμνησίας και απόνερων του 1ου ΠΠ, στο οποίο η συνύπαρξη με την Τζούλι Κρίστι, την Αν Μάργκρετ (!) και τον Άλαν Μπέιτς, που κρατά τον κεντρικό ρόλο του αμνησιακού στρατιώτη, έχει και εξωκινηματογραφική γοητεία και λειτουργεί δραματικά.
Έλειψε έκτοτε από το σινεμά η Γκλέντα, έως πρόπερσι (έχουμε να περιμένουμε μια ταινία ακόμα, το «Great Escaper», όπου ξαναβρίσκει τον Μάικλ Κέιν!), 31 ολόκληρα χρόνια απουσίας μετά, όταν την είδαμε στο «Mothering Sunday» και γράφαμε κλείνοντας: «Τότε αναλαμβάνει η μέγιστη Γκλέντα Τζάκσον, πάνω από 30 χρόνια μετά την τελευταία της εμφάνιση, η οποία με ισοπεδωτική ταπεινότητα υπογράφει ποια είναι Ιθάκη του ποιητή. Εκεί, το πορτρέτο μιας φλεγόμενης γυναίκας ως καλλιτέχνιδας σε όλες τις ηλικίες, με όλα τα τερτίπια, τους πλεονασμούς και τα πταίσματα, βρίσκει τον τόπο του.»
Αυτή ήταν, όσο ισχνά μπορέσαμε, η Γκλέντα Τζάκσον. Ένας μαγνήτης, μια θύελλα, ένα βαρυτικό κέντρο, κάτι που μπορούσε να είναι βελούδο και γυαλόχαρτο στην διάρκεια μιας στιγμής, μια κομητική λάμψη που με την αφτιασίδωτη ευθύτητα ενός βλέμματος σε κατάπινε ακόμα και σε έργα που δεν άξιζαν να σε καταπιούν. Η έξοδός της είναι η σκληρή τελεία μιας περιόδου που είχε εκπνεύσει, όχι γιατί η Τζάκσον δεν μπόρεσε αλλά γιατί η καλλιτεχνική εποχή αμβλύνθηκε.
Αντίο σπουδαία μας καλλιτέχνιδα.