«Καλύτερα να επαναπαύεσαι στην σιγουριά ότι αυτό που βλέπεις είναι μόνο μια ταινία»: Μια συζήτηση με τον Τζορτζ Ρομέρο
Με αφορμή τη σημερινή επέτειο από τη γέννηση του «πατέρα των ζωντανών νεκρών» ανατρέχουμε σε μια αποκλειστική συνέντευξη, τη μοναδική ίσως που ο Τζορτζ Ρομέρο είχε παραχωρήσει ποτέ σε ελληνικό έντυπο, για λογαριασμό του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ και του Λουκά Κατσίκα. Η συνάντηση έγινε μια δεκαετία πριν ο σκηνοθέτης φύγει από τη ζωή.
Το 1968 ένας πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης ερχόταν από το πουθενά για να αλλάξει με το ντεμπούτο του το πρόσωπο του μοντέρνου σινεμά τρόμου. Ήταν χρονιά κοσμογονικών αλλαγών για την Αμερική και ο μόλις 28 ετών τότε Τζορτζ Ρομέρο προσπαθούσε να αποτυπώσει ρεαλιστικά σε φιλμ το ολότελα παράλογο ενδεχόμενο όπου οι νεκροί θα ξυπνούσαν κάποια μέρα από τον τάφο και θα γύρευαν την τροφή τους ανάμεσα στους ζωντανούς.
Ψάχνοντας απεγνωσμένα χρήματα, ο νεαρός αποφάσισε με μόλις εκατό χιλιάδες δολάρια που είχε συγκεντρώσει από ευκαιριακές δουλειές και συνδρομές φίλων, δανεικά μηχανήματα, ερασιτέχνες ηθοποιούς και ελάχιστες γνώσεις περί κινηματογράφου να υλοποιήσει ένα σενάριο για την συγγραφή του οποίου είχε αφιερώσει αρκετά από τα ξενύχτια των πανεπιστημιακών του χρόνων.
«Η ιδέα δεν ήταν φυσικά πρωτότυπη», παραδέχεται ο σκηνοθέτης, αντικρίζοντάς με πίσω από ένα ζευγάρι μεγάλα σε μέγεθος γυαλιά. «Κατέκλεψα την ιστορία από τον "Ζωντανό Θρύλο" του Ρίτσαρντ Μάθεσον κι αυτό είναι ένα γεγονός το οποίο δεν προσπάθησα ποτέ να αποκρύψω. Μέχρι και με τον ίδιο τον συγγραφέα έφτασα να το συζητήσω κάποια στιγμή». Και ποια ήταν η αντίδραση εκείνου; «Συμφωνήσαμε να του δίνω το 10% των εσόδων μου από κάθε ταινία που κάνω», απαντά ο Ρομέρο αστειευόμενος.
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες γυρίστηκε η θρυλική «Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών» ήταν παροιμιώδεις. Χρήματα δεν υπήρχαν καθόλου, η καλύβα στην οποία εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο μέρος της δράσης χρησιμοποιήθηκε από τους περισσότερους συντελεστές του φιλμ ως κατάλυμα, τρεχούμενο νερό δεν υφίστατο και χρειάστηκε όλοι να πλένονται σε γύρω ποτάμια.
«Χρησιμοποίησα τα ζόμπι ως ένα όχημα για να ταξιδέψω στην κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα μου από δεκαετία σε δεκαετία»
Σε ένα τέτοιο καθεστώς απόλυτης ελευθερίας, που με κάποιον τρόπο αναπαρήγαγε την ιδιαίτερα δημοφιλή εκείνες τις μέρες ζωή των χίπικων κοινοβίων, ξεπήδησε μια από τις πιο επιδραστικές δημιουργίες τρόμου που έγιναν ποτέ. Πίσω από την επίφαση μιας φτηνιάρικης ταινίας εκμετάλλευσης-από εκείνες που κατέληγαν να κάνουν καριέρα αποκλειστικά στους ντράιβ ιν κινηματογράφους της εποχής, ο Ρομέρο επιφύλασσε μια πανίσχυρη και βαθύτατα πεσιμιστική παραβολή πάνω στην Αμερική του ’60.
Καθώς οι νεκροί αναδύονται μέσα από το ξερό χώμα, ο νεαρότατος σκηνοθέτης ύψωνε αυθάδικα το μεσαίο δάχτυλο στα ταμπού και τις αξίες που καλλιεργούσε η πιο συντηρητική μερίδα πληθυσμού της χώρας του, απεικονίζοντας τους συμπατριώτες του να αλληλοσπαράζονται και οικογένειες να τρέφονται από τις σάρκες των μελών τους, καθώς αποκρουστικές σε λεπτομέρεια σκηνές φρίκης έκαναν πολλούς θεατές να χάσουν το χρώμα τους και πολύ περισσότερους να χάσουν τον ύπνο τους.
Το θράσος του Ρομέρο δεν σταματούσε εντούτοις εκεί: τον καιρό που οι αγώνες ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις άγγιζαν το απόγειό τους και ο ρατσισμός εξακολουθούσε να καιροφυλακτεί σε πολλές πολιτείες, ο νεαρός σκηνοθέτης έστεφε ήρωά του έναν θαρραλέο μαύρο ο οποίος βοηθά όσο κανείς άλλος στην καταπολέμηση του κακού, για να βρεθεί στο τέλος του φιλμ δολοφονημένος εν ψυχρώ από τις σφαίρες των λευκών.
«Η αλήθεια» εξομολογείται ο σκηνοθέτης στην διάρκεια της συνάντησής μας, «είναι πως χρησιμοποίησα τα ζόμπι ως ένα όχημα για να ταξιδέψω στην κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα μου από δεκαετία σε δεκαετία. Κι αυτό που διαπίστωσα είναι ότι τα πράγματα έχουν κατορθώσει να μένουν ίδια. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να υφίστανται τις συνέπειες των ολέθριων πράξεων στις οποίες καταφεύγουν οι λάθος κυβερνήσεις».
Δέκα χρόνια αφότου η «Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών» οδήγησε ολόκληρο το σινεμά τρόμου σε μια βίαιη και πολύ σκληρή ενηλικίωση, ο Ρομέρο αντλούσε από τον αιματοβαμμένο κόσμο των ζόμπι μια δεύτερη και ακόμη καλύτερη ταινία. Έχοντας γυριστεί για το ποσό του ενάμισι εκατομμυρίου δολαρίων και αποφέροντας εισπρακτικά τον αριθμό-φαινόμενο των σαράντα εκατομμυρίων, το αριστουργηματικό «Ξύπνημα Των Ζωντανών Νεκρών» ήταν ειρωνικά τοποθετημένο σε ένα εμπορικό κέντρο που έμοιαζε με τελευταίο απομεινάρι του δυτικού πολιτισμού και το οποίο βρισκόταν πολιορκημένο από τις στρατιές των λυσσαλέων ζόμπι.
«Η ταινία αυτή μιλούσε για την καταναλωτική μανία που έβλεπα να ρουφά ολοένα και περισσότερο την χώρα στα χρόνια του ‘70» σημειώνει ο δημιουργός της οξύτατης αυτής αλληγορίας. «Αποφάσισα παρ’ όλα αυτά να γυρίσω το φιλμ με αρκετό χιούμορ προκειμένου να υπονομεύσω λίγο το βαρύ περιεχόμενο της προηγούμενης ταινίας».
Για την βίαιη και δυσοίωνη «Μέρα των Νεκρών» που ακολούθησε το 1985, ο Τζορτζ Ρομέρο αντιδρούσε ενάντια στην μιλιταριστική υστερία των ημερών της διακυβέρνησης Ρέιγκαν και της αναζωπύρωσης του Ψυχρού Πολέμου. «Είναι σαφώς η πιο σκοτεινή ταινία μου», πιστεύει ο σκηνοθέτης, «γιατί προσπαθούσα να απεικονίσω με αυτήν την σταδιακή ρήξη και παρακμή καθετί ωραίου από τα όνειρα που είχε η γενιά μου στις μέρες του ’60. Τις προσδοκίες που έβλεπα να μετουσιώνονται σε μια σαφώς πιο βάναυση και διαβολική εποχή. Στην δεκαετία του ’80 ένιωθα πλέον τα πάντα να καταρρέουν».
Παρ’ όλο που οι θαυμαστές των ταινιών ζόμπι του σκηνοθέτη εξακολουθούν να θεωρούν την «Μέρα» ως την πιο αποπνικτική προσθήκη της σειράς, ο Τζορτζ Ρομέρο απέδειξε με ένα διάλειμμα είκοσι ετών ότι είχε φυλάξει ένα σεβαστό ποσοστό πεσιμισμού για τα…γεράματα. Σαν ένα σύμπτωμα αντίδρασης απέναντι στην τρομοκρατική παράνοια που έπληξε την Αμερική αμέσως μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου στους Δίδυμους Πύργους, ο σκηνοθέτης επανέφερε τα προσφιλή ανθρωπόμορφα τέρατά του πίσω στον κόσμο των ζωντανών για λογαριασμό μίας ακόμη ταινίας κι ενός ακόμη καίριου σχολίου στα όσα έβλεπε με ανησυχία να συμβαίνουν γύρω του.
Αρχές της δεκαετίας του '80 με τον Στίβεν Κινγκ
«Με την "Χώρα των Ζωντανών Νεκρών"» λέει «προσπάθησα το 2005 να πλάσω μια συμβολική αλλά αρκετά ξεκάθαρη εικόνα των σημερινών Ηνωμένων Πολιτειών. Να παρουσιάσω μια χώρα απομονωμένη από τον υπόλοιπο πλανήτη, η οποία ζει με τις μεγάλες ιδέες της, με την ψευδαίσθηση ότι είναι ανίκητη και απροσπέλαστη και με την κυβέρνηση να εξασκεί αυθαίρετα την εξουσία».
Η μουδιασμένη εμπορική πορεία που συνάντησε η ταινία παγκοσμίως έκανε τους πάντες να πιστέψουν ότι ο πατέρας των κινηματογραφικών ζόμπι είχε πει οριστικά και αμετάκλητα την τελευταία του κουβέντα. Με μια αιφνίδια, ωστόσο, κίνηση, ο παλαίμαχος Ρομέρο ξαναγύρισε στην αγαπημένη του σειρά άλλες δύο φορές.
Δεν ήταν ο μόνος πλέον. Η επιθυμία του σημερινού κοινού για ολοένα και περισσότερες τέτοιες ταινίες γινόταν όλο και μεγαλύτερη, με αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό των κινηματογραφικών και τηλεοπτικών ζόμπι. ο Ρομέρο την δικαιολογεί ως «μια δίοδο φυγής. Ο κόσμος έχει γίνει ένα πραγματικά φρικτό μέρος και μάλλον είναι πιο ασφαλές να τρομάζεις και να πανικοβάλλεσαι στην ασφάλεια που σου προσφέρει η σκοτεινή αίθουσα και η άνεση του καθίσματός σου. Να επαναπαύεσαι στην σιγουριά ότι αυτό που βλέπεις είναι μόνο μια ταινία. Είναι ένας τρόπος να εξορκίζεις για λίγο τις μόνιμες φοβίες και τους συλλογικούς πανικούς που σε περιμένουν στην πραγματική ζωή».