Τo cinemagazine συγκεντρώνει μερικές από τις κορυφαίες ταινίες που έγιναν ποτέ και γράφει αναλυτικά γι’ αυτές. Σήμερα το σαρδόνιο και άκρως επιτυχημένο θεατρικό έργο του Άντονι Σέφερ στην κινηματογραφική μεταχείριση που του άξιζε.
Για σπάνιες περιπτώσεις ταινιών - όπως ισχύει με το «Σλουθ» - που απαιτούν από σένα να τις δεις και να μην αποκαλύψεις τα μυστικά τους, κείμενα όπως αυτό που ακολουθεί οφείλουν να σεβαστούν μια τέτοια επιθυμία. Δεν τυχαίνει συχνά, άλλωστε, μια ταινία να έχει κατορθώσει, επί πενήντα σχεδόν χρόνια τώρα, να κρατά καλά φυλαγμένες τις εκπλήξεις που επιφυλάσσει στην πλούσια πλοκή της.
Το «Σλουθ» γεννήθηκε από την θεατρική πένα του Άντονι Σέφερ. Ανέβηκε στο σανίδι του λονδρέζικου Γουέστ Εντ και του νεοϋορκέζικου Μπρόντγουεϊ το 1970 και ολοκλήρωσε την πορεία του μετά από 4.500 περίπου παραστάσεις, έχοντας αποτελέσει μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του σύγχρονου βρετανικού θεάτρου. Ο λόγος της απήχησής του ήταν απλός και απολύτως δικαιολογημένος: ο Σέφερ σκαρφιζόταν στις σελίδες του ένα σχεδόν σατανικό παιχνίδι εξουσίας, επικράτησης και αλλεπάλληλων ανατροπών. Το μοίραζε ανάμεσα σε δύο ψυχωτικούς συμμετέχοντες, το εμπλούτιζε με μερικές από τις πιο αιχμηρές στιχομυθίες που έχουν γραφτεί στο μοντέρνο θέατρο και φρόντιζε ώστε με κάθε αιφνίδια τροπή της ιστορίας να προηγείται διαρκώς ένα βήμα μπροστά από το κοινό. Ο θεατής που πλήρωνε εισιτήριο για να δει το «Σλουθ» επί σκηνής αντίκριζε μια σύνθετη παρτίδα σκάκι, της οποίας την ψυχολογία των παιχτών ήταν αδύνατο να προβλέψει μεμιάς, τις ανατροπές της πλοκής απίθανο να μαντέψει και την τελική έκβαση να φανταστεί.
Το «Σλουθ» μοιάζει με θαυμαστό κουτί. Το ανοίγεις και συναντάς μέσα του μόνο εκπλήξεις
Χωρίς να θέλω να αποκαλύψω πολλά από την παμπόνηρη δομή του «Σλουθ», θα πω μόνο ότι πρωταγωνιστές του είναι ένας διάσημος συγγραφέας βιβλίων αστυνομικού μυστηρίου και ένας άσημος κομμωτής. Ο πρώτος επωμίζεται τον άχαρο ρόλο του απατημένου συζύγου. Ο δεύτερος είναι ο άντρας για τον οποίο τον εγκατέλειψε η γυναίκα του. Ο συγγραφέας μένει πλέον μόνος σε μια απομονωμένη γοτθική έπαυλη την οποία έχει μετατρέψει σε έναν ατελείωτο παιχνιδότοπο γεμάτο μηχανικές κούκλες, πλαστικούς κλόουν, κινέζικες μινιατούρες, κρυμμένους σκελετούς. Σε αυτό το σπίτι προτίθεται να φιλοξενήσει τον αρκετά νεότερό του ερωτικό αντίζηλο. Τον προσκαλεί και προοδευτικά τον παγιδεύει σε έναν σύνθετο ιστό που σκοπό έχει να τον οδηγήσει στον εξευτελισμό και την ταπείνωση. Γιατί το παιχνίδι που εκτυλίσσεται ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές του «Σλουθ» δεν κρύβει τίποτα το αθώο μέσα του. Αντίθετα, προδίδει από νωρίς ότι πρόκειται για ένα ενήλικο ξεκαθάρισμα λογαριασμών που πραγματώνεται με όρους κοινωνικούς, ταξικούς και σεξουαλικούς.
Ο Σέφερ χωρίζει το έργο σε δύο νοητά μέρη. Στο πρώτο μέρος, ο ζηλόφθονος συγγραφέας ορίζει τους κανονισμούς της ιδιόρρυθμης πλεκτάνης που έχει σκαρφιστεί με σκοπό να κατατροπώσει τον ανταγωνιστή του. Στο δεύτερο μέρος, ο ανταγωνιστής ανατρέπει τους ισχύοντες κανόνες για να πάρει την ανορθόδοξη παρτίδα σκάκι στα χέρια του και να αποδείξει στον αντίπαλό του με τον πιο δαιμόνιο τρόπο πόσο πολύ τον είχε εξαρχής υποτιμήσει.
Ο Λόρενς Ολίβιε και ο Μάικλ Κέιν υποχρεώνουν επί δύο και κάτι ώρες να τους παρακολουθείς αποσβολωμένος στο διεστραμμένο παιχνίδι που έχουν σκαρφιστεί
Ένας βετεράνος της υποκριτικής και ένας λιγότερο γνωστός συνάδελφός του υποδύθηκαν αρχικά στο θέατρο τους ήρωες του «Σλουθ». Ο Άντονι Κουέιλ έπαιξε τον συγγραφέα και ο Κιθ Μπάξτερ τον κομμωτή. Κι ενώ δεν αμφισβητώ την αποτελεσματικότητα των δύο αυτών ερμηνευτών στους ρόλους τους, μου είναι αδύνατο να φανταστώ το «Σλουθ» χωριστά από το δίδυμο που κλήθηκε να το ενσαρκώσει στο σινεμά. Ερχόμενοι σε εξαιρετικό συγχρονισμό τόσο με την περίτεχνη λεκτική ρυθμολογία του έργου όσο και μεταξύ τους, ο Λόρενς Ολίβιε και ο Μάικλ Κέιν υποχρεώνουν επί δύο και κάτι ώρες να τους παρακολουθείς αποσβολωμένος, βλέποντάς τους να μηχανορραφούν, να σαρκάζονται, να αγωνιούν και να σφαδάζουν στην ξέφρενη πορεία τους για το ποιος θα στεφθεί νικητής στο διεστραμμένο παιχνίδι που έχουν σκαρφιστεί.
Το κινηματογραφικό «Σλουθ» δεν αποτελεί ωστόσο μόνο ένα ερμηνευτικό θαύμα. Συντάσσει κι ένα έξοχο μάθημα για το πώς οφείλει κανείς να διασκευάζει θέατρο για τις ανάγκες της μεγάλης οθόνης. Παρ’ όλο που βρισκόταν στην δύση της καριέρας του (το «Σλουθ» αποτέλεσε άλλωστε το κύκνειο άσμα του), ο Τζόζεφ Λ. Μάνκιεβιτς («Όλα για την Εύα») ανταποκρίνεται σε αυτό το θρίλερ δωματίου με ενθουσιασμό νεανικό, σεβόμενος απόλυτα τους όρους του αρχικού εμπνευστή του και ξεφεύγοντας από τους θεατρικούς περιορισμούς που επέβαλε το έργο.
Με μια κάμερα που δεν σταματά λεπτό να ακολουθεί κυκλωτικά τους ήρωες, αξιοποιεί όσο περισσότερες γωνίες μπορεί από το εξεζητημένο σκηνικό στο οποίο εγκλωβίζεται η δράση. Διαλέγοντας από την άλλη να μην φανεί υπεροπτικός απέναντι στο κείμενο στο οποίο βασίζεται, ο Μάνκιεβιτς βουτά τη σκηνοθεσία του βαθιά σε καθεμιά από τις πυκνογραμμένες σελίδες του Σέφερ. Η ταινία του αποθεώνει τη δύναμη του γραπτού λόγου, των διαλογικών μερών, της πιο έξοχης υποκριτικής. Από αυτά ρουφά το διεστραμμένο κέφι της. Τις λεπτομέρειες, ωστόσο, είναι καλύτερο να τις ανακαλύψει καθένας θεατής μόνος του. Το «Σλουθ» μοιάζει με θαυμαστό κουτί. Το ανοίγεις και συναντάς μέσα του μόνο εκπλήξεις.
SLEUTH
ΗΠΑ - ΗΝ.ΒΑΣΙΛΕΙΟ, 1972
Σκηνοθεσία: Τζόζεφ Λ. Μάνκιεβιτς Σενάριο: Άντονι Σέφερ Φωτογραφία: Όσγουολντ Μόρις Μουσική: Τζον Άντισον Πρωταγωνιστούν: Λόρενς Ολίβιε, Μάικλ Κέιν Διάρκεια: 138’