Ο Μαρξ, ο Φρόιντ, ο Ράιχ, το σεξ, η ψυχολογία, το «Μαύρο Κύμα» και ο σουρεαλισμός, όσα συνδέθηκαν με το όνομα ενός αυθεντικού αναρχικού του σινεμά, που πέθανε στα 86 του χρόνια στο Βελιγράδι, έχοντας εκφράσει από νωρίς και με μοναδικό τρόπο τα πιστεύω του.
Το «Μαύρο Κύμα» ήταν ο όρος που δόθηκε σε μια νέα γενιά Γιουγκοσλάβων σκηνοθετών στα μέσα της δεκαετίας του '60, που σε αντιστοιχία με τις άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ βρήκαν στην κάμερα το ιδανικό μέσο έκφρασης του αδιεξόδου που προέκυπτε από το ιδεολογικό κενό ανάμεσα στα υψηλά επαναστατικά ιδανικά στα οποία χτίστηκαν οι κοινωνίες τους και την εκφυλισμένη του εκτέλεση στην καθημερινότητα. Ο Σέρβος Ζίκα Πάβλοβιτς ήταν ο πρώτος που εξήγαγε το κίνημα στον υπόλοιπο κόσμο, όπως αν σήμερα υπάρχει ένας σκηνοθέτης που ταυτίζεται με αυτή τη γενιά είναι ο Ντούσαν Μακαβέγιεφ.
Γεννημένος στο Βελιγράδι, σε έναν δρόμο που ξανασυνάντησε το 1994 για τις ανάγκες του βρετανικού ντοκιμαντέρ «A Hole in the Soul», ξεκίνησε να βλέπει ταινίες από πολύ μικρή ηλικία. Σε μια παλιότερη συνέντευξή του θυμήθηκε την προβολή της ταινίας της Disney, «Η Χιονάτη και οι Επτά Νάνοι» λέγοντας πως πίστευε βγαίνοντας από το σινεμά, ότι είχε δει το μεγαλύτερο δώρο που έφτιαξε κάποιος για τα παιδιά της ηλικίας του, ενώ η επαφή του με αντίστοιχες δημιουργίες εξ Αμερικής συνεχίστηκε ως το ξεκίνημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μεταπολεμικά σπούδασε ψυχολογία, πειραματίστηκε με ταινίες μικρού μήκους, έφτιαξε τις ιδεολογικές του βάσεις τις οποίες προσπάθησε να μεταδώσει μέσω της συγγραφικής του δουλειάς, δημοσιεύοντας κριτικές και δοκίμια. Όταν ξεκίνησε να σκηνοθετήσει την πρώτη μεγάλου μήκους δουλειά του, «Ο Άνθρωπος Δεν Είναι Πουλί» δεν ήταν ένας νέος που ψάχνονταν αλλά ένας έτοιμος καλλιτέχνης, γεμάτος από λογοτεχνικές και κινηματογραφικές αναφορές, που αντιλήφθηκε ότι μέσω της εικόνας μπορούσε να εκφράσει καθαρότερα το σατιρικό ύφος που έχτιζε ήδη και τις πολλαπλές παράλληλες ιστορίες που ήθελε να αφηγείται. Μαζί με τους υπόλοιπους συμπατριώτες του «Μαύρου Κύματος» αντιστάθηκε στα εύκολα χρήματα παραγωγών από τις ΗΠΑ που έρχονταν εκείνα τα χρόνια (και) στη Γιουγκοσλαβία για φθηνά γυρίσματα, ξεκινώντας κάτι πολύ πιο προσωπικό.
«Ο Άνθρωπος Δεν Είναι Πουλί» (1965)
Ο Μακαβέγιεφ έβαλε στο ίδιο τραπέζι τον Μαρξ και με τον Φρόιντ, προσθέτοντας στη διαλεκτική του δεύτερου πολλαπλές αναφορές των ιδεών του Βίλχελμ Ράιχ για τις οποίες βρέθηκε φυλακισμένος από μια κοινωνία που αδυνατούσε να τις στηρίξει. Για τον Μακαβέγιεφ η επανάσταση τελείται σε καθημερινή βάση, με την προϋπόθεση ότι τελείται από απελευθερωμένα σώματα, ανθρώπους που γνώρισαν τη σωματική ηδονή που προηγείται της κοινωνικής ουτοπίας. Για να φτάσεις στις ιδέες του Μαρξ, οφείλεις να μελετήσεις πρώτα τον Φρόιντ, να λύσεις τα προσωπικά σου συμπλέγματα, να μελετήσεις τις συγκρούσεις των εικόνων που βλέπεις καθημερινά μπροστά σου.
Γερά θεμέλια αυτού του ιδεολογικού πυρήνα, μπολιασμένα με ανατρεπτικό χιούμορ και χαλαρούς κώδικες που δεν κάνουν τα φιλμ του μυστικιστικά αλλά σχεδόν σου πετούν στα μούτρα τα όσα διατείνονται, είναι η τριλογία που ολοκληρώνει το εντός Γιουγκοσλαβίας έργο του, τα «Ο Άνθρωπος Δεν Είναι Πουλί» (1965), «Έγκλημα Ζηλοτυπίας» (1967) και «Innocence Unprotected» (1968), μέχρι που το ταξίδι του εκτός χώρας αποφέρει ένα φιλμ-ωρολογιακή βόμβα. Τα «Μυστήρια του Οργανισμού» («WR: Mysteries of the Organism», 1971), ένα κολάζ τεσσάρων ταινιών σε συσκευασία μίας είναι μια ιδανική σύνοψη του αναρχικού αλλά παράλληλα συνεκτικού σινεμά του. Ο Ράιχ, οι ΗΠΑ, το σοβιετικό σινεμά, η ηδονή φτιάχνουν ένα ασταμάτητο τσίρκο υπέρ του ανθρώπινου σώματος, του σεξ και του σοσιαλισμού όπως τον φαντάζεται ο ίδιος. Φτιαγμένο στην ιδανική εποχή της αμφισβήτησης (αρχές 70ς), με τον ίδιο να μοιάζει πλέον ως έναν πολίτης του κόσμου που δέχεται στη μεγάλη αγκαλιά του ομοϊδεάτες, χωρίς να τον νοιάζει η καταγωγή τους.
«Τα Μυστήρια του Οργανισμού» (1971)
Στο ίδιο μοτίβο, το 1974 γυρίζει το «Sweet Movie», πασίγνωστο και στη χώρα μας λόγω της εμπλοκής του Μάνου Χατζιδάκη, ένα φιλμ «από ζάχαρη, μια κωμωδία ερωτική ελαφρώς αρωματισμένη με αντιψυχιατρική» όπως περιγράφεται από τον ίδιο. Το πλοίο με τον δακρυσμένο Μαρξ που δεν σταματά ποτέ, σαν ένας θρήνος για μια σειρά ιδεών που δεν έγιναν ποτέ πράξη, η εμμονή με το σώμα και η υποταγή του στον σύγχρονο κόσμο των αγαθών κάνουν την ταινία ιδεολογικό σύμβολο ενός ανθρώπου που ακόμη και αν είσαι στην απέναντι πλευρά των απόψεων, δε μπορείς να μη θαυμάσεις το υπεράνω όλων χιούμορ του αλλά και τις αισθητικές του υπερβάσεις, ένα ταξίδι σε γεύσεις και απολαύσεις που σε παρασύρει σαν ζεστή σοκολάτα, αλλά και κάλεσμα για σωματική απελευθέρωση που μοιάζει σχεδόν αδιανόητο να κινηματογραφηθεί σήμερα – ή θα γίνονταν μόνο με τα σίγουρα λεφτά ενός ιδρύματος με μεγάλο κύρος, με σκοπό την προστασία του κύρους του και τίποτε άλλο.
«Sweet Movie» (1974)
Χρειάστηκαν επτά χρόνια για να επιστρέψει στο σινεμά, κάτι που έκανε το 1981 με το «Μοντενέγκρο: Γουρούνια και Μαργαριτάρια», γυρισμένο στη Σουηδία, με μια εύπορη αλλά βαρεμένη νοικοκυρά να περνά τυχαία ένα βράδυ με δύο μποέμ Γιουγκοσλάβους, αμφισβητώντας πλέον πολύ επιθετικά τα όσα πίστευε ως τότε. Τέσσερα χρόνια αργότερα βρέθηκε στην Αυστραλία υπογράφοντας το προβληματικό στην παραγωγή, αλλά θεοπάλαβο στο αποτέλεσμά του, «The Coca Cola Kid», με τον Έρικ Ρόμπερτς ως εκπρόσωπο του καπιταλισμού να φτάνει in the land down under προσπαθώντας να καταλάβει γιατί σε μια περιοχή της χώρας δεν πωλείται ούτε μία Coca Cola. Η ταινία είχε μια πολύ πιο απλοϊκή ιδεολογική σύγκρουση πολιτισμών και απόψεων και έγινε δίχως τη παραμικρή εμπλοκή της εταιρίας, παρά τον πρωταγωνιστικό ρόλο του προϊόντος, αλλά η εταιρία δεν προσέφυγε στο δικαστήριο καθώς η εικόνα της ήταν (χιουμοριστικά) θετική.
Το 1988 τον ξαναβρίσκει στις ΗΠΑ με το «Manifesto» και το 1993 επιστρέφει στην πατρίδα του με το «Ο Γορίλας Κάνει Μπάνιο το Μεσημέρι», σκουπίζοντας κουτσουλιές από το άγαλμα του Λένιν, σε έναν κόσμο που πλέον άλλαζε ραγδαία και μια χώρα που μετέτρεψε την εσωστρέφειά της σε άγρια βία. Το 1996 ολοκληρώνει ουσιαστικά το έργο του με μια χιουμοριστική ματιά στον κόσμο της πορνογραφίας, το «Danish Girls Show Everything», ζει μετά στο Παρίσι και βλέπει με τα χρόνια τις ταινίες του να μεταλλάσσονται από σκονισμένες μπομπίνες σε ευπαρουσίαστα κουτάκια για τις νεότερες γενιές. Η Criterion, με τη σειρά Eclipse, έκανε ξανά προσβάσιμο το έργο του στις ΗΠΑ, τουλάχιστον ως τα 70ς και στο «Sweet Movie».
Ο θάνατός του επανέφερε τη συζήτηση για το αν το σινεμά του είναι ένα απομεινάρι του Μάη του ’68 και της εποχής της αμφισβήτησης ή αν μπορεί να έχει θέση σήμερα που υπάρχουν ξεκάθαροι νικητές και ηττημένοι. Ο Μακαβέγιεφ στηρίχθηκε πάρα πολύ στη σάτιρα, αναγνωρίζοντας πως η διακήρυξη των ιδεών του με έναν πιο ξύλινο και διδακτικό λόγο θα είχαν στείλει τις ταινίες του νωρίς στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Αντιθέτως αφέθηκε στις απολαύσεις των αισθήσεων, τις έβαλε μπροστά από την όποια ακαδημαϊκή μόρφωση (που δεν έχει να προσφέρει κάτι αν ο δέκτης της είναι ένα καταπιεσμένο σώμα) φτιάχνοντας ένα ολότελα δικό του σουρεαλιστικό σύμπαν, μια προσωπική υπογραφή πολύ διακριτή που η φθορά του χρόνου δε φαίνεται να την αγγίζει.
Δείγμα του καυστικού χιούμορ του μπορείτε να δείτε στην παρακάτω τηλεοπτική συνέντευξη που έδωσε στο Channel 4, με αφορμή την προβολή της ταινίας «Μυστήρια του Οργανισμού».