«La Dolce Vita»: Η (όχι και τόσο) γλυκιά ζωή του αξεπέραστου ευρωπαϊκού κινηματογραφικού '60
Σαν σήμερα γνωρίζει την ρωμαϊκή της πρεμιέρα, η ταινία-τομή του Φεντερίκο Φελίνι εγκαινιάζοντας την πιο μεγάλη εποχή του ευρωπαϊκού σινεμά.
Συζητώντας για σπουδαίες χρονιές στην ιστορία του σινεμά, σκέφτεσαι, ας πούμε, το 1960: Λιτά βλέποντάς το (όχι δηλαδή από πέντε τίτλους κάθε χώρας – που εύκολα βρίσκεις για το 1960) οι ΗΠΑ συνεισφέρουν ένα «Ψυχώ» και μια «Γκαρσονιέρα» (16 και 15 Ιουνίου βγήκαν, φαντάσου κριτικές τεύχους!), η Γαλλία ένα κάποιο «Με Κομμένη την Ανάσα», αλλά αν θες κι ένα «Μάτια Δίχως Πρόσωπο», βγάζει κι η Ιαπωνία το «Late Autumn» του Όζου, σκάει και η πρώιμη Τσεχοσλοβάκικη Άνοιξη («Ο Ρωμαίος η Ιουλιέτα και το Σκοτάδι»), έχεις κι έναν «Σπάρτακο» για το υπερθέαμα και για την επισφράγιση αναμένεις και την Ιταλία, που επί 10 χρόνια πριν σε προτεοιμάζει για την έκρηξη του κινηματογραφικού ηφαιστείου. Αντονιόνι «Η Περιπέτεια», Βισκόντι «Ο Ρόκο και τ΄Αδέλφια του», Φελίνι η «Γλυκιά Ζωή».
Σε μια χρονιά.
Κι όπως κάθε έκρηξη ηφαιστείου αλλάζει τον γεωφυσικό χάρτη, έτσι και η έξοδος τέτοιων έργων, αλλάζει τον κινηματογραφικό, αλλάζει και την κουλτούρα της εποχής. Και η «Γλυκιά Ζωή» εξερράγη κι άφησε γύρω της έξοχα συντρίμμια, δόνησε τους πάντες κι εξανάγκασε τους δημιουργούς (και τους παραγωγούς και τα στούντιο) να περπατήσουν έναν καινούργιο δρόμο. Η «Γλυκιά Ζωή», μαζί με το «Ψυχώ» και το «Κομμένη την Ανάσα» ενέπνευσαν χιλιάδες δημιουργούς, εκατοντάδες μίμους κι στρατιές σινεφίλ (και πολλά μέτρια έργα...) προς όλες τις κατευθύνσεις. Η θεόπικρη, εκστατική, εξοντωτική «Γλυκιά Ζωή», ειδικά, ανέβασε δυσθεώρητα το ύψος για το ευρωπαϊκό σινεμά. Και το εξώθησε στην ωραιότερη, συναρπαστικότερη και πιο υποσχετική δεκαετία του.
Όπως ξέρεις άλλωστε ή όπως υποψιάζεσαι για να είσαι εδώ διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, ένα αριστούργημα τέτοιας εμβέλειας δεν περιγράφεται στην πλοκή και τα πλοκάμια της. Δεν περιγράφεται ούτε στις λαβυρινθώδεις προεκτάσεις της μα ούτε, αυτό εντελώς, στην ειδική της ατμόσφαιρα. Η Dolce Vita συλλαμβάνει αυτό που λέμε zeitgeist, το πνεύμα των έργων και των ημερών μιας ρωμαϊκής (σκοτεινής) άνοιξης και ταυτόχρονα ανταλλάσσει με το εξωτερικό περιβάλλον ουσίες, πνεύματα και σημεία. Περιβάλλον όχι μόνο γεωγραφικό, αλλά ατομικό, κοινωνικό, εμπορικό, δημοσιογραφικό, κριτικό, ιστορικό, εν τέλει πολιτικό. Η Dolce Vita δεν είναι ένας καταλύτης μιας αντίδρασης που χάνεται από το προϊόντα της. Είναι μια ηθογραφική πολιτική σημαδούρα που πλέει, κυματίζεται κι όμως πάντα δείχνει την «σωστή» ώρα αυτών (των περίπου πάντων) που περιγράφει.
Η Ρώμη της ταινίας του Φελίνι, που είχε προειδοποιήσει μεν αλλά αυτό το έργο ξεφεύγει ενδεχομένως από τον σαφή έλεγχο ενός σεναρίου και μιας πνευματώδους/οραματικής σκηνοθεσίας, είναι μια πόλη μετά από έναν πόλεμο που στράγγισε τη χώρα της. Είναι επίσης μια πόλη στην οποία οι τάξεις αρχίζουν να συντίθενται με τον τρόπο που μόνο ο καπιταλισμός γνωρίζει. Και είναι βέβαια και η εστία αυτών που μεγάλωναν μέσα στον πόλεμο εκείνο, είδαν τα πάντα να αναθεωρούνται, τις πόλεις να ανορθώνονται, τις αρχές να τροποποιούνται, τις αξίες να αλλάζουν, τον ορισμό της ταυτότητας να έχει χαθεί δια παντός (εξού και ο θρίαμβος του Αντονιόνι βέβαια την περίοδο εκείνη).
Η Dolce Vita συλλαμβάνει επίσης την άρχουσα ρωμαϊκή τάξη και την μπουρζουαζία, που την φλερτάρει ανέκαθεν, με έναν τρόπο που στη συνέχεια εντυπώθηκε σαν εμβληματικός. Από τη μουσική, τον Μαστρογιάνι, την Ανίτα στην Φοντάνα ντι Τρέβι, το ξεβρασμένο κήτος και τον αδιέξοδο διανοούμενο μέχρι το Martini, τους παπαράτατσι και τα τασάκια Cinzano, τα πάντα στην Dolce Vita ενός 40χρονου δημιουργού στο απόγειο του θράσους και της δημιουργικής γοητείας του είναι εμβληματικά.
Φυσικά η κριτική μπορεί (ή θα μπορούσε) να υπάρχει για μια τόσο μεγαλόπνοη και τόσο «αναιδώς» φτιαγμένη ταινία. Ωστόσο είναι τέτοιο το δημιουργικό κύρος, τόσο κατακτημένα μοντέρνα η κινηματογραφική λογική και τόσο ευτυχής η συγκυρία που η κριτική, παρότι χρήσιμη ενδοκινηματογραφικά, μοιάζει περιθωριακή. Αντίθετα με την (έξοχη) απλότητα της γκονταρικής δημιουργίας εκείνης της χρονιάς ή το αμέτρητο βάθος της μορφής που πέτυχε ο Χίτσκοκ στην δική του συνεισφορά, η Dolce Vita, συνέθεσε (και ακόμα συνθέτει) ένα γιγαντιαίο μωσαϊκό στον χρόνο (της εποχής) και τον χώρο (την διάταξη της κοινωνίας και τις αλληλεπιδράσεις στον χαρακτήρα των μελών της), που την κάνει απαράμιλλα φιλόδοξη αλλά και απίθανα ολοκληρωμένη. Στον ιστό της υπάρχει η φόρα και το μπρίο της ακμής μαζί με την σοφία του ξεφουσκώματος μιας ζωής σε χαοτικούς αλγόριθμους. Η Dolce Vita φωτογραφίζει, τρόπον τινά και χωρίς κατά βάση επιτηδευμένη σπουδή (έχει κι απ' αυτήν λίγη) τον ενεστώτα και τον συντελεσμένο μέλλοντα.
Η αναγνώριση της ταινίας υπήρξε άμεση πανταχόθεν, ενώ και στα Όσκαρ βρέθηκε με 4 υποψηφιότητες (Σενάριο, Σκηνοθεσία, Κοστούμια και Σκηνογραφία), ενώ ήταν η μόνη από τις 5 σκηνοθεσίες της χρονιάς εκείνης που δεν πέρασε και στο Καλύτερης Ταινίας. Έχασε τη θέση από το «Fanny» του Τζόσουα Λόγκαν.