Ρίτσαρντ Ντόνερ (1930-2021): Αντίο στον άνθρωπο που έμαθε στο σινεμά να πετάει - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
10:38
6/7

Ρίτσαρντ Ντόνερ (1930-2021): Αντίο στον άνθρωπο που έμαθε στο σινεμά να πετάει

Έφυγε πλήρης ημερών ένας σκηνοθέτης που σφράγισε το μελετημένο εμπορικό σινεμά του μοντέρνου Χόλιγουντ, ακόμα πιο πολύ όμως ο δημιουργός του πρώτου «Σούπερμαν» (1978) που απογείωσε τα πρώτα μας κινηματογραφικά όνειρα.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Αν μεγάλωνες στα χρόνια του ’80 και του ’90, ο Ρίτσαρντ Ντόνερ διαιρούσε το κινηματογραφικό κοινό σε σνομπ και υποκλινόμενους. Οι μεν δεν μπορούσαν να δουν κάτι περισσότερο από έναν επαγγελματία της βιομηχανίας, έναν «τροχονόμο», όπως έλεγε και ο ίδιος ταπεινά για τον εαυτό του. Οι δε έβλεπαν έναν «βετεράνο Σπίλμπεργκ», έναν σκηνοθέτη που ήξερε να ψυχαγωγεί και στο σινεμά του ήταν διάχυτη η σοφία του πόσο δύσκολο είναι να ξέρεις να ψυχαγωγείς. Όχι τυχαία, συνεργάστηκαν με τον Σπίλμπεργκ (που έχει αφήσει ένα συγκινητικότατο μήνυμα για τον θάνατό του, ακολουθεί αργότερα στο σημείωμα), στα «Goonies» του 1985, μια ταινία που βλέποντάς την σκέφτεσαι «δεν μπορεί ο Σπίλμπεργκ το έκανε στ’ αλήθεια», όμως όχι, απλώς το έγραψε. Ο Ντόνερ έβαλε πάνω του μια νεανική ορμή, μια μούρλα και μια εφεύρεση, που ο Σπίλμπεργκ έκτοτε θα φυλούσε για ελάχιστες μόνο ταινίες του.

Ο Ρίτσαρντ Ντόνερ, γεννήθηκε Ρίτσαρντ Ντόνερ Σβάρτσμπεργκ από Εβραίους γονείς, μπήκε από πολύ νωρίς στη ζωή του στα θεατρικά και τηλεοπτικά πλατώ. Μπήκε όμως σαν επίδοξος ηθοποιός. Στην τηλεόραση ήρθε η επιφοίτηση. Εμφανιζόμενος ερμηνευτικά σε μια παραγωγή του Μάρτιν Ριτ, άκουσε την συμβουλή του μεγάλου σκηνοθέτη: «Δεν θα δουλέψεις ποτέ σαν ηθοποιός γιατί δεν παίρνεις από οδηγίες. Είσαι καλός όμως στο να τις δίνεις. Έλα βοηθός μου».

Και κάπως έτσι μπήκε το νερό στο αυλάκι, μόνο που χρειάστηκαν κάμποσα χρόνια μαθητείας για να γίνει το αυλάκι ποταμός. Στην μαθητεία αυτή υπηρέτησε τον Ροντ Σέρλινγκ σκηνοθετώντας στο «Twilight Zone», καθοδήγησε τον νεαρό Στιβ ΜακΚούιν στο «Dead or Alive», έστησε δίκες στο «Perry Mason», έναν «Φυγά» με τον Ντέβιντ Τζάνσεν, επεισόδια στο «Man from U.N.C.L.E.», «Kojak»… Πραγματικά τέτοια σχολεία σε τόσο ιστορικές σειρές σφυρηλάτησαν σθένος και γνώση στο εκκολαπτόμενο Ντόνερ. Μέσα στην δεκαετία του ’60 έκανε και τις τρεις πρώτες του κινηματογραφικές δουλειές – ελάχιστα ιδωμένες σήμερα: Το «X-15» με τον Τσαρλς Μπρόνσον πριν την αίγλη του, ένα εξαιρετικό b φιλμάκι της ψυχροπολεμικής εποχής, με αυθεντικότητα που ξάφνιαζε, την «Λέσχη των Σαμποτέρ» με τα 2/5 του rat pack (Σάμι Ντέιβις και Πίτερ Λόφορντ – και μουσική Τζον Ντάνκγουερθ για τους μύστες) και την «Lola» με έναν 40άρη (πάλι ο Μπρόνσον) που ερωτεύεται μια ανήλικη, που σήμερα δεν θα γυριζόταν ποτέ αλλά τότε απηχούσε το πρόσφατο καλοκαίρι της αγάπης.

Καμμιά τους δεν πήγε καλά και τίποτα δεν…προφήτευε ότι στα 45 του θα ερχόταν η εποχή του κρασιού και των λουλουδιών. «Η Προφητεία» έπαιζε στην έδρα του «Εξορκιστή», δεν είχε την διάνοιά του, όμως επ’ ουδενί εξαργύρωνε απλά την δαιμονική μανία των ‘70ς. Ήταν και παραμένει ένα τέλειο φεστιβάλ τρόμου για μεγάλο κοινό (που πρέπει να έχασε τον ύπνο του), μια αλάνθαστα στημένη παρέλαση αξέχαστων σεκάνς πληρέστατων χολιγουντιανού περφεξιονισμού. Διέπραξε ρεκόρ εισπράξεων για την τότε Fox και συνέχισε την μάρκετινγκ λογική των «Σαγονιών του Καρχαρία» της προηγούμενης χρονιάς. Κι έδωσε κι ένα Όσκαρ στον μεγάλο Τζέρι Γκόλντσμιθ για την μουσική της.

Δυο χρόνια μετά ήρθε ο «Σούπερμαν», ένας καινούργιος ήρωας στο σινεμά, η έναρξη ενός franchise θα λέγαμε σήμερα, όμως στην πραγματικότητα συνέβη κάτι κοσμοϊστορικό: «Πετάξαμε» πειστικά κι ελεύθερα (και κοσμοσωτήρια και ηρωικά) για πρώτη φορά, η βαρύτητα, ποτέ φίλη του ευφάνταστου σινεφίλ, είχε νικηθεί. Τα λοιπά είναι ιστορία, η ταινία διέλυσε όλα εισπρακτικά ρεκόρ της εποχής και εγκαινίασε και μια συνεργασία του Ντόνερ με την Warner που θα ήταν προσοδοφόρα και για τους δυο – καθώς ο σκηνοθέτης έμπαινε σιγά-σιγά και στον κόσμο της παραγωγής.

Ακολούθησαν δύο ταινίες («Inside Moves» και «Toy») συνολικά αναντίστοιχες των υποσχέσεων, που όμως έδειξαν δύο πράγματα: Ότι ο Ντόνερ ήθελε σενάριο για να πατάει γερά (πράγμα στο 95% των περιπτώσεων γενικά θεμελιώδες) και ότι το μικρό βεληνεκές δεν του πήγαινε, χρειαζόταν concept για να ορθοποδήσει.

Τα μέσα της δεκαετίας του ’80 του απάντησαν ως Τζίνι και το 1985 έφερε τα «Γκούνις» (γερή υποψηφιότητα για την καλύτερη ταινία της Amblin, Ε.Τ. εξαιρουμένου, στα 80ς) και τον «Λύκο και το Γεράκι» (Μισέλ Φάιφερ, Ρούντγκερ Χάουερ, Μάθιου Μπρόντερικ), που μπορεί να αστόχησε στα ταμεία, όμως και την εποχή (Μεσαίωνας και ‘80ς!) σηματοδοτεί πάντα στην εντέλεια και διεύρυνε τον ορίζοντα των ικανοτήτων του. Δυστυχώς σε αυτό το μονοπάτι, της φαντασίας ας πούμε, δεν ξαναπερπάτησε.

Το 1987 το buddy cop movie βρίσκει τον ορισμό του, το «Φονικό Όπλο» έρχεται στον κόσμο μας, το ίδιο και ο Μελ Γκίμπσον, όχι πια σαν φέρελπις ηθοποιός (του Γουίαρ και του Μαντ Μαξ) αλλά σαν παγκόσμιος σταρ. Η ταινία έσπαγε ρατσιστικά στερεότυπα, όρθωνε και γκρέμιζε μαζί το machismo του ’80, θα γνώριζε άλλες τρεις υπερεπιτυχημένες συνέχειες και θα ήταν ένας διαχρονικός μπούσουλας του πώς γυρίζεται το είδος, πώς επιτυγχάνεται η κωμωδία με το θρίλερ, πόσο μεγάλος σκηνοθέτης πρέπει να είσαι για να μπορείς να πιάνεις τον τόνο σε τόσο διαφορετικά είδη στην ίδια ταινία. Γκίμπσον και Γκλόβερ άφησαν φόρο τιμής, με τον πρώτο να τον αποκαλεί διθυραμβικά και όλο συναίσθημα «φίλο και μέντορα» και τον δεύτερο να θυμάται «μια από τις καλύτερες περιόδους της ζωής του» και «έναν άνθρωπο που νοιαζόταν για μένα, την οικογένειά μου, τη ζωή μου».

Ο Ρίτσαρντ Ντόνερ δεν έκανε πολλές ταινίες, αναλογικά. Χαλύβδωσε τον Γκίμπσον σαν σταρ, δούλεψε με τον Σταλόνε (χρόνια πολλά σήμερα!) και τον Μπαντέρας στο «Assassins» που είναι πολύ καλύτερο από την φήμη του και ανά στιγμές «Γουόλτερ Χιλ» στυλάτο, έβγαλε λεφτά με το τσουβάλι όντας και παραγωγός (μεταξύ άλλων και στο X-Men του Σίνγκερ) και αποχαιρέτησε με μαστοριά το 2006 στο «16 Blocks» με τον Μπρους Γουίλις που πιστοποίησε, κυρίως, ότι οι εποχές (και) στο σινεμά αλλάζουν πιο γρήγορα απ’ ότι θα θέλαμε κι απ’ ότι καταλαβαίνουμε.

Ας κλείσουμε με τον χαιρετισμό του Στίβεν Σπίλμπεργκ, που τα λέει καλύτερα: «Το να είμαι στον κύκλο του ήταν σαν να βρίσκομαι με τον αγαπημένο μου προπονητή, τον εξυπνότερο δάσκαλο, τον ισχυρότερο εμψυχωτή, τον τρυφερότερο φίλο και τον πιο πιστό σύμμαχο. Και φυσικά το μεγαλύτερο Goonie όλων. Ήταν όλος παιδί. Συνεχώς. Δεν πιστεύω ότι έφυγε, όμως το ολόψυχο γέλιο του θα είναι πάντα μαζί μου».

Αντίο Ντικ, ήσουν ο πρώτος που απογείωσε τα όνειρά μας, ίσως κι αυτός που μας έβαλε στον αψεγάδιαστο κόσμο του πανιού.