Σκηνοθέτες υπάρχουν πολλοί, ηθοποιοί ακόμα περισσότεροι, όμως σκηνοθέτες και ηθοποιοί στον βαθμό και τον τρόπο εκπλήρωσης του Κλιντ Ίστγουντ κανείς. Χρόνια πολλά στον Κλιντ Ίστγουντ των 94 Μαΐων!
Λέγοντας εκπλήρωση συμπεριλαμβάνεις οπωσδήποτε τον όγκο του έργου, εν μέρει την δημοφιλία του έργου αυτού αλλά κατά κύριο όγκο την χαρακτηριστική δυνατότητα του έργου αυτού να γεννά αντίρροπες απόψεις, να αποτελεί αντικείμενο διαρκούσας κριτικής μελέτης καθώς και πρωτοφανείς (ίσως και λόγω της τόσο μακρόβιας δημοφιλίας αυτό) αναθεωρήσεις επί αναθεωρήσεων.
Ο Ίστγουντ καθυστέρησε ακόμα περισσότερο από το σύνηθες του παλαιότερου Χόλιγουντ να βρει μια κάποια επιτυχία. Κι αυτή για τον γεννημένο στο Σαν Φρανσίσκο ηθοποιό, που δαπάνησε μια προβληματική σχολική ηλικία, φασαριόζικη μετέπειτα, στρατευμένη (στην Κορέα) ενηλικίωση και γενικότερα ανακοινωμένη τάση καλοπέρασης αντί σκληρής δουλειάς, ήρθε από την τηλεόραση. Στο τηλεοπτικό «Rawhide» (1959-1965) o Ίστγουντ δούλεψε πραγματικά πολύ, αν όχι στον ρόλο που ποτέ δεν συμπάθησε, τουλάχιστον στο να φτιάξει στομάχι έναντι των συνηθέστερα κάκιστων κριτικών.
Όταν ήρθε, από σύμπτωση, ο Λεόνε στη ζωή του, ο Κλιντ άρπαξε την ευκαιρία και με τα δύο χέρια. Ο clean cut ηρωισμός δεν ήταν του γούστου του και ο αψηφών αμοραλισμός του Ανθρώπου Δίχως Όνομα χρειαζόταν την βαριά κίνηση, το πέτρινο βλέμμα, το cigarrillo και το poncho που θα του φορούσε το διασημότερο σπαγγέτι της ιστορίας. Με το «Για Μια Χούφτα Δολλάρια», στα 34 του, ο Ίστγουντ έγινε γνωστός στην Ευρώπη, αλλά (με την βοήθεια της κριτικής που, κατά το συνήθειο της σε ανάλογες περιπτώσεις, και πλην εξαιρέσεων, δεν κατάλαβε τίποτα) στην Αμερική παρέμεινε άγνωστος. Θα χρειαζόταν να κλείσει η τριλογία με το «Ο Καλός ο Κακός και ο Άσχημος» για να ανακοινωθεί ο ερχομός του στο Χόλιγουντ.
Μέχρι τις αρχές του '70 οι ρόλοι θα μοιράζονταν ανάμεσα σε ευπρεπή γουέστερν («Κρεμάστε τους Ψηλά» και διασκεδαστικά πολεμικά («Kelly's Heroes»). Τότε όμως, το 1971, ήδη 41 πια, μια από εκείνες τις χρονιές που όλα συνωμοτούν ευμενώς, η πορεία θα γινόταν μετεωρική. Από τη μια το «Beguiled» του Ντον Σίγκελ, που απέτυχε εισπρακτικά, αλλά τον φανέρωσε σαν ικανότερο ηθοποιό ακόμα και σ' εκείνους που χρειάζονται θεαματικότερα στιλ για να αντιληφθούν ταλέντο.
Από την δεύτερη ο «Βρώμικος Χάρι», ξανά του Ντον Σίγκελ, που αποτέλεσε αιτία τεράστιας εμπορικής δόξας και τουλάχιστον διχασμένης (αλλά εξτρεμιστικά) κριτικής αντιμετώπισης. Έκτοτε, ακόμα κι ως σήμερα, αν είσαι χαμηλής αντιληπτικότητας λόγω φανατικού ιδεολογικού φόρτου, ο Ίστγουντ διχάζει. Θα αναφερθούμε στην συνέχεια. Τέλος, και ίσως σημαντικότερα, το 1971 θα είναι η χρονιά της σκηνοθετικής εισόδου. Το «Play Misty For Me» θα είναι μια τυπικά ιστγουντική σεμνή είσοδος και θα τιμηθεί, αναλογικά πάντα, κριτικά και εισπρακτικά.
Από εκεί κι έπειτα, για 50+ συναπτά χρόνια, εξελίσσεται πολυβολικά (40 σκηνοθεσίες κι άλλες τόσες ερμηνείες) αλλά ποτέ βολεμένα, ένα ερμηνευτικό και, κυρίως, σκηνοθετικό έργο που κινείται περίτεχνα, αντιφατικά, απρόσμενα και, σχεδόν ανεξαιρέτως, σε συναρπαστική θεματική συνάφεια. Μέσα σ' αυτά τα χρόνια ο Ίστγουντ, με την βοήθεια των σταθερά διορατικών Γάλλων κριτικών (προεξάρχοντος του μεγάλου Πιερ Ρισιέν), άρχισε να αποκτά το ειδικό βάρος του auteur (όχι ότι τον απασχολεί...) και, σε πλήρη αντίστιξη με την επιπολαιότητα που συχνά διαχέεται στα περί των κινηματογραφικών, εγκαταστάθηκε στην συνείδηση της κριτικής ως «σοβαρός» δημιουργός συνεκτικού οράματος.
Η ακαδημαϊκή αναγνώριση, σχεδόν αναπόφευκτα, ήρθε στις αρχές του '90 με τους «Ασυγχώρητους», το γουέστερν-επίλογο πάνω στην Βία και τις λογιών συνέπειές της. Αυτό δεν άλλαξε σε τίποτα τον Ίστγουντ, τον ρυθμό και το στιλ των παραγωγών του. Μια περίπου ταινία τον χρόνο, αρέσει δεν αρέσει στην κριτική, κάνει δεν κάνει (πολλά) εισιτήρια. Μέσα στην δεκαετία, ο «Τέλειος Κόσμος» (1993), «Οι Γέφυρες του Μάντισον» (1995) και τα «Μεσάνυχτα στον Κήπο του Καλού και του Κακού»(1997) ήταν μείζονες, εντελώς απρόσμενες και τελικά συναρπαστικές δημιουργίες ενός ανθρώπου που πορεύεται όλη του τη ζωή μ' ένα καλοαναθρεμμένο ένστικτο και μια μυώδη, ιδιότυπη, ηθική περιβολή.
Μπορεί να κάνει μια (οριστική) ταινία για την αγαπημενη του jazz (είναι πιανίστας της) με το «Bird» (1988), μια μικρή ιστορία για μια μεγάλη προσωπικότητα και μια αδυσώπητη συνειδητοποίηση («Λευκός Κυνηγός, Μαύρη Καρδιά», 1990), ενώ θα κάνει την πλάκα του μ' ένα διαστημικό στόρι μεγάλου προϋπολογισμού («Space Cowboys», 2000) ενώ θα ξαναεπισκέπτεται στα 72 του μ' ένα φαινομενικά έλασσον αστυνομικό, τον Χάρι Κάλαχαν («Blood Work», 2002 – ίσως η πιο παραγνωρισμένη ταινία του). Και όλα του θα διέπονται από ένα θεματικό βάθος, μια λαμπρή περιπλοκή και μια προκλητικά άριστη φιλμοκατασκευή.
Κάπου εκεί, το 2002, η κριτική τον είχε τελειωμένο, οπότε ακριβώς εκεί ξεκινά (χαλαρά πάντα), η πιο απίστευτη «αναγέννηση» (εισαγωγικά για τους δύσπιστους, οι υπόλοιποι άψογο τον βρίσκαμε και πριν) σκηνοθέτη σοβαρά προχωρημένης ηλικίας. «Mystic River», «Million Dollar Baby» φέρνουν απροσδόκητο (κι ελπιδοφόρο για το τότε σινεμά) θρίαμβο και Όσκαρ, δεύτερο σκηνοθετικό και ταινίας, με το απίστευτα μοντέρνο και μαζί συγκλονιστικό πυγμαχικό δράμα που μάλλον κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει.
Και μετά, σα να μην συμβαίνει τίποτα, μια διλογία γυρισμένη back to back (!) πάνω στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι «Σημαίες των Προγόνων Μας» και τα «Γράμματα από το Ίβο Τζίμα», να ξαναδιαβάζουν την ιστορία, να αποθέτουν φόρο και ηρωική τιμή στους «αντιπάλους», να σε αφήνουν και λίγο με το στόμα ανοιχτό με την κατασκευή, την τολμηρή θέση, τον βαρύ ανθρωπισμό. Το 2008 έρχεται και το «Gran Torino», όπου ο Ρεπουμπλικάνος Ίστγουντ πεθαίνει για τους Χμονγκ τιμωρώντας ομοεθνείς του που περιφρονεί ως ουσιαστικούς συγγενείς.
Ιδεολογικά ο Ίστγουντ έχει προκαλέσει την μήνι του σοσιομιντιακού πολιτικού (παρα)λόγου, ενώ μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του '80 τα άκουγε από σταλινικούς φιλελεύθερους που τον θεωρούσαν ρατσιστή και φασίστα – η νύφη του «Βρώμικου Χάρι» πληρωνόταν ακόμη. Μετά έκανε λατρευτική ταινία για έναν μαύρο ηρωινομανή (τον γιγάντιο Τσάρλι Πάρκερ) και σίγησαν οι καμπάνες.
Σήμερα ένα κατεστημένο είναι (ακόμα) αμήχανο μπροστά σ' έναν sui generis (πια) καλλιτέχνη που παρατηρεί την έννοια της αμερικανικότητας, σχολιάζει αυτήν του ηρωισμού, υπογράφει εκείνην του καθήκοντος, σκιαγραφεί ασταμάτητα – με έργο και παράδειγμα – έναν απολεσθέντα ανθρωπότυπο που κοιτάζει να κάνει καλά τη δουλειά του, που προσπαθεί να τα βολέψει με το παρελθόν του, να αιτηθεί συγχώρεση αλλά και να αυτοτιμωρηθεί δεόντως για τα κρίματά του. Οι τελευταίες ταινίες του, «Βαποράκι» «Η Μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ», «Cry Macho» είναι ενδεικτικές και είναι πολλά παραπάνω απ' ότι προλαβαίνουμε να κουβεντιάσουμε. Ανυπομονούμε φέτος για το «Juror No. 2»!
Θέλει ειδική κράση για να είσαι «Κλιντ Ίστγουντ» σήμερα κι η αντοχή του είναι πολλαπλή ευλογία. Εργατικής νοοτροπίας, ηθικού ενστίκτου, καλλιτεχνικού θάρρους και διαχρονικά σεμνής στάσης απέναντι στην διασημότητα.
Να είναι γερός, η ζωή κάποιων από μας μετριέται με τις προσθήκες, τις εντάσεις και τις υπομνήσεις των έργων του.