Ο Χρήστος Νίκου πιστεύει πως η αγάπη πρέπει να έρθει μέσα από τα μάτια, όχι μέσα από τις οθόνες
Πώς είναι να κάνεις το αγγλόφωνο ντεμπούτο σου με την εποπτεία της Κέιτ Μπλάνσετ, να έχεις την στήριξη της Apple, να μιλάς για την αγάπη σε έναν κόσμο που ζει μέσα από τα κινητά και να βάζεις τον Κώστα Χαριτοδιπλωμένο στο σάουντρακ; Ο Χρήστος Νίκου, ο ταλαντούχος σκηνοθέτης του «Fingernails», απαντά από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Τόσο στο «Fingernails», όσο και στα «Μήλα», η αισθητική βάση του Χρήστου Νίκου είναι ένας κόσμος στον οποίο η ανα-λογική και το συναίσθημα επαναστατούν τρυφερά στην ψηφιακή πραγματικότητα. Μπορεί, λοιπόν, το ψηφιακό Zoom να μας εξυπηρέτησε στην συνέντευξη και να έφερε κοντά την Αθήνα με το Λος Άντζελες, ο συναισθηματικός πυρήνας της κουβέντας μας, όμως, παρέμεινε θερμός, σαν ένας ζεστός καφές με καλή παρέα.
Στην παρακάτω συνέντευξη ο Νίκου μιλά για τη νέα του ταινία, το φιλοδοξο, αγγλόφωνο ντεμπούτο του «Fingernails». Δεν διστάζει να τα βάλει με την Apple, να εξομολογηθεί αποκλειστικά ένα μυστικό του κάστινγκ, να χωρέσει στις απαντήσεις του τα ονόματα του Χιου Γκραντ, του Ντάνι Τρέχο, του Κώστα Χαριτοδιπλωμένου (!) και να αναπολήσει τα '90s.
Διαβάστε την εξονυχιστικά και αναζητήστε το «Fingernails» στις αίθουσες.
Ο Χρήστος Νίκου στα γυρίσματα της ταινίας
Ήθελα να δουλέψω με την Μπάκλεϊ γιατί μου αρέσει πολύ ως ηθοποιός και με εκπλήσσει συνεχώς
Στα «Μήλα», την προηγούμενη ταινία σου, είχες αναπτύξει μία πολύ ενδιαφέρουσα διαλεκτική για την σχέση μας με το παρελθόν. Τώρα μιλάς για την σύνδεση με το παρόν μέσα από την αγάπη και το πως αυτή προδιαγράφει ένα κοινό μέλλον. Τελικά μήπως είμαστε όσα επιλέγουμε να αγαπάμε;
Ωραίο είναι αυτό! Είμαστε όσα επιλέγουμε να θυμόμαστε, αλλά μάλλον είμαστε και όσα επιλέγουμε να αγαπάμε, ναι. Γενικά όλα μας καθορίζουν, όλα μας προσδιορίζουν, όλα μας κάνουν αυτό που είμαστε. Και νομίζω ότι ναι, μάλλον είμαστε και αυτό που αγαπάμε. Και ελπίζω να αγαπάμε πολλά πράγματα, ώστε να είμαστε και κάτι πιο πλούσιο. Σίγουρα πάντως η ταινία είναι ένα σχόλιο για την αγάπη στην μοντέρνα κοινωνία και το πως είμαστε αυτή την στιγμή.
Το «Fingernails» είναι η πρώτη αγγλόφωνη μεγάλου μήκους σου. Ποιες ήταν οι ευκολίες και ποιες οι δυσκολίες που αντιμετώπισες στην διαχείριση μιας τέτοιας παραγωγής προερχόμενος από μία μικρότερης κλίμακας, ελληνική παραγωγή;
Να σου πω την αλήθεια, δεν ήταν τόσο πολλές οι δυσκολίες. Κυρίως είχαν να κάνουν με το ότι θέλαμε λίγα χρήματα παραπάνω. Δηλαδή παρόλο που είχα μεγαλύτερο μπάτζετ, έκανα ακριβώς τις ίδιες μέρες γύρισμα με τα «Μήλα», δεν είχα παραπάνω μέρες. Ξέρεις άλλωστε πως πάρα πολλά χρήματα φεύγουν πάρα πολύ εύκολα δεξιά και αριστερά. Στο «Fingernails» είχαμε 100 άτομα συνεργείο, ενώ στα «Μήλα» ήμασταν οριακά 20. Στα «Μήλα» δεν είχαμε μακενιστικό καθόλου, δεν μπορούσαμε να κουνήσουμε την κάμερα, τώρα είχαμε 10 άτομα και σε 2 λεπτά στήνανε ράγες, μπορούσα να κάνω ό,τι ήθελα. Γυρίσαμε επίσης σε φιλμ. Όλα αυτά ήταν ωραία. Αλλά ταυτόχρονα οι δυσκολίες σχετίζονταν με το γεγονός πως βρίσκεσαι σε μια μεγαλύτερη παραγωγή. Για παράδειγμα τα Σωματεία στην Αμερική είναι πάρα πολύ αυστηρά σε κανόνες, δεν υπάρχει ευελιξία. Αν θες να κάνεις κάτι λίγο πιο αυθόρμητο, με το που τους το πεις εκτός προγράμματος, κοκαλώνουν όλοι. Είναι σε φάση ότι «όπα, αυτό δεν το είχαμε προσχεδιάσει. Κάτσε, πώς θα το κάνουμε;». Αυτό λίγο με δυσκόλεψε, να σου πω την αλήθεια.
Οπότε πόσος αυθορμητισμός χωράει σε αυτό το πλαίσιο;
Χωράει άμα τους πιέσεις πολύ. Εγώ τους πίεσα πολύ, άρα ναι, χωράει!
Με τον Σταύρο Ράπτη σας συνδέει μία φιλία χρόνων. Πώς ήταν η συνεργασία σας με την προσθήκη του Σαμ Στάινερ για το σενάριο του «Fingernails»; Επίσης ήταν από την αρχή, δηλαδή από την σύλληψή της και την συγγραφή του σεναρίου, μία ταινία που θα μιλούσε αγγλικά;
Τη σύλληψη του «Fingernails» την είχα πριν ακόμα γυρίσουμε τα «Μήλα». Την δούλευα στο μυαλό μου. Μετά την παρουσίασα στον Σταύρο και του είπα ότι έχω αυτή την ιδέα όταν τελειώσαμε, λίγους μήνες πριν κάνουμε την πρεμιέρα των «Μήλων» στη Βενετία.
Σε εκείνη τη φάση ήξερα ότι ήθελα κάποια στιγμή να κάνω κάτι στα αγγλικά και τότε γνωρίστηκα με έναν ατζέντη, που μου προώθησε ένα σενάριο του Σαμ Στάινερ για να το σκηνοθετήσω. Τότε αρνήθηκα, αλλά επειδή μου άρεσε η γραφή του βρεθήκαμε και του είπα πως θέλαμε να ετοιμάσουμε κάτι στα αγγλικά αλλά δυσκολευόμασταν γιατί δεν είναι η μητρική μας γλώσσα. Σκεφτήκαμε, λοιπόν, με τον Σταύρο να προσθέσουμε έναν τρίτο σεναριογράφο στην πορεία και να το δουλέψουμε μαζί.
Με τον Σαμ ετοιμάσαμε το πρώτο και το δεύτερο προσχέδιο του σεναρίου. Μετά το ξαναγράψαμε με τον Σταύρο όπως το θέλαμε. Συνεισφέραμε δηλαδή και τρεις, αλλά η δουλειά έγινε κυρίως με τον Σταύρο. Ξεκινήσαμε πάντως από την αρχή στα αγγλικά.
Με τον Μαρσέλ Ρεβ, Διευθυντή Φωτογραφίας του «Fingernails»
Αν ήταν κλασική, αμερικανική ταινία προφανώς θα ήταν ο Ντάνι Τρέχο. Ντάνι Τρέχο Vs Ριζ Αχμέντ!
Η Κέιτ Μπλάνσετ στήριξε τα «Μήλα» από την πρεμιέρα τους στο Φεστιβάλ Βενετίας και εδώ συνεχίζει ως παραγωγός μέσω της εταιρείας της Dirty Films. Μίλησέ μας λίγο για την συνεργασία σας και πώς αισθάνεσαι που έχεις 100% συμβατή σχέση εμπιστοσύνης με μία από τις σημαντικότερες ηθοποιούς της γενιάς μας.
Εντάξει, είναι τέλειο. Εκείνο το Φεστιβάλ Βενετίας ήταν κάτι μαγικό για τα «Μήλα». Η ταινία λειτούργησε πολύ καλά, χωρίς να το περιμένουμε.
Ειδικά αν αναλογιστεί κανείς την δύσκολη συγκυρία με το ξέσπασμα του covid.
Ακριβώς. Η Κέιτ Μπλάνσετ έτυχε να δει τα «Μήλα» την πρώτη μέρα και έλαβα έπειτα ένα μήνυμα πως θέλει να συναντηθούμε και να συζητήσουμε. Εκεί μου είπε πως λάτρεψε την ταινία και ότι δεν είχε δεί ποτέ κάτι τόσο εννοιολογικό, αλλά και τόσο πολύ ανθρώπινο. Τα «Μήλα» την είχαν αγγίξει πολύ και ήθελε οπωσδήποτε να είναι στην επόμενη ταινία μου. Όπως σου ανέφερα είχαμε ήδη την ιδέα του «Fingernails», της είπα λοιπόν πως δεν υπήρχε ρόλος, και τότε μου ζήτησε να κάνει την παραγωγή. Στην πορεία είχαμε και άλλες προτάσεις, αλλά αποφασίσαμε να συνεργαστούμε με την Μπλάνσετ. Όταν έγινε η συμφωνία μου ζήτησε να προωθήσει και τα «Μήλα».
Δεν ξέρω αν στην Ελλάδα λειτούργησαν εξίσου, αλλά η αλήθεια είναι πως έλαβα κάτι τρελά μηνύματα τότε από το εξωτερικό. Για παράδειγμα η Φράνσις ΜακΝτόρμαντ ήθελε να συνεργαστούμε. Ήταν πραγματικά ακραίο και αναπάντεχο.
Να σου εξομολογηθώ κι εγώ πως το στοιχείο που με ενθουσίασε στα «Μήλα» ήταν αυτή η ανθρωπιά που ανέφερες. Θα μπορούσε πολύ εύκολα κάποιος να βάλει μία ετικέτα greek weird wave, αλλά ξαφνικά μετατόπιζες την προδιάθεση με ένα τρυφερό στοιχείο που λειτουργούσε αναδρομικά και σε υποχρέωνε να επανεξετάσεις την ταινία με πολύ διαφορετικό πρίσμα.
Αυτός ήταν και ο στόχος, και δεν εννοώ πως θέλαμε να «σπάσουμε» το greek weird wave. Η ταινία ξεκινούσε κάπως αλλιώς γιατί το θέμα της ήταν ένας αμνησιακός κόσμος, αλλά όλο αυτό το αντιμετωπίσαμε με τρυφερότητα. Και η ίδια προσέγγιση ισχύει επίσης στο «Fingernails».
Στο οποίο έχεις μερικά πολύ δυνατά ονόματα, Τζέσι Μπάκλεϊ, Ριζ Άχμεντ, Τζέρεμι Άλεν Γουάιτ, Λουκ Γουίλσον. Πώς προέκυψε η σύνθεση αυτού του εξαιρετικού καστ και πως διαμορφώθηκε αυτή η χημεία; Από ένστικτο; Πρόβες;
Ήθελα να δουλέψω με την Μπάκλεϊ γιατί μου αρέσει πολύ ως ηθοποιός και με εκπλήσσει συνεχώς με ό,τι κάνει. Τον Αχμέντ από την άλλη, τον προσέξαμε και οι τρεις σεναριογράφοι στο «Sound of Metal», το είδαμε όταν γράφαμε το σενάριο σε ένα σπίτι στην Πλάκα μέσα στην καραντίνα. Είχα εντυπωσιαστεί με την ερμηνεία του, μου φάνηκε χαμαιλέων, και λειτούργησε πολύ το γεγονός πως κανένας από τους δυο δεν είχε συμμετάσχει σε κάτι πολύ ρομαντικό. Ήλπιζα, λοιπόν, από ένστικτο καθαρά, πως θα έχουν αυτή την τέλεια χημεία. Ήταν οι πρώτοι ηθοποιοί που προσεγγίσαμε μετά την Κάρεϊ Μάλιγκαν, που είχαμε κλείσει αρχικά και δεν μπόρεσε τελικά λόγω προγράμματος. Είπαν κατευθείαν «ναι» και οι δυο, κάτι που ήταν τέλειο.
Μετά ψάχναμε να βρούμε κάποιον που να συμπληρώσει την τριάδα με έναν τρόπο που να μην κάνει εύκολη την απόφαση για το κοινό, να μην είναι το αμερικανικό κλισέ ενός κακού χαρακτήρα. Αν ήταν κλασική, αμερικανική ταινία προφανώς θα ήταν ο Ντάνι Τρέχο. Ντάνι Τρέχο Vs Ριζ Αχμέντ! Θέλαμε κάποιον που να είναι δυνατός σαν παρουσία και εκείνη την περίοδο είχα δει την πρώτη σεζόν του «The Bear». Μιλήσαμε κατευθείαν με τον Τζέρεμι, συμφώνησε και κλείσαμε.
Όσον αφορά τον Λουκ Γουίλσον, να σου πω πως δεν ήταν η πρώτη επιλογή για τον ρόλο. Η πρώτη μας επιλογή ήταν ο Χιου Γκραντ. Θέλαμε να κάνουμε ένα «εσωτερικό αστείο» επειδή είναι ο μόνος που γνωρίζει τι σημαίνει αγάπη και τα καταφέρνει πάντα σε όλες τις ταινίες, δεν ξέρω πως! Αλλά μας είπε πως ήταν σχετικά μικρός ο ρόλος και ο Λουκ Γουίλσον ήρθε στη συνέχεια. Το όνομα του Χιου Γκραντ χρησιμοποιήθηκε, όμως, σε μία σκηνή της ταινίας, έξω από το σινεμά. Αυτό το γράψαμε αφού μας είπε «όχι»!
Δουλέψαμε αρκετά με πρόβες και όλα τα παιδιά κατάλαβαν από την αρχή τον τόνο της ταινίας, τον οποίο τον αποκαλώ «μελαγχολικό χαμόγελο». Αντιλήφθηκαν απόλυτα το πως προσπαθήσαμε να παίξουμε με αυτή την ιδέα. Τώρα στο σετ έκανα το εξής: λίγη ώρα πριν γυρίσουμε κάθε σκηνή, και κατά την διάρκεια των λήψεων, έπαιζε ένα τραγούδι δυνατά, κάτι που μας έφερνε όλους πάρα πολύ κοντά, ηθοποιούς και συνεργείο. Δημιουργούσε μία ιδανική ατμόσφαιρα και έπαιζα ένα διαφορετικό τραγούδι για κάθε σκηνή.
Όλα είναι ένα κλικ. Ακόμα και η αγάπη έχει γίνει ένα κλικ
Είχα σκοπό να σε ρωτήσω για την μουσική αργότερα, αλλά μου έδωσες πάσα. Δείχνεις μεγάλο ενδιαφέρον στη χρήση της, τόσο μέσω του μελαγχολικού score, όσο και με τα ποπ χορευτικά ακούσματα. Και θέλω να μου πεις κάτι ακόμα. Πώς προέκυψε ο Κώστας Χαριτοδιπλωμένος σε όλο αυτό;
«Lost in the Night» του Κώστα Χαριτοδιπλωμένου! Θα πω κάτι που δεν είναι ακριβώς υπέρ, παρότι μου αρέσει πάρα πολύ το τραγούδι. Η ιδέα ήταν του μοντέρ και του σχεδιαστή ήχου. Σε ένα σημείο μπλοκάραμε κάπως με το μπάτζετ των τραγουδιών και ψάχναμε να βρούμε κάτι που δεν θα μας κόστιζε πολύ ακριβά. Έλα, όμως, που τα μουσικά δικαιώματα έχουν αγοραστεί από μεγάλες εταιρείες του εξωτερικού και υπάρχει μία συγκεκριμένη ταρίφα. Για να σου δώσω να καταλάβεις το «Lost in the Night» κόστισε τελικά τρεις φορές αυτό που είχε κοστίσει το «Let's Twist Again» στα «Μήλα», το μισό από αυτό που κόστισε το «Total Eclipse of the Heart». Μας κόλλησε όμως στην σκηνή, άρεσε και στους παραγωγούς έξω, και το κρατήσαμε.
Σ’ αυτό το σημείο να πω πως είναι απίστευτο συγκυριακά, συμπαντικά χιουμοριστικό μάλιστα, πως μετά τα «Μήλα» συνεργάζεσαι με την Apple στη διανομή του «Fingernails». Ποια είναι η γνώμη σου για το κινηματογραφικό τοπίο που άλλαξε ριζικά τα τελευταία χρόνια μετά τον covid και καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο το κοινό παρακολουθεί σινεμά;
Συνεργάζομαι με την Apple, αλλά θα το πω πολύ ξεκάθαρα, είμαι κατά των πλατφορμών και του τρόπου με τον οποίο δουλεύουν. Δεν το λέω επειδή η συνέντευξη είναι στα ελληνικά, το έχω σχολιάσει και στον αγγλικό Τύπο. Θεωρώ πως οι πλατφόρμες οφείλουν να στηρίζουν τους κινηματογράφους. Πέρυσι όταν πήγαμε στις Κάννες και παρουσιάσαμε την ταινία, την πουλήσαμε τελικά στην Apple και όχι στην Α24, γιατί στο συμβόλαιο είχε εγγυημένη την κινηματογραφική διανομή. Μας είχαν υποσχεθεί μάλιστα πως θα βγαίναμε σε αρκετές χώρες και μάλιστα καιρό πριν κυκλοφορήσει η ταινία σε streaming. Αυτό είχαν πει προφορικά.
Στην πορεία άλλαξαν πράγματα στο συμβόλαιο, τα οποία δεν διάβασα ποτέ, και δεν σου κρύβω πως έχω στεναχωρηθεί γιατί είναι μία ταινία για σινεμά. Τους πίεσα αρκετά για να βγει σε περισσότερες χώρες, είναι σημαντικό που βγαίνουμε σε Αμερική, Καναδά, Ην. Βασίλειο, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Ελλάδα, αλλά είναι στενάχωρο γιατί η ταινία παραμένει στην πλατφόρμα για πάντα και δεν χάνουν ουσιαστικά κάτι αν κυκλοφορούσε νωρίτερα σε ευρύτερο κύκλωμα. Είμαι υπέρ της αίθουσας, οι ταινίες πρέπει να παρακολουθούνται στον κινηματογράφο.
Μιας και μιλάμε για τη νέα τεχνολογία, απέναντι σε έναν σύγχρονο κόσμο που διεκδικεί την ευκαιριακή συμπάθεια μέσα από ψηφιακά likes, στο «Fingernails» οι ήρωες αποζητούν την μονιμότητα μέσα από διαπροσωπικές συντροφικές ασκήσεις «αγάπης». Πώς βλέπεις την συναισθηματική ποιότητα των σχέσεων γύρω σου, μήπως το «Fingernails» είναι μία έκκληση στην «αναλογική» καρδιά του κοινού;
Δεν θα μπορούσε να είναι κάτι λιγότερο από μια έκκληση στην αναλογική καρδιά του κοινού. Ο λόγος πίσω από την κεντρική ιδέα της ταινίας, το γιατί ζητήσαμε κάτι από τα νύχια των ανθρώπων, είναι πως αυτή την στιγμή όλοι χρησιμοποιούν τα δάχτυλά τους για να κάνουν αριστερά-δεξιά μέσα στα dating apps για να βρουν ταίρι. Τα κινητά είναι πια προέκταση των δαχτύλων μας. Ακόμα και στην ταινία το πιστοποιητικό αγάπης που κρατάνε, μοιάζει σαν μία απόδειξη αγάπης πρός όλους τους υπολοίπους, σαν την βέρα που βάζουμε στο δάχτυλο για να δείξουμε πως έχουμε παντρευτεί, πως είμαστε ερωτευμένοι. Στην πραγματικότητα, όμως, η αγάπη δεν είναι κάτι που πρέπει να αποδείξεις, είναι κάτι που πρέπει να δουλέψεις. Καθημερινά. Αυτό προσπαθεί η Μπακλεϊ στην ταινία.
Το σχόλιο σε σχέση με την τεχνολογία είναι πως ζούμε σε μία εποχή fast food συναισθημάτων, όλα είναι ένα κλικ. Ακόμα και η αγάπη έχει γίνει ένα κλικ. Αυτό προσπαθούμε να δείξουμε στην ταινία μέσα από αυτό το τεστ. Όλοι πάνε να βρουν απαντήσεις κάνοντας ένα κλικ, κοιτούν μια οθόνη αναμένοντας το αποτέλεσμα. Η αγάπη πρέπει να έρθει μέσα από τα μάτια, όχι μέσα από τις οθόνες.
Είναι πολύ ωραίο το arthouse, αλλά πρέπει να επικοινωνήσουμε και με το κοινό
Αν εξετάζαμε δείγματα του «Fingernails» με άλλες αγαπημένες σου κινηματογραφικές ταινίες, με ποιες θεωρείς πως θα ήταν πιο συμβατό; Με ποιες δηλαδή θα είχε 100% ρομαντική συνάφεια και σινεφίλ έρωτα;
Έχει πλάκα που διάβασα στο letterboxd και αλλού, πως ο Τζόελ και η Κλέμενταϊν απέκτησαν ξαδερφάκια και είναι η Άννα και ο Αμίρ. Μου άρεσε πολύ το σχόλιο, γιατί λατρεύω την «Αιώνια Λιακάδα ενος Καθαρού Μυαλού». Οι τρεις ταινίες που συζητήσαμε με τους ηθοποιούς, κυρίως για τον γήινο και ταυτόχρονα ανθρώπινο τόνο τους, ήταν το «The Truman Show», η «Αιώνια Λιακάδα» και οι «Πρωτάρηδες» του Μάικ Μιλς. Μάλιστα για τον ρόλο του Λουκ Γουίλσον κάναμε ένα δοκιμαστικό με τον Μάικ Μιλς, γιατί τον ξέρω καλά, αλλά στο τέλος φοβήθηκε, δεν ήθελε να είναι μπροστά από την κάμερα. Αυτό δεν το έχω πει πουθενά, το λέω πρώτη φορά σε ‘σένα. Τον λατρεύω ως άνθρωπο, λατρεύω τις ταινίες του.
Τόσο στα «Μήλα», όσο και στο «Fingernails», το αφηγηματικό σύμπαν μοιάζει κάπως άχρονο, θα μπορούσε ενδεχομένως να μην έχει και τόπο. Το συμμερίζεσαι; Κι αν ναι, με ποιον τρόπο συνεργάστηκες με το τμήμα της σκηνογραφίας και την διεύθυνση φωτογραφίας, ώστε να αποδώσουν τις ιδέες σου σε εικόνες;
Πρώτα απ’ όλα η αγάπη είναι άχρονη, υπάρχει στον κόσμο από πάντα. Μου αρέσει όταν πιάνουμε αυτά τα μεγάλα θέματα, όπως η μνήμη, η αγάπη, και παράλληλα θέλουμε να σχολιάσουμε την τεχνολογία, να παίζω με κάτι άχρονο. Θεωρώ πως είναι πολύ πιο δυνατό να αφαιρέσεις την ψηφιακή τεχνολογία που μας κατακλύζει και να τα δείξεις όλα σε έναν κόσμο υποθετικό, πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά στο μυαλό μας. Κρατήσαμε ως μοναδική τεχνολογική συσκευή το τεστ συναισθημάτων, για να υποδείξουμε πως όλοι πλέον ψάχνουν τις απαντήσεις τους στην τεχνολογία.
Δημιουργήσαμε αυτό το σύμπαν με το σκηνογραφικό τμήμα, προσπαθώντας να κάνουμε κάτι ζεστό και τρυφερό, γιατί συνήθως αυτές οι ταινίες προκύπτουν κλινικές ή φουτουριστικές. Θέλαμε κάτι ανθρώπινο τόσο σε επίπεδο καλλιτεχνικής διεύθυνσης, όσο και εικόνας. Η ταινία γυρίστηκε με με τον Μαρσέλ Ρεβ, τον Διευθυντή Φωτογραφίας, σε 35άρι φιλμ. Tο «Fingernails» είναι μία ταινία που θα μπορούσε να είχε γυριστεί στα τέλη ‘90s. Απλά κάποιος την είχε βάλει σε ένα συρτάρι και τώρα ο κόσμος την βλέπει για πρώτη φορά.
Πώς βλέπεις την εξωστρέφεια του νέου ελληνικού σινεμά των τελευταίων χρόνων; Ταινίες μεγάλου και μικρού μήκους Ελλήνων σκηνοθετών κάνουν πρεμιέρα στα μεγαλύτερα κινηματογραφικά Φεστιβάλ και αποσπούν θερμά σχόλια από κοινό και κριτικούς. Επίσης ο Γιώργος Λάνθιμος κατέκτησε πρόσφατα τον Χρυσό Λέοντα.
Για τον Γιώργο είναι τέλειο, είναι φανταστικό που πήρε το βραβείο. Πιστεύω πως το «Poor Things» θα κερδίσει πολλές καλλιτεχνικές κατηγορίες στα Όσκαρ ή ακόμα και ένα για την Έμα Στόουν. Ο Γιώργος είναι από τους πιο γνήσιους auteur που έχουμε παγκοσμίως.
Ως προς το ελληνικό σινεμά, έχουμε σίγουρα πολλές φωνές, ανθρώπους που μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα. Από την άλλη, νιώθω πως κάποιοι πρέπει να ξεφύγουν από την λογική της φεστιβαλικής πρεμιέρας. Είναι πολύ ωραίο το arthouse, αλλά πρέπει να επικοινωνήσουμε και με το κοινό. Στο ελληνικό σινεμά έχουμε ένα αμφιλεγόμενο καλλιτεχνικά εμπορικό κομμάτι ή κάτι πολύ arthouse. Πρέπει να βρεθεί η χρυσή τομή και δεν εννοώ μία πρόταση που να είναι στην μέση χωρίς ταυτότητα. Πρέπει να επικοινωνούμε με το κοινό και ταυτόχρονα το έργο μας να έχει καλλιτεχνική αξία. Εκεί λίγο πάσχουμε.
INFO
Η ταινία "Fingernails” κάνει πρεμιέρα σε επιλεγμένες αίθουσες και στην Apple TV+ διεθνώς την Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2023.