Μια υπόθεση πολύ πολύ προσωπική: Η Σελίν Σιαμά μιλά στο cinemagazine.gr για τη «Μικρή Μαμά»
Από τις σημαντικότερες δημιουργούς του καιρού μας, η Σελίν Σιαμά μας μιλά για το πιο αφοπλιστικά εγκάρδιο φιλμ που είδαμε μέσα στο 2021.
Μπορεί το εξαιρετικό «Πορτρέτο Μιας Γυναίκας Που Φλέγεται» να παραμένει για τη Σελίν Σιαμά μια ταινία-σταθμός, όμως η καριέρα της σημαντικής Γαλλίδας δημιουργού δεν εξαντλείται σε εκείνον τον θρίαμβο του Φεστιβάλ Καννών το 2019. Η παροιμιώδης ικανότητά της να χτίζει αυθεντικά διεισδυτικές ιστορίες με νεαρούς, συνήθως ανήλικους πρωταγωνιστές, είχε ήδη διαφανεί από το ντεμπούτο της το 2007 με το «Water Lillies» (Βραβείο Κοινού στις Νύχτες Πρεμιέρας), ενώ συνέχισε να εδραιώνεται με τα «Tomboy» (2011) και «Girlhood» (2014).
Αν η queer θεματολογία είναι συχνά παρούσα, η τρυφερά εστιασμένη ματιά της Σιαμά πάνω στη νεότητα είναι εκείνη που κυριαρχεί στη φιλμογραφία της. Με τρανότερο παράδειγμα να αποτελεί πλέον το νέο της φιλμ «Petite Maman» («Μικρή Μαμά» ο ελληνικός τίτλος). Πιθανώς και το πιο προσωπικό της μέχρι τώρα, όπως μας αποκαλύπτει κατά την τηλεφωνική συνέντευξη που μας παραχώρησε με αφορμή την κυκλοφορία του στις ελληνικές αίθουσες (30/12).
Η «Μικρή Μαμά» που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο (καλοκαιρινό, ελέω πανδημίας) Φεστιβάλ Βερολίνου και αποκαλύφθηκε στο ελληνικό κοινό στις 27ες Νύχτες Πρεμιέρας, ακολουθεί ένα οκτάχρονο κοριτσάκι, τη Νελί, η οποία έχοντας χάσει μόλις την αγαπημένη της γιαγιά, πάει με τους γονείς της στο πατρικό της μητέρας της προκειμένου να το αδειάσουν. Η εσπευσμένη αναχώρηση της μαμάς ωστόσο από εκεί θα συμπέσει με μία απρόσμενη γνωριμία που η μικρή Νελί θα κάνει στο δάσος. Πρόκειται για ένα συνομήλικο κοριτσάκι που της είναι εξαρχής οικείο. Ασυνήθιστα οικείο.
Αν η παραπάνω σύνοψη παραπέμπει σε ένα κάποιου τύπου μεταφυσικό μυστήριο, η Σιαμά φροντίζει να το πλαισιώσει με αφοπλιστική γλύκα σαν παραμύθι, σαν μία εξερευνητική και απελευθερωτική συνθήκη του τι πραγματικά σημαίνει να είσαι παιδί. Έξω από την εποπτεία και τον έλεγχο των μεγάλων, πέρα από την ενήλικη εκδοχή του χρόνου.
Την ταινία αυτή τη βλέπω σαν ένα είδος θεραπείας. Δικής μου θεραπείας
Όλες σας οι ταινίες επικεντρώνονται στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι νέοι, παρότι αυτή τη φορά φαίνεται η «Μικρή Μαμά» να έχει μια ακόμη πιο υπαρξιακή προσέγγιση πάνω στο θέμα. Ισχύει αυτό;
Ναι, πράγματι. Δεν το είχα σκεφτεί έτσι. Έχει την αίσθηση της εσωτερικής πάλης που βιώνει ένα παιδί, που είναι το να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του, από τον οποίο είναι εξαρτημένο. Που σημαίνει ότι ναι, είναι ένα υπαρξιακό ταξίδι αλλά παραμένει και ένα ζήτημα συναισθηματικής ζωής ή θανάτου. Πρόκειται για έναν αγώνα γεμάτο ένταση γιατί πρέπει να κατανοήσεις τους ανθρώπους γύρω σου, τους ανθρώπους που αγαπάς. Είναι μια δια βίου πάλη και νομίζω ότι η ταινία δείχνει τη διαδρομή της και τον καλύτερο στρατιώτη αυτής της πάλης, που είναι τα παιδιά. Ταυτόχρονα όμως είναι μια πάλη μέσα στην οποία βρισκόμαστε όλοι. Και η ταινία, από αυτήν την άποψη, χτίζει μια πολύ δημοκρατική εμπειρία σεβόμενη τόσο τον ενήλικα όσο και το παιδί θεατή.
Σχετικά με αυτήν την κατανόηση του κόσμου, κάποια στιγμή η Νελί αντιδρά στα «παιδικά ζητήματα» που αναφέρει η μητέρα της λέγοντάς της «λοιπόν ενδιαφέρομαι, είμαι κι εγώ παιδί». Νομίζω ότι ο διάλογος αυτός αιχμαλωτίζει το πώς οι ενήλικες αφήνουν τα παιδιά έξω από τις αφηγήσεις τους, έξω από τη σκληρή αφήγηση του κόσμου.
Ναι, είναι παράδοξο ότι η έννοια της παιδικής ηλικίας επεξηγείται πάντα στα παιδιά σαν ένας περιορισμός. Θέλω να πω, πάντα τους ανατίθεται αυτή η ταυτότητα του «είμαι παιδί», η οποία όμως δεν τους δίνει καμία ειδική μεταχείριση με κάποιο τρόπο. Και κάτι ακόμα που η κοινωνία δεν μπορεί να τους εκφράσει ανοιχτά, είναι ότι συχνά είναι χειραγωγημένα. Για παράδειγμα, οι ομοφυλόφιλοι δεν μπορούν να παντρευτούν με το επιχείρημα ότι δεν πρέπει να μιλάμε για αυτό μπροστά στα παιδιά. Αυτό είναι το δόγμα των ανθρώπων που εναντιώνονται στα δικαιώματα των άλλων, ενώ είναι οι ίδιοι που πάντα αφήνουν τα παιδιά εκτός. Παρότι υποτίθεται πως ό,τι κάνουν, το κάνουν για αυτά.
Παιδιά πυροβολούνται μέσα σε σχολεία, αλλά ποιος δίνει δεκάρα; Δεν αλλάζει το σύστημα, το διατηρούμε υποτίθεται ως έχει για να προστατεύσουμε τα παιδιά, αλλά τα παιδιά δεν είναι ποτέ προστατευμένα. Και ναι, θυμάμαι αυτό το ιδιαίτερα αμφιταλαντευόμενο αίσθημα του να νιώθεις πάντα εύθραυστο επειδή είσαι παιδί. Σε βάζουν σε αυτήν την εξαρτώμενη κατάσταση δίχως να αισθάνεσαι προστατευμένο. Και αυτή η ένταση και η μοναξιά είναι κάτι που νομίζω πως συμβαίνει σε όλα τα παιδιά. Ακόμα και αν είναι αρκετά τυχερά ώστε να μην το βιώσουν μέσα στην οικογένειά τους, θα το βιώσουν στην κοινωνία.
[η «Μικρή Μαμά»] έχει την αίσθηση της εσωτερικής πάλης που βιώνει ένα παιδί, που είναι το να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του, από τον οποίο είναι εξαρτημένο
Επίσης, λέμε στα παιδιά «έχεις χρόνο μπροστά σου, δεν είσαι ακόμη έτοιμο για αυτό ή εκείνο». Αντίθετα με την κοινή πεποίθηση ότι τα παιδιά έχουν όλο το χρόνο μπροστά τους, έχω την αίσθηση πως αυτή η «Μικρή Μαμά» αναφέρεται στο πόσο πολύτιμος είναι ο χρόνος για τα παιδιά. Ειδικά αυτός που περνούν με τους αγαπημένους τους.
Νομίζω αυτό είναι το κατεξοχήν πράγμα πάνω στο οποίο τα παιδιά δεν έχουν κανέναν έλεγχο: ο χρόνος τους. Ο ρυθμός τους, ο βηματισμός τους, το πώς διασκεδάζουν. Για αυτό το να βλέπεις ένα παιδί μόνο στο δάσος έχει αυτήν την απίθανη και ηρωική αίσθηση, αυτήν την κινηματογραφική αίσθηση. Και ξέρεις, αυτονομία σημαίνει να ορίζεις ο ίδιος τον ρυθμό σου. Και μια τυπική μέρα στη ζωή ενός παιδιού δεν αφορά ποτέ τον προσωπικό του ρυθμό. Οπότε ο χρόνος που τους δίνει η ταινία, ο χρόνος που μοιράζονται, είναι χρόνος εκτός κοινωνίας κατά μίαν έννοια. Και βλέπουμε πόσο πολύτιμο είναι αυτό και πόσο τα παιδιά απολαμβάνουν το χρόνο που έχουν με τον εαυτό τους.
Και θυμάμαι πραγματικά σαν παιδί να αγαπώ το σινεμά ή να πηγαίνω σινεμά. Και αγαπούσα επίσης το ότι είχες μιάμιση ώρα παύσης από τη ζωή, αφιερωμένη στη μυθοπλασία και την ομορφιά. Για αυτό και αισθάνομαι τόσο ωραία να κάνω σινεμά και να συνεργάζομαι με παιδιά, να τους δίνω κάποιον έλεγχο και εξουσίες. Κι επίσης, το να βγάλεις μια ταινία όπως αυτή στο σινεμά είναι ένας τρόπος νοιαξίματος [προς τα παιδιά].
Έχετε επιλέξει παιδιά ηθοποιούς στο παρελθόν, αλλά οι δίδυμες Σανζ [σ.σ. που πρωταγωνιστούν εδώ] είναι ίσως τα πιο μικρά με τα οποία έχετε συνεργαστεί. Πόσο δύσκολο ήταν να δουλέψετε μαζί τους;
Ναι, έχω πολλή εμπειρία τώρα στο να δουλεύω με παιδιά. Στην πραγματικότητα το πιο μικρό παιδί με το οποίο έχω συνεργαστεί ήταν στο «Tomboy» – η μικρή αδερφή του κεντρικού χαρακτήρα 4,5-5 χρονών – και ήταν πολύ μεγάλη πρόκληση. Αλλά δεν νιώθω τόση πίεση, παρότι προφανώς είσαι ο υπεύθυνος αφού είσαι ενήλικας ενώ εκείνα δεν είναι. Αισθάνομαι πραγματικά ασφαλής να συνεργάζομαι με τόσο νεαρό καστ. Απλά πρέπει να αποδεχτείς το γεγονός ότι καλούνται μάθουν τη δουλειά εκείνη τη στιγμή. Και απλά ελπίζεις ότι θα τους αρέσει η δουλειά, γιατί ξέρεις, δηλώνουν συμμετοχή σε κάτι για το οποίο δε γνωρίζουν πολλά πράγματα. Αν και φαντάζομαι πως πλέον είμαι τυχερή γιατί τα παιδιά που έρχονται στο casting έχουν δει ταινίες μου, το «My Life As a Zucchini» [σ.σ. animation στο οποίο έχει γράψει το σενάριο] ή το «Tomboy». Οπότε δεν έρχονται για να κάνουν σινεμά γενικά, έρχονται για το δικό σου σινεμά. Σε εμπιστεύονται κατά έναν τρόπο, εμπιστεύονται τη ματιά σου.
Σχετικά με την ταινία τώρα, δεν είχε καθόλου αυτοσχεδιασμό, εκτός από εκείνη τη σκηνή με τα pancakes. Το σενάριο ήταν διεξοδικά γραμμένο. [Με τις δίδυμες] χρειάστηκε πολλή σκηνοθεσία, ήμουν πάντα μαζί τους, μιλούσαμε πολύ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, για τη λογική της ταινίας, τι είναι αυτό που κάνουμε κλπ. Και είναι καταπληκτικό γιατί τις τρεις πρώτες ημέρες τις έβλεπες να μαθαίνουν τη γλώσσα του σινεμά, το πώς κάνεις μια ταινία, που ουσιαστικά είναι σαν να μαθαίνεις να περπατάς μπροστά στην κάμερα. Στην αρχή έδινα οδηγίες όπως «θα περπατήσεις οκτώ βήματα» ή «θα μετρήσεις από μέσα σου μέχρι το έξι πριν πεις την ατάκα». Και από ένα σημείο κι έπειτα δε χρειαζόταν να το κάνω αυτό γιατί αυτό ήταν, το είχαν πιάσει! Μιλούσαν πια τη γλώσσα της ταινίας. Αυτό είναι ένα πολύ όμορφο συναίσθημα.
Θυμάμαι σαν παιδί να αγαπώ το να πηγαίνω σινεμά. Και αγαπούσα επίσης το ότι είχες μιάμιση ώρα παύσης από τη ζωή, αφιερωμένη στη μυθοπλασία και την ομορφιά
Κάποια στιγμή ακούγεται φράση «δεν εφηύρες εσύ τη λύπη μου». Κατά τη γνώμη μου είναι μια από τις πιο δυνατές και απελευθερωτικές ατάκες που έχουν ακουστεί στο σινεμά τα τελευταία χρόνια. Και μοιάζει να είναι βαθιά προσωπική. Για την ακρίβεια, ολόκληρη η ταινία μοιάζει ιδιαιτέρως προσωπική για εσάς. Είναι όντως έτσι;
Ναι, η ταινία είναι πολύ προσωπική. Ίσως είναι η πιο προσωπική μου ταινία, γιατί για μένα ήταν δεδομένο εξαρχής ότι εδώ θα δούλευα περιτριγυρισμένη από πραγματικά [δικά μου] φαντάσματα. Ο χαρακτήρας της γιαγιάς βασίζεται ουσιαστικά στη δική μου γιαγιά, το σπίτι της ταινίας που έχει χτιστεί σε στούντιο, το σχεδίασα έχοντας κατα νου τα σπίτια και των δυο γιαγιάδων μου, ενώ τα γυρίσματα έγιναν στην πόλη όπου μεγάλωσα. Και αυτή την ατάκα, την ταινία την ίδια τη βλέπω πραγματικά σαν ένα είδος θεραπείας. Δικής μου θεραπείας.
Οπότε είναι πολύ πολύ προσωπική και νομίζω ότι μπορείς να το καταλάβεις γιατί όλα είναι σχεδιασμένα με πολλή καρδιά και πολλή σκέψη. Αλλά επίσης προσπάθησα πολύ ώστε να διατηρήσω [το σύμπαν της ταινίας] σαν μια κατασκευή με την οποία όλοι μπορούν να παίξουν, όποια κι αν είναι η σχέση τους με τους γονείς τους, όποιο κι αν είναι το δικό τους προσωπικό αίνιγμα. Άλλωστε δε γνωρίζουμε πολλά για το υπόβαθρο της οικογένειας που βλέπουμε στην ταινία, δίνονται πολύ λίγα στοιχεία. Οπότε ήταν ιδιαιτέρως σημαντικό για μένα να το κάνω όσο πιο προσωπικό γίνεται για ένα μεγάλο πλήθος θεατών.
Και αυτή η φράση… η ταινία είναι για μένα σχεδιασμένη π.χ. σαν μια κάποιου τύπου μαγική συνεδρία μιας μεγάλης υπνοθεραπείας. Σαν ένα όνειρο που βλέπεις με τα μάτια ανοιχτά, και αυτή η φράση θα ήταν αυτή με την οποία ξυπνάς, ή αποκοιμιέσαι. Θέλω να πω ότι η ατάκα αυτή λειτουργεί σαν το έναυσμα μιας μορφής απελευθέρωσης. Είναι μια φράση που γράφτηκε για την ταινία, δεν την είχα σκεφτεί ποτέ πριν. Είναι το rosebud της ταινίας, γιατί σε ωθεί στο να αναζητήσεις την προέλευση της λύπης μέσα στην οικογένειά σου. Και αυτό είναι κάτι που πραγματικά μπορεί να σε κρατήσει αιχμάλωτο.
Ναι… και το να την απευθύνεις σε κάποιον αγαπημένο σου, ότι «δεν εφηύρες εσύ τη λύπη μου», μπορεί να είναι πραγματικά απελευθερωτικό. Σπάει όλα τα δεσμά, όλα τα βάρη που έχει κανείς στους ώμους του.
Και την ενοχή.
Ναι, και την ενοχή επίσης.
INFO
Η ταινία «Μικρή Μαμά» κυκλοφορεί στις αίθουσες 30 Δεκεμβρίου από την Weird Wave