50+ χρόνια από το κλασικό έργο που περηφανεύεται το θρυλικότερο αυτοκινητοκυνηγητό του σινεμά και που μαζί με την «Υπόθεση Τόμας Κράουν» (της ίδια χρονιάς!) έβαλαν τον Στιβ ΜακΚουίν στους αθανάτους της μεγάλης οθόνης.
Ταινίες σαν το «Μπούλιτ», πέρα για πέρα συμβολικές της εποχής τους και με μια κατάδική τους ατμόσφαιρα να τις περιβάλλει, εξουδετερώνουν τις αναλύσεις. Όχι γιατί οι τελευταίες σταματούν ποτέ να είναι ωφέλιμες. Κυρίως γιατί σε μια γενιά που περιφρονεί πεισματικά ταινίες χρονολογημένες πριν το πιστοποιητικό γεννήσεώς της, οι αναλύσεις δεν είναι χρήσιμες για να πλησιάσουν ένα έργο σαν αυτό. Το οποίο είναι ένα από τα απόλυτα αστυνομικά θρίλερ της εποχής του κι έχει δυο σημαίες, που κυματίζουν έκτοτε περήφανα και το «κουβαλούν» μέσα στις εποχές:
Η μια είναι ο πρωταγωνιστής του. Η άλλη μια σκηνή αναφοράς των τελευταίων πενήντα χρόνων (για την ακρίβεια 54).
Για τον Στιβ ΜακΚουίν οι γνωρίζοντες γνωρίζουν, οι μη γνωρίζοντες δεν ξέρουν τι χάνουν. Βέβαια, εδώ που τα λέμε, ο χρόνος και οι τρόποι αλλάζουν τόσο συθέμελα που οι θαυμαστές να νομίζουμε πως ο ΜακΚουίν έχει το εκτόπισμα που καταγράφουμε. Εντούτοις πάντως η ιστορία κατέγραψε έναν σταρ στην μεγάλη του ακμή, σε μια φοβερή χρονιά για τον ίδιο που κορύφωνε εκείνο που ο κόσμος είχε γνωρίσει με το «Και οι Επτά Ήταν Υπέροχοι» (1960) και συνεχιζόταν με έργα όπως «Η Μεγάλη Απόδραση» και το «Cincinnati Kid». Με την «Υπόθεση Τόμας Κράουν» και το «Μπούλιτ» θα βρισκόταν στο μεσουράνημα της λάμψης του ορίζοντας ένα ενυπόγραφο cool και μια ξένοιαστη περσόνα που γυμναζόταν αδιάκοπα όπως εξίσου αδιάκοπα έπινε, κάπνιζε, έβγαινε και οδηγούσε γρήγορα αυτοκίνητα.
Το οποίο μας φέρνει στην έτερη βασική αιτία της διασημότητας του έργου που είναι μια 10λεπτη σεκάνς αυτοκινητοκυνηγητού που άπειρες ενέπνευσε, κάποιες αντάξιες απέφερε και πάμπολλες ακόμα ως σήμερα δεν καταλαβαίνουν το μεγαλείο της ούτε καν μιμητικά. Ο Πίτερ Γέιτς, ένας Εγγλέζος σκηνοθέτης χωρίς ιδιαίτερα εύσημα ως τότε (πλην του «Robbery» της περασμένης χρονιάς που ενθουσίασε τον ΜακΚουίν – και θα συμφωνήσουμε ότι είναι ωραιότατο), συνέλαβε μια σκηνή που δεν είχε ξαναγυριστεί ποτέ και ίσως μόνο ο Χίτσκοκ, αν αποφάσιζε ποτέ να κάνει κάτι παρόμοιο, θα προσέγγιζε έτσι. (Το έκανε ο μαθητής Φρίντκιν στον «Άνθρωπο από την Γαλλία» τρία χρόνια μετά).
ΜακΚουίν-Μπισέ στο περιθώριο των γυρισμάτων
Στο βίντεο στο τέλος του κειμένου το αίτιο της φήμης του έργου παρατίθεται αυτούσιο – αν και κατά προτίμηση για εκείνους που θέλουν να θυμηθούν. Εκείνοι που δεν έχουν δει το έργο, καλύτερα να το απολαύσουν σαν οργανικό μέρος του στις καλύτερες δυνατές συνθήκες προβολής.
Η σκηνή χρειάστηκε γυρίσματα τριών εβδομάδων, ο ΜακΚουίν, παρότι δεξιοτέχνης του βολάν, έκανε μόνο τα κοντινά πλάνα, και η αισθητική ενός ωρολογιακού μοντάζ και μιας πανδαισίας μηχανικών ήχων χωρίς μια νότα μουσικής, αποτέλεσε μια κοσμογονία για το σινεμά δράσης, έναν θρίαμβο για την αποτελεσματικότητα των βασικών συστατικών μιας τέχνης.
Το «Μπούλιτ» κέρδισε, αναμενόμενα, το Όσκαρ Μοντάζ και έχασε αυτό του Ήχου (από το «Όλιβερ» - μην ξεχνάμε είναι η χρονιά της «Οδύσσειας του Διαστήματος»…), κατάφερε εντυπωσιακές εισπράξεις (η 5η ταινία της χρονιας), γέννησε ένα τιμητικό Φορντ Μάστανγκ «έκδοση Μπούλιτ» (μέχρι σήμερα βγαίνουν…), θρόνιασε τον ΜακΚουίν στην αιώνια φήμη, έκανε όνομα για τον Πίτερ Γέιτς και εγκαθιδρύθηκε στο κινηματογραφικό συνειδητό σαν ένα τέλειο action ανόθευτου κύρους.