Ο Μπίλι Γουάιλντερ, ο άνθρωπος που ενηλικίωσε το Χόλιγουντ, ο ακροβάτης των ειδών, ο κάτοχος (μεταξύ πολλών άλλων) έξι Όσκαρ, γεννήθηκε σαν σήμερα (22/6)!
Από την σωρεία των σημαντικότατων εκπατρισμένων που βρέθηκαν στο Χόλιγουντ στην περίοδο του Μεσοπολέμου, ο Αυστρούγγρος (γεννημένος στην περιοχή της σημερινής Πολωνίας) Μπίλι Γουάιλντερ ενδέχεται, μαζί με τον Φριτς Λανγκ και τον Έρνστ Λιούμπιτς, να είναι ο σημαντικότερος.
Μεγαλωμένος στην Βιέννη, παράτησε γρήγορα το σχολείο για να βρεθεί στον κόσμο των εφημερίδων – πράγμα ορατό στην α λα Μπεν Χεκτ κοφτή γραφή των σεναρίων του – κι εν συνεχεία βρέθηκε στο Βερολίνο όπου και συμμετείχε στη συγγραφή του εμβληματικού «People on Sunday» (1929) – που συγκεντρώνει τους Ούλμερ, Τσίνεμαν, Ρόμπερτ και Κερτ Σιόντμακ - μια καταπληκτική συνάθροιση ταλέντου που λίγα χρόνια μετά θα έφερνε την γοητεία της Βαϊμάρης στο Χόλιγουντ.
Το '33, με την άνοδο των Εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία, βρέθηκε στο Παρίσι και την επόμενη χρονιά δέχτηκε πρόσκληση από το Λος Άντζελες ως σεναρίστας. Εκεί, μεταξύ άλλων, έγραψε το σενάριο για το «Bluebeard's Eighth Wife» του Λιούμπιτς – που, ασυνήθιστα όμως, ήταν μια εμπορική αποτυχία για τον σκηνοθέτη. Ωστόσο, την επόμενη χρονιά, ήρθε η «Νινότσκα» και η τεράστια επιτυχία της και μπήκε το νερό στ' αυλάκι. Συνεργάτης του εκεί ήταν ο Τσαρλς Μπράκετ, κριτικός θεάτρου για το New Yorker. Οι δυο τους θα είχαν μια γόνιμη σεναριογραφική σχέση που θα διαρκούσε περίπου δέκα χρόνια.
Στη δεκαετία του '40 ο Μπίλι Γουάιλντερ αρχίζει να σκηνοθετεί, πρώτα το άγνωστο αλλά ευτυχές κατασκοπευτικό «Five Graves to Cairo» (1943), ενώ την επόμενη χρονιά έρχεται το περίφημο «Double Indemnity», που οριοθετεί την πλαστική τελειότητα και την διαλογική υπαινικτικότητα του νουάρ. Το '45 ο Γουάιλντερ επισκέπτεται ένα θέμα ταμπού για την εποχή, αυτό του αλκοολισμού. Το «Lost Weekend», μ' έναν υποδειγματικό (και οσκαρικό) Ρέι Μιλάντ στο πρώτο ρόλο, οπλίζει με πυρομαχικά υπαρξισμού και ηθολογικής επανάστασης και πυροβολεί με τέλεια ευστοχία προς τον στόχο του χολιγουντιανού συντηρητισμού της θεματολογίας και της κατάδειξης. Για τις επόμενες σχεδόν τέσσερεις δεκαετίες, ο Γουάιλντερ θα εξασκεί την φραστική του ακρίβεια, τον δηκτικό υπαινιγμό, την άτεγκτη σάτιρα και την χιουμοριστική καταγγελία με τρόπο περίπου αδιανόητο για σώμα έργου -σχεδόν- οποιουδήποτε σκηνοθέτη.
Γύρισε στο αγαπημένο του, ερειπωμένο πια μετά τον πόλεμο, Βερολίνο με το «Foreign Affair», με την συμπατριώτισσα του Μάρλεν Ντήτριχ να λέει το αξέχαστο «come to my house, it's just a few ruins away», στηλίτευσε την δημοσιογραφική πορνογραφία του πόνου στο «Ace in the Hole» με έναν εκρητικό, ως συνήθως, Κερκ Ντάγκλας, κοίταξε με μελαγχολική μεγαλοπρέπεια στα μάτια την βιομηχανία του κινηματογράφου στην «Λεωφόρο της Δύσεως», κορόϊδεψε εκπληκτικά ακόμα και τον πόλεμο – και την επίδρασή του στον χαρακτήρα των ανθρώπων – στο θαυμάσιο «Stalag 17», μεταμόρφωσε την κωμωδία καταστάσεων με τρόπους σατιρικά ανατρεπτικούς («Μερικοί το Προτιμούν Καυτό», «Επτά Χρόνια Φαγούρα»), κυρίευσε την ρομαντική κομεντί («Σαμπρίνα», «Love in the Afternoon», «Irma La Douce»), έκανε Άγκαθα Κρίστι κλάσεως («Witness for the Procecution»), δημιούργησε τη δραμεντί κοινωνικοπολιτικής στόχευσης («Η Γκαρσονιέρα» για την οποία ήταν ο πρώτος που κέρδισε Όσκαρ παραγωγής, σκηνοθεσίας και σεναρίου για την ίδια ταινία), έκανε και την αρμόζουσα (ελέω Χεκτ) σάτιρα του κόσμου της δημοσιογραφίας («Η Πρώτη Σελίδα»).
Ο Γουάιλντερ, ο άνθρωπος με τις 21 υποψηφιότητες για Όσκαρ και τα 6 βραβεία (δείτε περισσότερα εδώ), είχε ένα ταμπελάκι στο γραφείο του, για όταν αμφέβαλλε (...), που έγραφε «How would Lubitsch do it?». Όσο ορθό ερώτημα κι αν είναι αυτό (είναι, πολύ), βλέποντας σήμερα την παρακαταθήκη του σπιθαμιαίου δημιουργού διαπιστώνεις πως χωρίς αυτόν η σεναριακή τόλμη θα είχε καθυστερήσει, η σάτιρα θα είχε υποσιτιστεί και η αντίληψη της ανανέωσης και της ακροβασίας ανάμεσα στα κινηματογαφικά είδη θα είχε αναβληθεί.
Και το σινεμά μας θα ήταν τόσο μα τόσο λιγότερο συναρπαστικό.