Halloween special: Το cinemagazine ψηφίζει τις 100 καλύτερες ταινίες τρόμου που έγιναν ποτέ (50-1)
Διαχρονικές ανατριχίλες, ζόμπι, βρυκόλακες, υπερφυσικά τέρατα, σπλάτερ, άγνωστα αριστουργήματα και πολύ αίμα! Το φετινό Χάλογουιν ξορκίζουμε την πραγματικότητα και μετράμε τις 100 κορυφαίες ταινίες τρόμου.
Την άνοιξη του 2015, το τεύχος 236 του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ πρότεινε στους συντάκτες του να διαλέξουν 100 κορυφαίες δημιουργίες τρόμου και να τις τοποθετήσουν αξιολογικά σε μια λίστα που να είναι αντιπροσωπευτική (και λατρευτική) ολόκληρου του κινηματογραφικού αυτού είδους. Χρόνια αργότερα, με ανανεωμένη συντακτική ομάδα, η λίστα επανεξετάζεται, αλλάζει και εμπλουτίζεται.
Οι θέσεις των ταινιών δεν είναι απόλυτες (ποτέ δεν είναι, εκτός μερικών εξαιρέσεων) και η επιλογή έγινε με βασικό γνώμονα να αποτελέσει έναν κατατοπιστικό οδηγό σε μερικούς από τους πιο αξέχαστους εφιάλτες μας.
Μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο μέρος του αφιερώματος (θέσεις 100 - 51) εδώ:
Halloween special: Το cinemagazine ψηφίζει τις 100 καλύτερες ταινίες τρόμου που έγιναν ποτέ (100-51).
50. Βαμπίρ (Vampyr, 1931) του Καρλ Θίοντορ Ντράγερ
Κάπου ανάμεσα στις δυο καθοριστικές γραμμές του βαμπιρικού μύθου που όρισαν ο Φρίντριχ Μουρνάου στο «Νοσφεράτου» και ο Τοντ Μπράουνινγκ στον «Δράκουλα», ένας Δανός δημιουργός χάραζε με το γριφώδες σεναριακά «Βαμπίρ» μια εντελώς ξεχωριστή μεταφυσική γραμμή, καθώς καταπιανόταν με τη δική τους προσωπική ανάγνωση του μύθου για να φτιάξει όχι ακριβώς μια συνηθισμένη ταινία τρόμου, αλλά περισσότερο «ένα όνειρο που βλέπεται με ανοιχτά μάτια» ή καλύτερα έναν υπαρξιακό εφιάλτη με πηγή έμπνευσης τους πίνακες του Γκόγια, όπου ο τρόμος είναι πάνω από όλα ψυχολογικός.
Ο ήρωάς του είναι ένας νεαρός που καταφθάνει σε μια μικρή πόλη και μέσα από μια σειρά παράξενων περιστατικών βυθίζεται σε ένα παραισθητικό κόσμο, νοηματοδοτημένο από τους πιο μύχιους φόβους και αγωνίες του. Η σκηνή με το υποκειμενικό πλάνο μέσα από τα μάτια του νεκρού (;) πρωταγωνιστή, ο οποίος οδηγείται στην τελευταία του κατοικία, αποτελεί μια από τις πιο εμβληματικές στην ιστορία του σινεμά. Το φιλμ γυρίστηκε παραδόξως στη Γαλλία με οπερατέρ τον σπουδαίο Ρούντολφ Ματέ. Λευτέρης Αδαμίδης
49. Οι Άλλοι (The Others, 2001) του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ
Λίγο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μία μητέρα με τα δύο παιδιά της κατοικεί απομονωμένη σε μία βικτοριανή βίλα περιμένοντας τον άντρα της να επιστρέψει από το μέτωπο. Το σπίτι, όμως, αποδεικνύεται πως κρύβει μυστικά και οι τρεις υπηρέτες του, ακόμη περισσότερα.
Η κόλαση δεν είναι μετά, αλλά τώρα και η απειλή δεν είναι οι άλλοι, αλλά εμείς. Ο Αλεχάντρο Αμενάμπαρ υιοθετώντας τα σκηνοθετικά μοτίβα του Ρόμπερτ Γουάιζ («Ο Στοιχειωμένος Πύργος») και του Τζακ Κλέιτον («The Innocents») βασίζεται σε μία σεναριακή ανατροπή και αφηγείται μία ιστορία συναισθηματικών και ατομικών αποκλεισμών. Παράλληλα συγκεντρώνει όλα τα κλισέ του είδους και με εξαιρετική αυτοπεποίθηση τα προσφέρει ανεστραμμένα. Η Νικόλ Κίντμαν λάμπει σε έναν αινιγματικό, διττό χαρακτήρα, η Φιονούλα Φλάναγκαν διατηρεί υπόκωφα το μυστήριο και «Οι Άλλοι» επιστρέφουν το σινεμά του τρόμου και τις ιστορίες των φαντασμάτων σε μία εποχή αθωότητας. Άλλωστε στις καλές ταινίες τρόμου, σκοπός δεν είναι μόνο να τρομάξεις. Πάνος Γκένας
48. Candyman (1992) του Μπέρναρντ Ρόουζ
Αν σταθείς μπροστά σε έναν καθρέφτη, τολμάς να πεις πέντε φορές το όνομά του; Βασισμένο σε ένα σύντομο διήγημα του Κλάιβ Μπάρκερ, το «Candyman» είναι η κινηματογραφική διατριβή των αστικών θρύλων που δηλώνουν παρόντες, όσο οι άνθρωποι παραμένουν φοβικά επιρρεπείς. Άρα παντοτινά.
Στις εργατικές κατοικίες του Σικάγο, οι κάτοικοι δεν τολμούν να υποτάξουν τον τρόμο απέναντι σε έναν καταραμένο μαύρο άντρα που τιμωρήθηκε άδικα και πλέον τριγυρνά με έναν γάντζο, μακελεύοντας αυτόν που θα τον προκαλέσει. Στον αντίποδα των ρεαλιστικών θρίλερ της δεκαετίας του ‘90 και με εμφατικό κοινωνικό σχόλιο, το «Candyman» ισορροπεί την φρίκη και την αγωνία, έχοντας συνοδεία την απειλητική μουσική υπόκρουση του μέγιστου Φίλιπ Γκλας και τον τεταμένο γυναικείο παροξυσμό της Βιρτζίνια Μάντσεν. Πάνος Γκένας
47. Οι Διαβολογυναίκες (Les Diaboliques, 1955) του Ανρί-Ζορζ Κλουζό
Αν κάποιος έφτασε κοντά στο να εκθρονίσει τον Χίτσκοκ στην τέχνη του κινηματογραφικού σασπένς, αυτός ήταν ο Ανρί-Ζορζ Κλουζό με τις αριστουργηματικές «Διαβολογυναίκες» του - υπάρχει μάλιστα ένας θρύλος που ισχυρίζεται ότι το «Ψυχώ» προέκυψε ως «απάντηση» στην καταπληκτική δουλειά του Κλουζό, η οποία και άγχωσε αρκετά τον Χίτσκοκ ώστε να στρωθεί στη δουλειά και να ξανα-ορίσει τους όρους του κινηματογραφικού τρόμου.
Το σχέδιο δολοφονίας ενός σαδιστικού γυμνασιάρχη από τις δύο γυναίκες της ζωής του -την χαμηλών τόνων σύζυγό του και την πιο δυναμική ερωμένη του- μετατρέπεται σε μια ιστορία υπόκωφου τρόμου, έντονου σασπένς και τεράστιων ανατροπών, που ξεκινούν όταν το πτώμα εξαφανίζεται μυστηριωδώς και ένας μαθητής υποστηρίζει ότι συνομίλησε με τον νεκρό. Ακόμη και μετά από αρκετές μιμήσεις και ριμέικ, το δυνατό φινάλε που αλλάζει όλα όσα προηγήθηκαν, παραμένει σοκαριστικό και καθοριστικό για τις καριέρες πολλών σκηνοθετών που ακολούθησαν. Χριστίνα Λιάπη
46. Το Σπίτι του Μυστηρίου (The Uninvited, 1944) του Λιούις Αλεν
Έναν χρόνο πριν κερδίσει το Οσκαρ Α' Αντρικού ρόλου για το «Χαμένο Σαββατοκύριακο», ο Ρέι Μίλαντ υποδύεται στην ταινία έναν μουσικοσυνθέτη ο οποίος αγοράζει παρέα με την αδερφή του (Ρουθ Χάσεϊ) και σε τιμή ευκαιρίας μια εγκαταλειμμένη έπαυλη που δεσπόζει στην άκρη ενός λόφου με θέα την θάλασσα. Αγνοώντας τους ισχυρισμούς των προηγούμενων ενοίκων ότι το σπίτι είναι στοιχειωμένο, τα δυο αδέρφια διαπιστώνουν σταδιακά ότι το οίκημα κατοικείται εξίσου από ζώντες όπως και από νεκρούς. Σκιές κάνουν την εμφάνισή τους στις σκάλες, ανατριχιαστικοί ήχοι από το κλάμα μιας γυναίκας διακόπτουν ολοένα και συχνότερα την ηρεμία της νύχτας, ο αέρας σε ένα συγκεκριμένο δωμάτιο γίνεται ανεξήγητα παγερός και μακάβρια μυστικά από το παρελθόν έρχονται στην επιφάνεια.
Με άκρως λειτουργικά εργαλεία μια αρχετυπική ιστορία φαντασμάτων, την υπέροχη ασπρόμαυρη παλέτα του Τσαρλς Λανγκ στην φωτογραφία, το υποβλητικό φυσικό ντεκόρ όπου γυρίστηκε το φιλμ, τις πρώτης τάξεως ερμηνείες και ένα αλησμόνητο μουσικό θέμα του Βίκτορ Γιάνγκ (το «Stella by Starlight»), ο Άλεν σπρώχνει χωρίς βιασύνες την πλοκή του στα εδάφη του παράδοξου, προτιμώντας στο ενδιάμεσο να την στολίσει με στοιχεία ρομαντισμού και χιούμορ. Μόλις, όμως, η ταινία αγκαλιάσει πλήρως το στοιχείο του υπερφυσικού, το «The Uninvited» μεταμορφώνεται σε ένα μικρό θαύμα ατμόσφαιρας και υπαινικτικού τρόμου. Λουκάς Κατσίκας
45. Η Εξαφάνιση (Spoorloos, 1988) του Τζορτζ Σλούιζερ
Το βασανιστήριο της περιέργειας και η θανατική καταδίκη που προκύπτει από την ακραία εμμονή οδηγούν μαθηματικά στην καταστροφή στο συγκλονιστικό αυτό θρίλερ από την Ολλανδία, που σόκαρε τόσο με σκοτεινό και θρυλικό πια φινάλε. Το τρομακτικότερο όλων είναι ότι ο πρωταγωνιστής, που για χρόνια προσπαθεί να μάθει τι απέγινε η αγνοούμενη κοπέλα του, και ο δολοφόνος που κυνηγά, μοιράζονται παρόμοιες παρορμήσεις και περίεργες εμμονές. Όσο η αποπνικτικά απειλητική ατμόσφαιρα της ταινίας κλείνει μεθοδικά γύρω τους, είναι ανήμποροι ή απρόθυμοι να τις εγκαταλείψουν για το καλό τους, παρά την εκ διαμέτρου αντίθετη στάση τους απέναντι στα συναισθήματα: εκεί που ο δολοφόνος επιλέγει την ψυχρή λογική σε όλες του τις πράξεις και σοφά προφητεύει νωρίς στην ιστορία ότι το καλό και το κακό δεν είναι και τόσο μακριά, ο πρωταγωνιστής είναι έρμαιο, και τελικά θύμα, τους. Χριστίνα Λιάπη
44. Who Can Kill a Child? (Quién Puede Matar a un Niño?) του Ναρσίσο Ιμπάνεζ Σεραδόρ
Ένα νιόπαντρο ζευγάρι από την Αγγλία επισκέπτεται ερημικό νησί της ανατολικής Ισπανίας. Μοναδικοί κάτοικοι του νησιού είναι παιδιά. Τι έχει συμβεί στους ενήλικες; Και άλλη μία, βασικότερη απορία. Μπορεί κάποιος να απαντήσει καταφατικά στην ερώτηση του τίτλου;
Στο «Who Can Kill a Child?» του Ναρσίσο Ιμπάνεζ Σεραδόρ, το εθνικό και πολιτιστικό χάσμα των λαών είναι το κλειδί για την κατανόηση όσων απίστευτων, σοκαριστικών και παράδοξων συμβαίνουν στην οθόνη. Σε ένα μαγευτικό νησί, όπου ο ήλιος είναι λαμπρός και το φως ανελέητα παρών, τα παιδιά δεν αξιώνουν δικαιολογίες. Δεν είναι ούτε εξωγήινα, ούτε ο αντίχριστος. Είναι απλά, κανονικά παιδιά που απώλεσαν την ανήλικη αγνότητα, λόγω ενήλικης παρεμβατικότητας και οφείλουν να εξαφανίσουν το αίτιο. Ένα μακάβριο παιχνίδι με μία πινιάτα, μία δολοφονία, η έγκυος γυναίκα, το ανομολόγητο φινάλε, είναι μερικές από τις ιδέες μίας τολμηρής, σκληρής ταινίας που δυστυχώς παραμένει αδικαιολόγητα άγνωστη εδώ και πολλά χρόνια. Πάνος Γκένας
43. Μια Γυναίκα Δαιμονισμένη (Possession, 1981) του Αντρέι Ζουλάφσκι
Όταν ο κατάσκοπος Μαρκ γυρίζει στο Βερολίνο έπειτα από μια ακόμη αποστολή, η πανέμορφη σύζυγός του, Άννα (Ιζαμπέλ Ατζανί), του ζητάει διαζύγιο χωρίς κάποια συγκεκριμένη δικαιολογία. Όσο ο Μαρκ προσπαθεί να καταλάβει την απομάκρυνση της γυναίκας του, τόσο εκείνη επιδεικνύει κλιμακούμενα ακραίες συμπεριφορές. Τι μπορεί να προσθέσει κανείς σε όσα αμέτρητα έχουν ήδη γραφτεί γι' αυτό το πρωτόγνωρο και αταξινόμητο αριστούργημα; Ο Ζουλάφσκι βάζει στο μπλέντερ τα είδη και τις διαθέσεις, τα καλύπτει με την αύρα του τρόμου και γελάει σαρδόνια (όχι απέναντι, αλλά) παρέα με τον θεατή.
Η δραματουργική δομή του «Possession» ακολουθεί τη σχιζοειδή φύση των πρωταγωνιστών της: το πρώτο μισό της ταινίας θα μπορούσε να είναι το «Σκηνές από Έναν Γάμο» του Μπέργκμαν (εάν ο Μπέργκμαν το σκηνοθετούσε υπό την επήρεια κοκαΐνης), ενώ το δεύτερο μέρος μεταλλάσσεται σε μια εκδοχή της πολανσκικής «Αποστροφής», με κάτι από τη σωματικότητα των ταινιών του Κρόνενμπεργκ. Το αποτέλεσμα αποστομώνει, και όχι μόνο για την αξέχαστη σκηνή του παροξυσμικού ξεσπάσματος της Ατζανί στον σταθμό του μετρό η οποία έκανε μέσα στα χρόνια αναρίθμητα σαγόνια θεατών να πέσουν. Φαίδρα Βόκαλη
42. Ο Άνθρωπος Λεοπάρδαλη (The Leopard Man, 1943) του Ζακ Τουρνέρ
Από το 1942 μέχρι το 1946, ένας Αμερικανός γεννημένος στην Γιάλτα, ο Βαλ Λιούτον, αυτός ο μεγάλος, άγνωστος Ρομαντικός της κλασικής εποχής του Χόλιγουντ, θα υπέγραφε ως παραγωγός, στην πτωχευμένη (από τον «Πολίτη Κέιν»!) RKO, εννέα ταινίες που έμελλαν να είναι ακρογωνιαίος λίθος μιας αστικοποιημένης, σύγχρονης εκδοχής της μυθολογίας του Φανταστικού. Στήριγμά του ο Ζακ Τουρνέρ, μια υποδειγματική φυσιογνωμία auteur της υποδήλωσης, ο κατάλληλος άνθρωπος για ταινίες ανυπόληπτου προϋπολογισμού με χρόνο γυρισμάτων λιγότερο από ένα μήνα!
Τούτο ήρθε την επόμενη χρονιά από το «Cat People» και την ίδια με το «I Walked With a Zombie». Έτσι απλά, το δίδυμο αυτό είπε να «εξαργυρώσει» την επιτυχία του πρώτου. Όμως ο «Άνθρωπος Λεοπάρδαλη», τόσο αφηγηματικά όσο και νοηματικά, είναι μια ιδιοφυής σύνθεση. Ίσως περισσότερο γιατί ενσωματώνει με έναν θαυματουργό τρόπο τα πεσιμιστικά νοήματά του στην κινηματογραφική του κατασκευή, την δομή του σεναρίου και την κίνηση της κάμερας. Κόσμημα. Ηλίας Δημόπουλος
41. Μ (1931) του Φριτς Λανγκ
«Μ» είναι το σημάδι του δολοφόνου και μια απλή, στοιχειωτική μελωδία την οποία εκείνος σφυρίζει εκτός κάδρου δίνει το σύνθημα για τον επερχόμενο φόνο κάποιου νεαρού κοριτσιού. «Ποιος είναι ο Δολοφόνος;» αναρωτιέται μια παρακείμενη πινακίδα, ενώ η κάμερα ακολουθεί τον σίριαλ κίλερ Χανς Μπέκερτ την ώρα που παγιδεύει τη μικρή Έλσι. Τον στυγνό δολοφόνο ενσαρκώνει με τέτοια ανατριχιαστική τελειότητα ο Πέτερ Λόρε, που τέτοιοι χαρακτήρες θα τον τυποποιούσαν ερμηνευτικά για όλη του τη ζωή. Σε αυτό το επώδυνο αριστούργημα, ο Λανγκ παγώνει το αίμα με τη φαινομενική του ψυχρότητα και το κλινικά μελετημένο σασπένς και συνδυάζει τον αδυσώπητο κοινωνικό σχολιασμό με την αγωνία, δημιουργώντας ένα ψηφιδωτό ιδιωτικής τρέλας και δημόσιας υστερίας, Καινή Διαθήκη για όλα τα ψυχολογικά θρίλερ που ακολούθησαν. Φαίδρα Βόκαλη
40. Η Μάσκα του Σατανά (La Maschera del Demonio, 1960) του Μάριο Μπάβα
To επίσημο κινηματογραφικό ντεμπούτο του Μάριο Μπάβα απαγορεύτηκε στην Αγγλία για 8 χρόνια. Προβλήθηκε στην Αμερική σε κομμένη από τον διανομέα εκδοχή του. Σόκαρε μέρος του κοινού με τις φρικιαστικές (για την εποχή) λεπτομέρειες αναπαράστασης αιματηρών φόνων. Αλλά, ταυτόχρονα, η «Μάσκα του Σατανά» ήταν πολύ επιτυχημένη στα ταμεία, υποστηρίχθηκε από τους κριτικούς και εκτόξευσε την καριέρα της πρωταγωνίστριάς του, Μπάρμπαρα Στιλ, και του ακόμη άγνωστου τότε Μπάβα.
Χαλαρά βασισμένη στο διήγημα του Νικολάι Γκόγκολ «Βάι», η «Μάσκα» αφηγείται τις περιπέτειες μιας μάγισσας, την οποία σκοτώνει ο ίδιος της ο αδερφός. Όταν εκείνη επανέρχεται στη ζωή, 200 χρόνια μετά, το μόνο που ζητάει είναι να εκδικηθεί για τον θάνατό της. Συνδυάζοντας στοιχεία της γοτθικής αισθητικής με το πάθος του για τη ρώσικη φαντασία και τον τρόμο, ο Μπάβα χρησιμοποιεί την εξαίσια, ασπρόμαυρη φωτογραφία για να δημιουργήσει ατμόσφαιρες και υφές που μας ταξιδεύουν στους αιώνες, χαρίζοντάς μας λίγη από την αιματηρή αίγλη των πρωταγωνιστών του. Φαίδρα Βόκαλη
39. Κάρι, Έκρηξη Οργής (Carrie, 1976) του Μπράιαν Ντε Πάλμα
Ανάμεσα στο σχολικό bullying και την σεξουαλική αφύπνιση, η «Κάρι, Έκρηξη Οργής» παρατηρεί τις αγωνίες και τις πιέσεις μιας αιματοβαμμένης εφηβείας. Η Κάρι δεν είναι δημοφιλής στο σχολείο. Οι συμμαθητές της την κοροϊδεύουν και στο σπίτι η μάνα της τη βασανίζει ελέω θεού. Μία πρόσκληση στο σχολικό χορό θα αλλάξει τα πάντα.
Το πρώτο μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ, είχε την τύχη να μεταφερθεί κινηματογραφικά από τον Μπράιαν Ντε Πάλμα, τότε που ο σκηνοθέτης είχε σαφή καλλιτεχνική τοποθέτηση και αυθάδεια. Η τηλεκινητική Κάρι και η αφόρητα θρησκευόμενη μάνα της, ταυτίστηκαν με τα χλομά πρόσωπα των Σίσι Σπέισεκ - Πάιπερ Λόρι και το περιβόητο φινάλε, αποτελεί σκηνή ανθολογίας. Η αφελής, ασήμαντη Κάρι απηυδισμένη από την λοιδορία και την μητρική τυραννία, αποκαλύπτει την ταυτότητά της. Μεταλλάσσεται σε απόλυτη, ενδόμυχη φονική παρόρμηση και αποφασίζει να αφήσει κοινωνικό στίγμα. Και αυτή τη φορά έχει το χρώμα του αίματος. Πάνος Γκένας
38. Ο Ένοικος (The Tenant, 1976) του Ρόμαν Πολάνσκι
Στην πιο αυτοβιογραφική δημιουργία του, ο εγκατεστημένος πλέον στη Γαλλία Ρόμαν Πολάνσκι θέτει εαυτόν στον πρωταγωνιστικό ρόλο ενός συνεσταλμένου οικονομικού μετανάστη ο οποίος πασχίζει να εγκλιματιστεί στο Παρισινό διαμέρισμα που μόλις νοίκιασε. Όμως η εχθρότητα των γειτόνων δεν βοηθά, την ώρα που αρχίζει να εμφανίζει μία κάποια ταύτιση με την τραγική ιστορία της προηγούμενης ενοίκου του διαμερίσματος, η οποία είχε θέσει τέρμα στη ζωή της.
Το κλείσιμο της περίφημης «τριλογίας του διαμερίσματος», που άνοιξε με την «Αποστροφή» και συνεχίστηκε με το «Μωρό της Ρόζμαρι», φέρνει για τελευταία φορά τον σπουδαίο Πολωνό δημιουργό μετωπικά αντιμέτωπο με τα αστικά αδιέξοδα του σύγχρονου ανθρώπου και δη του ξένου. Καθώς οδηγεί το alter ego του σε συντριπτική αναμέτρηση με τους προσωπικούς του δαίμονες, εκείνους που δεν έπαψαν να τον κυνηγούν από τα τραυματικά τελευταία χρόνια του στις ΗΠΑ, ο Πολάνσκι χτίζει μία καφκική φυλακή πλημμυρισμένη από τις πιο πηχτές σκιές των μεταφυσικών του φόβων. Νεκτάριος Σάκκας
37. Το Καταραμένο Σκιάχτρο (The Wicker Man, 1973) του Ρόμπιν Χάρντι
Παραγνωρισμένο στην εποχή του, το φιλμ του Ρόμπιν Χάρντι, που κατατάσσεται ανάμεσα στα κορυφαία και πιο επιδραστικα φιλμ τρόμου, ιδιαίτερα στην πατρίδα του Μεγάλη Βρετανία, ξετυλίγεται όχι κρυμμένο στις σκιές ή κατά τη διάρκεια βροχερών νυχτών αλλά λουσμένο στην εκτυφλωτική λάμψη του ηλίου, που αποδεικνύεται πιο δόλια και επικίνδυνη. Αυτό είναι κάτι που μαθαίνει (πολύ αργά) ο θρήσκος, άκαμπτος αστυνομικός που φτάνει σε ένα νησί για να ερευνήσει την εξαφάνιση ενός μικρού κοριτσιού και έρχεται αντιμέτωπος με την παγανιστική θρησκευτική αίρεση που βασιλεύει εκεί, με τις εκκεντρικές πρακτικές και την καχύποπτη συσπείρωση τους ενάντια στην έρευνα. Ο εκατέρωθεν θρησκευτικός φανατισμός της διαμάχης τους, με προεξάρχοντα τον Κρίστοφερ Λι στην ίσως σπουδαιότερη ερμηνεία της μακράς καριέρας του, αποκαλύπτεται σε όλη του τρομακτική δόξα στο διαβόητο φινάλε όχι μόνο επιφυλάσσει μία σοκαριστική ανατροπή αλλά συλλαμβάνει με άγριο τρόπο την τραγική μοίρα του πρωταγωνιστή της. Χριστίνα Λιάπη
36. Dead of Night (1945) των Αλμπέρτο Καβαλκάντι, Τσαρλς Κράιτον, Μπέιζιλ Ντίρντεν, Ρόμπερτ Χάμερ
Επτά άνθρωποι μαζεμένοι σε ένα ειδυλλιακό εξοχικό αφηγούνται απόκοσμες προσωπικές εμπειρίες τους, όπου το υπερφυσικό εισβάλλει με ορμή και απρόβλεπτες συνέπειες στην τετριμμένη καθημερινότητα: ένας στοιχειωμένος καθρέφτης, μια ερωτική αντιζηλία που ξεφεύγει από τα όρια, μια σωτήρια παρέμβαση από το υπερπέραν, η συνάντηση μιας κοπέλας με ένα φάντασμα, ένας εγγαστρίμυθος που οδηγείται στην τρέλα από την ίδια του την κούκλα, ένα δυσοίωνο όνειρο που γίνεται πραγματικότητα...
Η καλύτερη σπονδυλωτή ταινία τρόμου που έγινε ποτέ φαντάζει ακόμα πιο εντυπωσιακή αν σκεφτεί κανείς ότι δημιουργήθηκε στο θρυλικό στούντιο Ealing, μια εταιρεία υπεύθυνη κυρίως για μερικές από τις καλύτερες βρετανικές κωμωδίες όλων των εποχών, και μάλιστα υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες τεσσάρων διαφορετικών δημιουργών. Εντούτοις, το μακάβριο αυτό γαϊτανάκι αποτελεί υπόδειγμα σεναριακής οικονομίας, στιλιστικής συνέπειας και αφηγηματικής συνοχής, ενώνοντας δεξιοτεχνικά τις διαφορετικές αφηγήσεις σε ένα αμάλγαμα γοτθικού τρόμου, εκλαϊκευμένης ψυχανάλυσης, ονειρικής ατμόσφαιρας και βρετανικού φλέγματος, που κλιμακώνεται σταδιακά για να καταλήξει σε έναν ιλιγγιώδη εφιάλτη. Θανάσης Πατσαβός
35. Βαθύ Κόκκινο (Profondo Rossο, 1975) του Ντάριο Αρτζέντο
Προτού εκτοξεύσει το σινεμά του στη σφαίρα του φαντασμαγορικού και του ξεκάθαρα μεταφυσικού, με ταινίες όπως η «Suspiria» και το «Inferno», ο Ντάριο Αρτζέντο υπήρξε από τους κορυφαίους εκπροσώπους του giallo, του ιταλικής προέλευσης, κινηματογραφικού αντιστοίχου των pulp αστυνομικών μυθιστορημάτων μυστηρίου, με μια επιπλέον δόση στιλιζαρισμένης βίας και kinky ερωτισμού. Με το «Βαθύ Κόκκινο», όμως, όχι μόνο τοποθετούσε για σπάνια φορά ψηλά τον πήχη για ένα ολόκληρο είδος, το οποίο ουδέποτε έτρεφε ιδιαίτερες αξιώσεις για τον εαυτό του, αλλά υπέγραφε την πιο δομημένη σεναριακά, σύνθετη ως κατασκευή και γεμάτη ανατροπές ταινία του.
Δεξιοτεχνικό πάντρεμα ντετέκτιβ ίντριγκας, ψυχαναλυτικού θρίλερ και καθαρού τρόμου, με σεκάνς φόνων που εντυπωσιάζουν με την εφευρετικότητα και τη φετιχιστική τους έμφαση στη λεπτομέρεια, το «Βαθύ Κόκκινο» παρακολουθεί έναν πιανίστα στην προσπάθειά του να εξιχνιάσει ένα έγκλημα που είδε να διαπράττεται μπροστά στα μάτια του. Καθώς η έρευνά του τον θέτει σύντομα στο στόχαστρο του δολοφόνου, μέσα από μια λαβυρινθώδη πλοκή ο Αρτζέντο οδηγεί το κοινό σε ένα φινάλε-έκπληξη το οποίο, ανάμεσα στις πολλαπλές ανταμοιβές του, επιβεβαιώνει το αξίωμα του σκηνοθέτη για την παντοδυναμία του βλέμματος ως μοναδική αλήθεια. Λουκάς Κατσίκας
34. Τα Σαγόνια του Καρχαρία (Jaws, 1975) του Στίβεν Σπίλμπεργκ
Ένας νεόκοπος σκηνοθέτης με τηλεοπτική κυρίως εμπειρία και άρτι βραβευμένος στο Φεστιβάλ Καννών για το σενάριο του «Εξπρές του Σούγκαρλαντ», ήταν υπεύθυνος για το πρώτο μπλοκμπάστερ της κινηματογραφικής ιστορίας. Ο λόγος για τον Στίβεν Σπίλμπεργκ που έσπειρε τον πανικό και αναστάτωσε τους λουόμενους παγκοσμίως με έναν μηχανικό καρχαρία που δεν δούλευε και δύο νότες που αρκούσαν να υποβάλλουν τον τρόμο.
Ένας οικογενειάρχης, ένας θαλασσόλυκος και ένας ωκεανογράφος, αντιπροσωπεύουν αρχετυπικά την αμερικάνικη κοινωνική διαστρωμάτωση και ο καρχαρίας είναι ο αντίπαλος, φυσικός και εσωτερικός εχθρός. Πέρα από τις κοινωνικοπολιτικές αναλύσεις όμως, τα πράγματα είναι απλά. Τα «Σαγόνια του Καρχαρία» λειτουργούν γιατί περιγράφουν με αυθάδεια έναν εγγενή φόβο. Η φύση είναι ανώτερη και θα βρει τον τρόπο να σε κατασπαράξει, δείχνοντας τα δόντια της ακόμα και κάτω από τα πόδια σου. Ακόμα κι αν δεν πατείς τη γη. Πάνος Γκένας
33. Η 'Ωρα του Λύκου (Vargtimmen, 1968) του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Ο Γιόχαν, ένας ζωγράφος σε δημιουργικό αδιέξοδο, ζει μαζί με την έγκυο γυναίκα του απομονωμένος σε ένα νησί στο Βορρά. Υποφέροντας από αϋπνία και φόβο για το σκοτάδι, ο Γιόχαν αρχίζει σταδιακά να χάνει τον έλεγχο της πραγματικότητας και να βυθίζεται σε ένα δικό του παραισθητικό κόσμο, ενώ ταυτόχρονα πυκνώνουν οι επισκέψεις από τους παράξενους ενοίκους ενός γειτονικού πύργου. Όταν η γυναίκα του ανακαλύπτει το προσωπικό του ημερολόγιο βλέπει να ξετυλίγεται μπροστά της ένας διαφορετικός άνθρωπος από αυτόν που γνώριζε.
Με βασικές επιρροές τον «Δράκουλα» του Μπραμ Στόκερ και τον «Μαγικό Αυλό» του Μότσαρτ, ο Μπέργκμαν, που την εποχή εκείνη συζούσε με την πρωταγωνίστρια Λιβ Ούλμαν, δοκιμάζει τις δυνάμεις του στο γοτθικό θρίλερ μέσα από μια από τις πλέον προσωπικές του ταινίες, επαναφέροντας όλα τα μπεργκμανικά μοτίβα της αγωνίας του θανάτου, του υπαρξιακού τρόμου, αλλά και της δημιουργίας με μια πειραματική γραφή και αφήγηση που φέρνουν στο μυαλό την «Περσόνα», ενώ ο μόνιμος οπερατέρ του Σβεν Νίκβιστ μεγαλουργεί με αποκορύφωμα την σκηνή του δείπνου στον πύργο. Λευτέρης Αδαμίδης
32. Η Σιωπή των Αμνών (The Silence of the Lambs, 1991) του Τζόναθαν Ντέμι
Ο κανίβαλος Χάνιμπαλ Λέκτερ βοηθά σε μία έρευνα ενός κατά συρροή δολοφόνου, με αποκρουστικές αγκληματικές μεθόδους. Η νεαρή πράκτορας Κλαρίς Στάρλινγκ είναι το δόλωμα και παράλληλα η νοητική γέφυρα του ιδιοφυή ψυχοπαθή με το FBI.
Το μεγαλείο της αμφισημίας κινηματογραφείται ανατριχιαστικά και με κλινική ακρίβεια από τον Τζόναθαν Ντέμι, σε μία δημιουργία η οποία κατάφερε να είναι η μόνη του είδους βραβευμένη με το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και μια από τις ελάχιστες στην ιστορία του θεσμού, που έχει τιμηθεί με τα 5 βασικά χρυσά αγαλματίδια. Η συναρπαστική λεκτική συνδιαλλαγή του πρωταγωνιστικού ζεύγους είναι ένα εμπνευσμένο mindfuck υποσυνείδητης καταστολής και κρυφής ερωτικής διάθεσης. Όσο ο Μπάφαλο Μπιλ απεκδύει δερματικά τα θύματά του, τόσο η Κλαρίς και ο Χάνιμπαλ αποκαλύπτουν διαστρωματικά τις μύχιες σκέψεις τους χωρίς σωματική επαφή, αλλά με απόλυτη πνευματική συμμετρία. Η Τζόντι Φόστερ υπογραμμίζει ευαίσθητα έναν αντρικό ρόλο και ο Άντονι Χόπκινς πλάθει σε 16 λεπτά ένα αλησμόνητο ανθρωπόμορφο κτήνος, τόσο αξιομνημόνευτο ώστε να τοποθετείται επάξια στην πινακοθήκη των πιο διαχρονικών τεράτων της οθόνης. Οι «αμνοί» του συνειδητού μας ουρλιάζουν ακόμη. Πάνος Γκένας
31. Μάτια Δίχως Πρόσωπο (Eyes Without a Face, 1960) του Ζορζ Φρανζί
Ένα σοκ για την εποχή της και βασικό εγχειρίδιο για όσους σκηνοθέτες πειραματίστηκαν στο μέλλον με τον τρόμο που πηγάζει μέσα από σωματικές αλλαγές, η ταινία του Ζορζ Φρανζί μοιάζει αρχικά με μια παραλλαγή του μύθου του Φράνκενσταϊν. Στην πορεία της όμως μεταμορφώνεται σε έναν στοχασμό πάνω στη δύναμη που έχει αποκτήσει η άνευ ηθικών ορίων επιστήμη, ο οποίος ειρωνικά προσωποποιείται από ένα απρόσωπο βλέμμα, της κόρης του επιστήμονα που περιφέρεται σε ένα σπίτι-φυλακή, υπομένοντας εγκλήματα που γίνονται για χάρη της. Ερμηνεία ζωής από την Εντίθ Σκομπ που μετατράπηκε σε αιώνιο κινηματογραφικό σύμβολο, προσκυνημένο από δημιουργούς της εποχής μας και τιμώμενο στο «Holy Motors» του Λεό Καράξ. Τάσος Μελεμενίδης
30. Το Εργαστήρι του Δρ. Καλιγκάρι (Das Kabinett des Doktor Caligari, 1920) του Ρόμπερτ Βίνε
Το «Εργαστήρι του Δρ. Καλιγκάρι» είναι ένα ψυχολογικό ονειρόδραμα που συμπυκνώνει το συντακτικό της εξπρεσιονιστικής φρασεολογίας και σύμφωνα με τους κανόνες της, εντείνει το μεταφυσικό και υπηρετεί νοσηρά και ρομαντικά το σκηνοθετικό όραμα.
Η ταινία του Ρόμπερτ Βίνε είναι μία ζοφερή ιστορική παρακαταθήκη, όχι μία αραχνιασμένη σινεφίλ υπόθεση. Ο Τσέζαρε, ένα νεκροζώντανο πλάσμα, υπακούει τυφλά το αφεντικό του και είναι έτοιμος να σκοτώσει όποτε του ζητηθεί. Κινηματογραφώντας την εφιαλτική αντανάκλαση μίας χώρας μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο «Καλιγκάρι» επικρίνει την άλογη κοινωνική εξουσία, προσφέρει εικαστικά οράματα και ανεβάζει ρυθμό για να ανατρέψει στο τέλος τη λογική, προσβάλλοντας το υποσυνείδητο. Πάνος Γκένας
29. Carnival of Souls (1962) του Χερκ Χάρβεϊ
Μια νεαρή οργανίστρια επιβιώνει σαν από θαύμα από ένα τραγικό αυτοκινητιστικό ατύχημα. Λίγο αργότερα κατευθύνεται σε μια μικρή επαρχιακή πόλη στη Γιούτα προκειμένου να ξεκινήσει τη δουλειά της στην τοπική εκκλησία, όμως σταδιακά συνειδητοποιεί ότι τίποτε γύρω της δε μοιάζει φυσιολογικό.
Γυρισμένο πριν από τη «Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών» το επίσης ασπρόμαυρο και με ανάλογο προϋπολογισμό ντεμπούτο (και μοναδική τελικά ταινία) του Χάρβι συνιστά, μαζί με την ταινία του Ρομέρο, το φοβερό δίδυμο ταινιών που έμελλε να αλλάξουν για πάντα το τοπίο των ταινιών τρόμου στη δεκαετία του '60 και η συγκεκριμένη να προφητεύσει τον όρο «Λιντσεϊκό» πριν τον Ντέιβιντ Λιντς. Χρησιμοποιώντας με ευφυΐα το μοντάζ, πρωτοφανείς γωνίες λήψης και ένα στοιχειωμένο όργανο στο soundtrack, ο Χάρβι καταφέρνει να μετατρέψει το τετριμμένο και το καθημερινό για να κτίσει έναν αλλόκοτο (και πιθανά άλλο) κόσμο. Όσο για το ανεπανάληπτο φινάλε, αυτό δεν έρχεται ακριβώς ως έκπληξη ή τέχνασμα αλλά ως μια ελεγειακή έκρηξη που απογειώνει αυτό το στοιχειωμένο αριστούργημα κατευθείαν στη σφαίρα της γνήσιας ποίησης. Λευτέρης Αδαμίδης
28. Videodrome (1982) του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ
Το σκοτεινό και ατίθασο διαμάντι της φιλμογραφίας του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ εξακολουθεί μέχρι σήμερα να έχει τη μορφή και τον αντίκτυπο ενός μικρού πολιτισμικού σοκ. Ξεχειλίζοντας με περισσότερες και πιο ραδιούργες ιδέες από οποιαδήποτε άλλη ταινία του σκηνοθέτη, το προφητικό «Videodrome» οδηγεί την σταθερή προβληματική του Κρόνενμπεργκ πάνω στη σχέση σώματος και τεχνολογίας στα ύψη του μεγαλοφυώς παρανοϊκού.
Ο Τζέιμς Γουντς είναι εκπληκτικός στον ρόλο ενός αδίστακτου και καιροσκόπου τηλεοπτικού παραγωγού ο οποίος εμπορεύεται εικόνες σεξ και βίας μέσα από το μικρό κανάλι που συντηρεί. Όταν ανακαλύψει τυχαία το μυστηριώδες σήμα που εκπέμπει ένας τηλεοπτικός σταθμός σε κάποιο αδιευκρίνιστο σημείο της Μαλαισίας, και προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί για προσωπικό του όφελος τις ακραίες (και ανησυχητικά ρεαλιστικές) εικόνες βασανιστηρίων και φόνων που απεικονίζει, ο ήρωας θα διαπιστώσει από πρώτο χέρι ότι το ισχυρό σήμα έχει την ικανότητα να προκαλεί επικίνδυνες παραισθήσεις σε όποιον εκτεθεί σε αυτό.
Επιστρατεύοντας τον μαέστρο των ειδικών εφέ, Ρικ Μπέικερ, ο Κρόνενμπεργκ δημιουργεί ένα εφιαλτικό και απολύτως ψευδαισθησιακό κινηματογραφικό κλίμα όπου το πραγματικό μπλέκεται με το ονειρικό και τα όρια μεταξύ τους γίνονται συχνά δυσδιάκριτα και άκρως αποπροσανατολιστικά για τον θεατή. Μπορεί η πλοκή της ταινίας να φαντάζει από ένα σημείο και έπειτα ιδιαίτερα λαβυρινθώδης, και η ατμόσφαιρα ζόφου σε συνδυασμό με μερικές ιδιαιτέρως ακραίες σκηνές διαστροφής να στάθηκαν δυσκολοχώνευτες για το κοινό της εποχής, το «Videodrome» εξελίσσει παρ’ όλα αυτά καθ’ όλη την διάρκειά του μια διαυγέστατη πολεμική πάνω στην θέση και τη μεταμόρφωση της ανθρώπινης ύπαρξης σε μια μοντέρνα κοινωνία ολοκληρωτικά ελεγχόμενη από την τεχνολογία, όπου η ανθρωπότητα αφομοιώνεται σταδιακά από τα ίδια ακριβώς μέσα επικοινωνίας και πληροφορίας που έχει δημιουργήσει. Σε κάθε περίπτωση, τα όσα απεικονίζει και τα όσα υπονοεί η ταινία είναι ραγματικά ανησυχητικά. Λουκάς Κατσίκας
27. Η Απειλή (The Thing, 1982) του Τζον Κάρπεντερ
O φόρος τιμής του Κάρπεντερ στο κινηματογραφικό σχολειό του, το Φανταστικό του ‘50. «Η Απειλή» αγαπιέται ιδιαίτερα από τον κόσμο (αν και αρχικά απέτυχε στα ταμεία) και σ’ ένα μεγάλο ποσοστό κι από την κριτική. Δεν είναι δύσκολο να εντοπίσεις γιατί: Οι μεν θα δουν ένα κλειστοφοβικό υπερθέαμα τρόμου μεταμορφώσεων, οι δε θα βρουν ένα φιλμ που κουβεντιάζει ψυχαγωγικά το διφυές του ανθρώπου, το απαράλλακτο προπολιτισμικό τέρας που ελλοχεύει εντός.
«Η Απειλή» είναι εντυπωσιακό έργο, η στιγμή που ο Κάρπεντερ μπλέκει με γιγάντιους προϋπολογισμούς (που δεν ταιριάζουν στη φύση του), η ένδοξη έναρξη της παρακμής του, που θα διακοπεί μοναχά σε δυο-τρεις περιπτώσεις πια στη συνέχεια. Εδώ συμπλέκεται και η αισθητική των μεταμορφώσεων (για τους λάτρεις του μετρ Ρομπ Μπότιν το έργο συνιστά συμπόσιο), που φθάνει την πορνογραφικότητα και επιβάλλει στον Κάρπεντερ ένα more is more, που ως τότε συνειδητά απέφευγε. Η σπονδή στην αποκρουστικότητα λαβώνει την υποβολή, όμως ισοσταθμίζουν με το παραπάνω σκηνές μεγάλου σινεμά κι ένας Μορικόνε horror τελειότητας. Ηλίας Δημόπουλος
26. Σκότωσε Μωρό μου, Σκότωσε (OPERAZIONE PAURA, 1966) του Μάριο Μπάβα
Η καλύτερη ταινία του Μπάβα, μαζί φυσικά με τη «Μάσκα του Σατανά», στηρίζεται στα ίδια παραμυθένια υλικά που μετέτρεψαν τον ασπρόμαυρο gothic προκάτοχό του σε σταθερό σημείο αναφοράς. Χρησιμοποιώντας τη δύναμη των εικόνων και της ατμόσφαιρας για να διηγηθεί μια ιστορία φαντασμάτων με πρωταγωνιστές τους φοβισμένους κατοίκους ενός απομονωμένου χωριού, ο Μπάβα χτίζει ένα μαγευτικό φιλμ που δίνει συχνά την αίσθηση ότι αυτό που παρακολουθούμε είναι λιγότερο μια ταινία και περισσότερο ένα όνειρο το οποίο βλέπουμε με τα μάτια ανοιχτά.
Απόκοσμοι χρωματισμοί στη φωτογραφία, παραισθησιογόνα οπτική αντίληψη, κίμα δέους και ανατριχίλας που απλώνεται από πλάνο σε πλάνο ξεπερνούν την αδύναμη πλοκή και μεταμορφώνουν την ταινία σε μια μυσταγωγία για τη σύγκρουση της προόδου με τη δεισιδαιμονία και την αδυναμία των ανθρώπων να νικήσουν τη σαρωτική έλευση του Αγνώστου. Ανάμεσα στους σκηνοθέτες που ενέπνευσε το συγκεκριμένο φιλμ βρίσκονται οι Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο, Φεντερίκο Φελίνι και Μάρτιν Σκορσέζε. Λουκάς Κατσίκας
25. Τα Τέρατα (Freaks, 1932) του Τοντ Μπράουνινγκ
Η μοναδική στο είδος της δημιουργία του Μπράουνινγκ συνιστά ένα κινηματογραφικό παράδοξο που ταλαιπωρήθηκε όσο λίγα άλλα (απαγορεύτηκε στη Μεγάλη Βρετανία για 30 χρόνια), ίσως γιατί πέρα από την προφανή «βλασφημία» της χρησιμοποίησης αληθινών «τεράτων», αντιπροσωπεύει το ένοχο υποσυνείδητο κάθε ιστορίας εκδίκησης δικαιώνοντας τους τερατόμορφους αυτουργούς της σε μια εντυπωσιακή αντιστροφή ρόλων και εξανθρωπισμού τους.
Τα «Τέρατα» είναι στην αφετηρία τους μια ιστορία αγάπης, πίστης και βαθιάς συντροφικότητας σε ένα δύσμορφο κόσμο «τεράτων» του τσίρκου. Μοιραία, όταν έρθει σε επαφή με ένα κόσμο «ανθρώπινο» θα εκτροχιαστεί σε μια ιστορία απάτης, προδοσίας και εκδίκησης. Μόνο που η τελευταία θα σταθεί μια αποτρόπαια όσο και ανήκουστη εξίσωση που δεν πραγματοποιείται από κάποιο δίκαιο θεϊκό χέρι, αλλά από τους αληθινούς απόβλητους και παραμορφωμένους αυτού του κόσμου.
Οι τελευταίοι μοιάζουν να παίρνουν εδώ και την δικιά τους κινηματογραφική εκδίκηση κόντρα στη συνηθισμένη παθητική, δαιμονοποιημένη ή απλά πολιτικά ορθή απεικόνισή τους. Η φράση «μια από εμάς!», η οποία σφραγίζει αυτό το τρομακτικό παραμύθι, μετατρέπεται στην επιτομή της συλλογικής εκδίκησης και μάλιστα στην πιο φριχτή και ανέλπιστη απεικόνισή της, σε ένα αληθινό κινηματογραφικό μνημείο (απ)ανθρωπιάς. Λευτέρης Αδαμίδης
24. Οδος Μαλχόλαντ (Mulholland Drive, 2001) του Ντέιβιντ Λιντς
Φτιαγμένη από τα απομεινάρια ενός δίωρου πιλότου για μια τηλεοπτική σειρά που έμεινε ανολοκλήρωτη, η «Οδός Μαλχόλαντ» περιπλανιέται σε ένα παραισθησιογόνο σύμπαν που δεν είναι άλλο από το Χόλιγουντ, σε ένα νυχτερινό Λος Άντζελες, παρέα με δυο γυναίκες που προσπαθούν να λύσουν ένα μυστήριο, ένα νεαρό σκηνοθέτη σε κίνδυνο, ένα πτώμα σε αποσύνθεση, ένα μυστηριώδες μπλε κουτί με το κλειδί του.
Σε όλη τη διάρκεια της σαγηνευτικής αυτής βόλτας, ο Λιντς τολμά να στηρίξει την αφήγησή του σε μια κατάσταση ονείρου, μπερδεύοντας χωροχρονικά τα όσα παρακολουθούμε και αφήνοντας ασαφές τι από αυτά συμβαίνει και τι βιώνεται κάτω από βαθύ ύπνο, μέχρι που φτάνει το τελευταίο ημίωρο για να οδηγήσει κυκλικά το φιλμ στην πραγματικότητα. Ταυτότητες αλλάζουν, χαρακτήρες αποσυντίθενται, η ιστορία καταρρέει και αναδομείται για να αποκαλύψει την ίδια την κόλαση σε ένα κόσμο όπου οι άνθρωποι υπάρχουν μοναχά ως μαριονέτες, η αλήθεια κατασκευάζεται και η αγάπη είναι ένα ακόμη ενορχηστρωμένο ψέμα. Το όνειρο μεταμορφώνεται ξαφνικά σε εφιάλτη. Και τα υπόλοιπα γίνονται σιωπή. Silencio! Λουκάς Κατσίκας
23. Τα Πουλιά (The Birds, 1963) του Άλφρεντ Χίτσκοκ
Μία ωραία πρωία τα πουλιά μιας πόλης στη βόρεια Καλιφόρνια αποφασίζουν να κηρύξουν πόλεμο στους ανθρώπους. Μετά από μερικές δοκιμαστικές επιθέσεις, ξεκινά η μεγάλη επίθεση. Χωρίς να μπαίνει στον κόπο να δώσει κάποια εξήγηση για την αλλόκοτη συμπεριφορά των πτηνών και έτσι κάνοντάς την ακόμη πιο τρομακτική, ο Χίτσκοκ εναλλάσσει το υπόκωφο σασπένς (τα πουλιά μαζεύονται σιγά-σιγά γύρω από ένα προαύλιο γεμάτο παιδιά) με τον ατόφιο τρόμο (η επίθεση στο σπίτι και η είσοδος των πουλιών από την σοφίτα) και αφήνει το απόλυτο χάος να βασιλέψει στην φιλήσυχη πόλη. Είναι η συμπεριφορά των πουλιών συμβολική της αναστάτωσης που προκαλεί η άφιξη της νεαρής Μέλανι στην ζωή του Μιτς και της οικογένειάς του; Ποιος ξέρει; Αρκεί που η μαεστρία του Χίτσκοκ αναδεικνύει τα πιο άκακα πλάσματα της φύσης (και με κινηματογραφικό ρόλο ως μελωδικοί φίλοι των πρωταγωνιστριών στα μιούζικαλ της Ντίσνεϊ) ως αξιόλογους διεκδικητές του τίτλου του πιο τρομακτικού κακού σε χιτσκοκική ταινία τρόμου. Χριστίνα Λιάπη
22. Το Έβδομο Θύμα (The Seventh Victim, 1943) του Μάρκ Ρομπσον
Ο ρωσικής καταγωγής Βαλ Λιούτον έγινε στα τέλη της δεκαετίας του '30 επικεφαλής του b movie τμήματος της εταιρείας RKO που ειδικευόταν τότε σε φθηνές ταινίες τρόμου, συνεργάστηκε με τους σκηνοθέτες Ζακ Τουρνέρ, Ρόμπερτ Γουάιζ, Μαρκ Ρόμπσον και επέφερε πολύ σύντομα την επανάσταση και τη ριζοσπαστική ανανέωση σε ένα υποτιμημένο από τους πάντες κινηματογραφικό είδος. Οι εννέα δημιουργίες που υπέγραψε ο Λιούτον ως παραγωγός στη διάρκεια μιας σύντομης καριέρας και ζωής έδωσαν σχήμα σε μια αφηρημένη, υπαινικτική αντίληψη του τρόμου και μια εκπληκτική έμφαση στην ατμόσφαιρα, δημιουργώντας μικρά κομψοτεχνήματα ελλειπτικότητας και οικονομίας, παράξενα νουάρ που φλέρταραν έντονα με την υποψία του μεταφυσικού.
Από αυτά τα φιλμ, το «Έβδομο Θύμα» παραμένει η πιο ιδιόρρυθμη, πιθανόν, στιγμή ολόκληρης της καριέρας του. Όχι επειδή διαλέγει να κινηθεί σε ένα περισσότερο ρεαλιστικό και πραγματιστικό επίπεδο από τις προηγούμενες ταινίες. Αλλά επειδή εντυπωσιάζει μέχρι σήμερα με τον ισχυρό πεσιμισμό του και τη δυσοίωνη αίσθηση που καλλιεργεί στον θεατή, μπλέκοντας τη λατρεία του Σατανά, την αστική παράνοια και αλλοτρίωση, τον λεσβιασμό, το μελόδραμα και την αυτοκτονία στα ίδια εβδομήντα λεπτά φιλμ.
Αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής της ταινίας, ο θάνατος παρίσταται σε κάθε της πλάνο είτε ως απειλή, είτε ως αναπόφευκτη γνώση, είτε ως αναφορά, είτε ως επιθυμία. Ξεκινά το φιλμ κλείνοντας ανατριχιαστικά το μάτι, μέσα από μια ποιητική φράση που χρησιμοποιεί ως εισαγωγή ο σκηνοθέτης, και το κορυφώνει σε ένα απελπισμένο φινάλε που αποχαιρετούσε τους θεατές της εποχής (και κάθε εποχής) με ένα σφίξιμο στο στομάχι. Λουκάς Κατσίκας
21. Ο Ηδονοβλεψίας (Peeping Tom, 1960) του Μάικλ Πάουελ
Ο θεατής δεν είναι παρά ο συνένοχος των εγκλημάτων του ψυχοπαθή ηδονοβλεψία του τίτλου, στο μυαλό του οποίου τόσο πετυχημένα -και τόσο ανατριχιαστικά- μας βάζει το σκοτεινό αριστούργημα του Μάικλ Πάουελ, του οποίου η τόσο λαμπρή καριέρα ουσιαστικά καταστράφηκε μετά την ρισκέ αυτή δουλειά. Ο πρωταγωνιστής δεν είναι παρά ο απόλυτος σκηνοθέτης, ένας άνδρας που κινηματογραφεί τα πάντα αλλά πάνω από όλα προσπαθεί να συλλάβει τον ίδιο τον τρόμο με τις επιθανάτιες στιγμές των δολοφονημένων θυμάτων του. Πιο αρρωστημένα ακόμη, τα ίδια τα θύματα αναγκάζονται να γίνονται μάρτυρες της έκφρασής του, χάρη σε έναν καθρέφτη τοποθετημένο δίπλα στον φακό.
Το καυστικό σχόλιο πάνω στην, τώρα πια φοβερά επίκαιρη, νεύρωση της κινηματογράφησης, όπως και τις πορνογραφικές διαστάσεις του φόβου, ήταν υπερβολικά πολύ πριν από την εποχή του και μόλις τώρα μπορούμε να το εκτιμήσουμε σε όλη του τη δύναμη. Χριστίνα Λιάπη
20. Οι Άνθρωποι του Τρόμου (Invasion of the Body Snatchers, 1956) του Ντον Σίγκελ
Η εκθετική αύξηση των ταινιών επιστημονικής φαντασίας στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ‘50 οδήγησε στο φλερτάρισμά της με όλα τα υπόλοιπα κινηματογραφικά είδη, με κυρίαρχη σχέση αυτή που ανέπτυξε με τον τρόμο. Η επαφή μας με τους γείτονες του γαλαξία μετουσιώθηκε σε πράξεις πολέμου και άμυνας πάνω σε μια απειλή, είτε λόγω αφέλειας είτε λόγω Σ. Ένωσης, όμως πέρα από απλοϊκές αναμετρήσεις υπήρξαν ταινίες που στοχάστηκαν πάνω σε αυτή του προσέγγιση.
Το φιλμ του Ντον Σίγκελ λειτουργεί εξαιρετικά ως σήμερα σαν μια σπουδή χαρτογράφησης αλλά και κριτικής του πανικού, σε τοπικό και εθνικό επίπεδο και σε χρόνια που η πληροφορία δεν μεταδίδονταν με τις σημερινές ταχύτητες. Το φιλτράρισμα των νέων, οι προκαταλήψεις του κόσμου και το μεγάλωμα μιας γενιάς κάτω από ένα διαρκές καθεστώς τρόμου γίνονται βασικά δομικά στοιχεία του σεναρίου και ανάγονται σε απειλές, μεγαλύτερες από κάθε εξωγήινο οργανισμό. Τάσος Μελεμενίδης
19. Η Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών (Night of the Living Dead, 1968) του Τζορτζ Ρομέρο
Η ιστορία γνωστή: οι νεκροί επιστρέφουν στη ζωή με μόνο σκοπό να τραφούν από τις σάρκες των ζωντανών. Εκείνο όμως που δεν είναι εξίσου γνωστό είναι πως το σοκαριστικό ντεμπούτο του Τζορτζ Ρομέρο, του ανθρώπου που θεμελίωσε τη σύγχρονη μυθολογία των ζόμπι, εκμεταλλεύτηκε την αποτυχία των παραγωγών να διασφαλίσουν τα πνευματικά δικαιώματα, συμβάλλοντας έτσι ώστε να γίνει το φιλμ-ορόσημο που θεωρείται σήμερα.
Η «Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών» ήταν αυτή που έσυρε από το συλλογικό ασυνείδητο την υπέρτατη απειλή μιας καθολικής κοινωνικής και αξιακής κατάρρευσης, τον αλληλοσπαραγμό, μετουσιώνοντάς τον τόσο σε εικόνες ανείπωτης φρίκης, όσο και σε ζοφερή αλληγορία. Ύστερα απ’ αυτό, ο τρόμος δε θα ήταν ποτέ πια ο ίδιος, όπως και κάθε άλλο τέρας του σινεμά δε θα ήταν ποτέ πιο αποτρόπαια όμοιο με εμάς. Νεκτάριος Σάκκας
18. Η Νύφη του Φρανκενστάιν (The Bride of Frankenstein, 1935) του Τζέιμς Γουέιλ
Το πρώτο «καλύτερο σίκουελ» όλων των εποχών, έρχεται τέσσερα χρόνια μετά την μυθική επιτυχία του «Frankenstein» και υπερθεματίζει παντού, προσθέτοντας μια μοναδική στρώση ιδιοφυούς χιούμορ, μια στιγμή προτού το λεπτοφυές καταλήξει camp χοντροκοπιά. Ο Γουέιλ αγαπά το Πλάσμα του, ταυτίζεται με τη μοναξιά και την ανάγκη του, ενώ επισυνάπτει σαρδόνια κριτική στην έννοια της Οικογένειας, αλλά και της τότε τρέχουσας αντίληψης του τρόμου στο Φανταστικό.
Όχι τυχαία, λατρεύεται από την σινεφίλ μεριά της queer κοινότητας, ενώ σύσσωμα όλοι βροντοφωνάζουμε ότι η γοτθικότητα, ο Ρομαντισμός, η σκηνογραφική μετάφραση της τότε γερμανοτραφούς (άρα εξπρεσιονιστικής) Universal και το σινεμά του είδους, αυτή ακριβώς η ώσμωση ποίησης και χιούμορ, διατηρούν διαχρονική μαγεία, ιστορικά ανεπανάληπτη. Ο χειρισμός της υστερίας του Κόλιν Κλάιβ, ο Δρ. Πρετόριους, ο συριγμός της Νύφης, αυτό το ντεκόρ, η μελωδική ανωτερότητα του Φραντς Γουάξμαν και φυσικά ο μεγάλος Καρλόφ στο πάντα κάπως πικρό επίκεντρο στην καρδιά του φιλμ, όλα μα όλα χρειάζονται λίγη κινηματογραφική παιδεία και μια ζωή να τα απολαμβάνεις. Ηλίας Δημόπουλος
Αυτό που ξεκίνησε ως μία «θηλυκή» και προχειροφτιαγμένη εκδοχή του «The Wolf Man» μεταμορφώθηκε στα χέρια του τεχνίτη Ζακ Τουρνέρ σε μια, πραγματικά πρωτοποριακή για την εποχή της, ταινία τρόμου. Σίγουρα, η ψυχοσεξουαλική αλληγορία στην καρδιά της ιστορίας προδίδει την ηλικία της ταινίας, αφού συνδέει το γυναικείο ερωτικό πάθος με καταστρεπτικές δυνάμεις και τον θάνατο - κάτι που στη συνέχεια αναπαρήγαγε και η πλειοψηφία των ταινιών τρόμου έκτοτε. Δεν το έκαναν βέβαια με τόση ευθύτητα: η πρωταγωνίστρια, κληρονόμος μιας παράδοσης μαγείας που δεν μπορεί να ελέγξει, αποφεύγει να κάνει έρωτα με τον νέο της άντρα φοβούμενη ότι ένας οργασμός θα την μεταμορφώσει σε… πάνθηρα. Υπάρχει όμως αληθινή δημιουργικότητα πίσω από την ταινία, φαντασία στην κινηματογράφιση των σκηνών καταδίωξης και μια φοβερά μοντέρνα προσέγγιση του σασπένς: η υπόνοια του κινδύνου και της φρίκης είναι πιο τρομακτική από την πραγματική εικόνα. Χριστίνα Λιάπη
16. Αποστροφή (Repulsion, 1965) του Ρόμαν Πολάνσκι
Ενώ η βρετανική πρωτεύουσα ζει στους ξέφρενους ρυθμούς του Swinging London και αφήνεται στη μέθη της σεξουαλικής απελευθέρωσης, μια νεαρή κοπέλα με προβλήματα συμπεριφοράς και αγοραφοβία, ερμηνευμένη ιδανικά από την παγερή 22άχρονη Κατρίν Ντενέβ, περνά ένα σαββατοκύριακο απομονωμένη στο διαμέρισμά της Λονδίνο και βυθίζεται σταδιακά στους προσωπικούς της εφιάλτες και στις καταπιεσμένες σεξουαλικές φαντασιώσεις της, φτάνοντας ως την τρέλα και το έγκλημα.
Στην πρώτη ταινία του σε βρετανικό έδαφος ο Πολάνσκι ανατρέχει στον κλειστοφοβικό σύμπαν ενός Κάφκα, στην εικονογραφία του Κοκτώ και του Μπουνιουέλ, αλλά και σε μια ευφυή χρήση του ήχου και του βάθους πεδίου για να δημιουργήσει μια ανεπανάληπτη ταινία παραισθητικού και κυρίως σεξουαλικού τρόμου, με αλησμόνητες εικόνες όπως το κουφάρι ενός γδαρμένου κουνελιού σε αποσύνθεση ή τους γεμάτους ρωγμές τοίχους του δωματίου να γεμίζουν με ανθρώπινα χέρια. Αναμφισβήτητος πρόδρομος του «Eraserhead» και πρώτο μέρος μιας άτυπης τριλογίας εγκλεισμού που συνεχίστηκε στο «Μωρό της Ρόζμαρι» και κορυφώθηκε με τον «Ένοικο». Λευτέρης Αδαμίδης
15. Ζόμπι, Το Ξύπνημα των Νεκρών (The Dawn of the Dead, 1978) του Τζορτζ Ρομέρο
Εκτός από ανανεωτής του είδους, ο Τζορτζ Ρομέρο υπήρξε και...γουρλής του. Το 1968, της «Νύχτας των Ζωντανών Νεκρών», ήταν μια σημαδιακή χρονιά πλήρους εκσυγχρονισμού του horror, μαζί με το «Μωρό της Ρόζμαρι». Δέκα -εντυπωσιακά- χρόνια αργότερα, o πόλεμος του Βιετνάμ είναι αιμόφυρτο παρελθόν, το Χόλιγουντ έχει διανύσει την ευδαιμονία του «σινεμά δημιουργού» και ο...καπιταλισμός αρχίζει να μυρίζεται αίμα. Τουτέστιν εμπορευματοποίηση, οπότε και καταναλωτισμός, δηλαδή το θέμα αυτού του περίλαμπρου σίκουελ.
Gore κλάσεως, αλλά όχι απαραίτητα και αυτοσκοπού (ευαίσθητα στομάχια θα διαφωνήσουν), ζόμπι ολοφάνερα χαίροντα της σκηνοθετικής εύνοιας, έτσι μελαγχολικά και καταραμένα που είναι, δημιουργική σύνοδος Ρομέρο-Αρτζέντο στο σενάριο και τελικά μια ορισμική horror αλληγορία πάνω στην ανθρώπινη μετεξέλιξη σε καταναλωτικό ζόμπι, που (λυπηρά) προφήτευσε και τον υλισμό του '80. Αν και η ταινία έχει πληγωθεί από τα πολυάριθμα cuts - απόρροια της γραφικής της βίας, αλλά και του ότι ο Αρτζέντο είχε τα ευρωπαϊκά δικαιώματα κι έφτιaξε δική του εκδοχή (!) - υπήρξε μεγάλη εμπορική επιτυχία. Όσο για το γούρι; Την ίδια χρονιά βγήκε ξανά άλλο ένα αριστοτέχνημα του είδους, που θα συναντήσουμε δύο θέσεις ψηλότερα. Ηλίας Δημόπουλος
Η διασημότερη ταινία του Αρτζέντο εντόπιζε τα ίχνη μιας δαιμονικής φιγούρας στο εσωτερικό μιας σχολής χορού της Γερμανίας και έβαζε μια ανυποψίαστη σπουδάστρια να ξεσκεπάζει το σατανικό προσωπείο της. Εμπνευσμένος από την «Αλίκη Στην Χώρα των Θαυμάτων» και από τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ, ο Αρτζέντο τοποθέτησε σοφά το φιλμ σε ένα υπερρεαλιστικό ντεκόρ, υπερτονίζοντας μέχρις εσχάτων το απόκοσμο κλίμα του μέσα από την εξπρεσιονιστική φωτογραφία και από μια εξωπραγματική χρωματική παλέτα την οποία ο σκηνοθέτης επεξεργάστηκε με την βοήθεια μιας παλιομοδίτικης τεχνικής που είχε να χρησιμοποιηθεί από την εποχή του τεχνικολόρ.
Σχεδόν τα πάντα υπάγονται στην λογική της υπερβολής και της υπέρβασης. Εκεί που οι περισσότερες ταινίες τρόμου φυλάσσουν την μεγάλη τους κορύφωση για το τέλος, η «Suspiria» ξεκινά με ένα αλησμόνητο κρεσέντο δεκατριών λεπτών. Για την υπόλοιπη μία και κάτι ώρα, ο Αρτζέντο κρατά το φιλμ σε μια αδιάκοπη διαπασών που σφυρηλατεί αλλεπάλληλα τον θεατή μέσα από σκηνές σοκ, πνιγμένες στα φανταχτερά χρώματα εικόνες και σε μια τρομοκρατική ηχητική μπάντα.
Αδιαφορώντας για τις ασυναρτησίες της πλοκής και υπερτονίζοντας την ατμόσφαιρα, ο Αρτζέντο συνθέτει την πρώτη και τελευταία γκραν γκινιόλ όπερα του σινεμά. Μια συμφωνία του τρόμου που νομίζεις ότι έχει επινοηθεί για να αναστατώσει και να παραβιάσει ασταμάτητα τις αισθήσεις. Από τις ελάχιστες περιπτώσεις στην ιστορία του κινηματογράφου όπου το στιλ θριαμβεύει έναντι του όποιου περιεχομένου, η «Suspiria» στέκει μέχρι σήμερα η απόδειξη ενός σκηνοθετικού ταλέντου που άγγιξε τον απόλυτο παροξυσμό του αλλά και ξοδεύτηκε σχεδόν ολόκληρο στο ίδιο φιλμ. Λουκάς Κατσίκας
13. Ο Στοιχειωμένος Πύργος (The Haunting, 1963) του Ρόμπερτ Γουάιζ
Μια μοναχική και συναισθηματικά εύθραυστη γυναίκα δέχεται να γίνει το τέταρτο μέλος μιας ερευνητικής ομάδας που αναλαμβάνει να διαλευκάνει αν ένα γοτθικό οίκημα, το οποίο βαραίνουν απόκοσμες ιστορίες από το παρελθόν και μακάβριες φήμες, κατοικείται όντως από φαντάσματα. Αυτό που ακολουθεί είναι όχι μόνο η ωραιότερη ταινία πάνω στη συγκεκριμένη μυθολογία, αλλά και ένα παράδειγμα προς μίμηση το οποίο, αν είχαν λάβει υπόψη τους οι ταινίες τρόμου που έμελλε να ακολουθήσουν, τότε σύσσωμο το είδος θα βρισκόταν σε πολύ καλύτερη μοίρα σήμερα.
Εφαρμόζοντας τις υπαινικτικές μεθόδους του επιδραστικού παραγωγού Βαλ Λιούτον («Οι Άνθρωποι Γάτες» και «Περπάτησα μ’ ένα Ζόμπι») και αξιοποιώντας σκηνικά, ατμόσφαιρα και ρυθμούς σε ένα απολύτως επιβλητικό σύνολο, ο Γουάιζ εξαντλεί όλες τις φοβικές και ψυχολογικές παραμέτρους του σπουδαίου μυθιστορήματος της Σίρλεϊ Τζάκσον στο οποίο στηρίχτηκε («The Haunting of Hill House»), κινώντας την ταινία του αριστοτεχνικά σε δυο επίπεδα: ένα μεταφυσικό (το σπίτι είναι όντως στοιχειωμένο) και ένα ρεαλιστικό (οι δαίμονες βρίσκονται ουσιαστικά στο μυαλό της ηρωίδας). Όποια εξήγηση κι αν επιλέξει ο θεατής, η εμπειρία παρακολούθησης του φιλμ παραμένει εξίσου καθηλωτική. Λουκάς Κατσίκας
12. Ο Εξορκιστής (The Exorcist, 1973) του Γουίλιαμ Φρίντκιν
Καμία άλλη ταινία τρόμου δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει τόσες πολλές εμβληματικές, αθάνατες κινηματογραφικές εικόνες όπως το αριστούργημα του Γουίλιαμ Φρίντκιν. Ποιος δεν έχει δει το φρικιαστικό δαιμονισμένο πρόσωπο της Ρίγκαν; Δεν έχει ακούσει για τη στροφή 360 μοιρών του κεφαλιού της ή δει την αφύσικη κατάβαση της σκάλας; Ο Φρίντκιν χτίζει ένα όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικό πλαίσιο για την ιστορία της 12χρονης Ρίγκαν που καταλαμβάνεται από σατανικό πνεύμα και των προσπαθειών της μητέρας της και δύο ιερέων να την απαλλάξουν, και έπειτα το δυναμιτίζει με τις παραπάνω εκρήξεις.
Η αξεπέραστη ατμόσφαιρα τρόμου δεν έχει γεράσει ούτε μία μέρα, όπως και η σοκαριστική -ακόμη- απεικόνιση της δαιμονικής φύσης, που άφησε τα υπονοούμενα στην άκρη και έδωσε εικόνα σε κάθε αρρωστημένη λεπτομέρεια του δαιμονισμένου, αφήνοντας τα σημάδια της σε όποια ιστορία τρόμου την ακολούθησε. Χριστίνα Λιάπη
11. Η Νύχτα με τις Μάσκες (Halloween, 1978) του Τζον Κάρπεντερ
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα που πιστοποιούν ότι ο τρόμος έχει έρεισμα σε βαθύτερες πτυχές μας. Άραγε είναι απλές (μας αρέσει να τρομάζουμε), είναι μήπως σύνθετες (γουστάρουμε να σκεπτόμαστε που μας αρέσει να τρομάζουμε), ή/και τελικά πιστοποιητικές της καλλιτεχνικής και διανοούμενης ανάγκης μας για αλληγορία, προκειμένου να σκεφτούμε πάνω σε φλέγοντα κοινωνικά, πολιτικά, υπαρξιακά θέματα; Μάλλον όλα μαζί.
Αυτή η Νύχτα φτιάχτηκε με πενταροδεκάρες (30-40 φορές κάτω από μια μέση τότε παραγωγή), τα μισά της λεφτά πήγαν στο ότι ο Κάρπεντερ την ήθελε σινεμασκόπ, και κατέστη μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία του ανεξάρτητου σινεμά. Γιατί; Ίσως γιατί είναι βασική σε σκελετικό βαθμό (ένας μανιακός δολοφόνος κυνηγά εφήβους μ' ένα μαχαίρι) και ερεθίζει το αυτοσυντηρητικό μας ένστικτο. Ίσως γιατί είναι εκτελεσμένη στην εντέλεια. Ίσως γιατί έχει αυτό το σάουντρακ. Ίσως γιατί το «Ψυχώ» είχε πολλά «παιδιά» και η μέθεξη της αίθουσας υπό καθεστώς τρόμου είναι εθισμός. Ίσως γιατί ο μπαμπούλας είναι συλλογικά ασυνείδητός μας τρόμος. Ίσως και γιατί το ανεξήγητο Κακό έχει τέτοια νοσηρή γοητεία που να μας κάνει όλους σαδομαζοχιστικούς θεατές του. Όπως και να έχει, σε όλα τα παραπάνω, συν το μυστικό της 25ο κάδρο που όλοι αισθάνθηκαν αλλά κανείς δεν εντόπισε, η «Νύχτα με τις Μάσκες» κλείδωσε και πέταξε και το κλειδί. Ηλίας Δημόπουλος
10. Περπάτησα με Ενα Ζόμπι (I Walked with a Zombie, 1943) του Ζακ Τουρνέρ
Αιθέρια και υπόκωφα ανατριχιαστική, η καλύτερη ίσως δημιουργία από τη low budget σειρά ταινιών τρόμου που γύρισε ο παραγωγός Βαλ Λιούτον για λογαριασμό του στούντιο της RKO ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις, ήδη από την αρχική της ιδέα: σε μια στιγμή εξαιρετικής έμπνευσης οι δημιουργοί μετέφεραν τη δράση της του κλασικού έργου της Σαρλότ Μπροντέ, «Τζέιν Έιρ», στην Καραϊβική, συνδέοντάς την με τις τελετουργίες βουντού. Για να συνεχιστεί εξίσου εμπνευσμένα με το μαγικό άγγιγμα του σκηνοθέτη Ζακ Τουρνέρ και την επιμονή του να επικεντρώνεται στον ψυχολογικό παράγοντα και όχι στα φτηνά σοκ.
Η δεξιοτεχνία του Τουρνέρ και η πανέμορφη φωτογραφία δια χειρός Ρόι Χαντ κατάφεραν να μετατρέψουν τα περιορισμένα σκηνικά σε μυσταγωγικό τοπίο ενός τροπικού νησιού, όπου το Καλό συμπορεύεται με το Κακό, γυναίκες υπνοβατούν ανάμεσα στις τροπικές φυλλωσιές και ένας ολόκληρος κόσμος μαγείας, μυστικιστικών παραδόσεων και δεισιδαιμονιών αναδύεται από τις σκιές. Ένας θρίαμβος υπαινικτικού τρόμου που χάρισε στο είδος μερικές από τις πιο ποιητικές και λυρικές στιγμές του. Θανάσης Πατσάβος
9. Η Νύχτα του Κυνηγού (The Night of the Hunter, 1955) του Τσαρλς Λότον
Σοκαριστικά περιφρονημένη από τους κριτικούς την εποχή της κυκλοφορίας της, η «Νύχτα του Κυνηγού» θεωρείται πια ένα από τα λίγα αδιαπραγμάτευτα αριστουργήματα. Αναμιγνύοντας στοιχεία τρόμου, λυρικού δράματος, ακόμη και στιγμές κωμωδίας, και προχωρώντας την τέχνη της κινηματογραφικής φωτογραφίας δεκαετίες μπροστά με τη μίξη αμερικανικού γκόθικ και γερμανικού εξπρεσιονισμού, ο Τσαρλς Λότον με τον Στάνλεϊ Κορτέζ κάνουν εικαστικά θαύματα δίπλα στην μνημειώδη ανατριχιαστική ερμηνεία του Ρόμπερτ Μίτσαμ, που ήταν και το απόγειο της καριέρας του. Ο χαρακτήρας που υποδύεται (ιερέας μάλιστα), ο οποίος βάζει στο μάτι μια χήρα και τα δύο της παιδιά για τη λεία μιας ληστείας, είναι ένας από τους σπουδαιότερους κακούς στην ιστορία, η ανατριχιαστική φιγούρα ενός πέρα για πέρα ψυχοπαθή μισογύνη, τα κακόβουλα σχέδια του οποίου αντιλαμβάνονται μόνο τα αβοήθητα παιδιά και φυσικά είναι ανήμπορα να τον σταματήσουν. Ιδιοφυές και αξεπέραστο. Χριστίνα Λιάπη
8. Μετά τα Μεσάνυχτα (Don’t Look Now, 1973) του Νίκολας Ρεγκ
Όπως και σε λίστα του Βρετανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου, έτσι και εδώ, η ταινία του Νίκολας Ρεγκ φιγουράρει, στην αίγλη της περήφανης διαφορετικότητάς της, στο νούμερο 8. Και είναι αλήθεια πως σε μια παιδεμένη συζήτηση του «γιατί αυτό κι όχι εκείνο», μια ταινία που αντιβαίνει την ενστικτώδη φύση του horror, μοιάζει κάπως παράταιρη. Εγκεφαλική, ρεγκικά μονταρισμένη, με μια θρυλική ερωτική σκηνή και γυρίσματα σε μια από τις ονειρεμένες Βενετίες του σινεμά, η σπονδή του Ρεγκ, στην συνάντηση κορυφής του τραύματος της απώλειας, με τα χουνέρια της μνήμης, το φυσικότατο...παραφυσικό και την ωμή ειρωνεία, είναι γούστο επίκτητο. Όταν όμως αποκτηθεί, τότε άλλη ταινία που να κατάφερε αρυτίδωτο μοντερνισμό, μοντάζ λειτουργικά αποπροσανατολιστικό, κάδρο θρηνητικά λειψό κι αποσπασματικό σαν μνήμη που ξεγλιστρά και τραγωδία τόσο αξέχαστα κρυμμένη στο κόκκινο παλτό της ωραιότερης, όμως θνησιγενούς, πόλης του κόσμου, μάλλον δεν υπάρχει. Ηλίας Δημόπουλος
7. Άλιεν, Ο Επιβάτης του Διαστήματος (Alien, 1979) του Ρίντλεϊ Σκοτ
Επειδή έχουν περάσει 40+ χρόνια και ακόμη ερευνούμε προγόνους και απογόνους του τέρατος, αν κάτι πραγματικά γέννησε το Xenomorph ήταν το πρώτο action/sci-fi/horror που έκανε τομές και στα τρία είδη αφήνοντας όλα τα υπόλοιπα να βλέπουν τη σκιά του. Ακόμη και ο ίδιος ο Σκοτ, όταν προσπάθησε αυτή τη δεκαετία να επαναφέρει το μύθο είχε χάσει το knack που είχε πάνω στην επανεφεύρεση της αφήγησης και πιάστηκε τον νεαρό εαυτό του, έναν σκηνοθέτη που δεν θα παρέδιδε τη δουλειά του αν δεν εγκαθιστούσε σε αυτή στοιχεία αυθεντικότητας και καινοτομίας - το ξανάκανε λίγα χρόνια μετά με το «Blade Runner». Από την αξέχαστη στιγμή όπου ένα χαλαρό δείπνο μετατρέπεται σε ξεκοίλιασμα ως το χτίσιμο της πλοκής πάνω στον χαρακτήρα της Ρίπλεϊ, ξεδιπλώνονται οι αρετές ενός χειροποίητου αριστουργήματος συνυφασμένου με τον τρόμο χάρη και στη φράση-κλειδί που το συνοδεύει και το συνοψίζει: στο διάστημα κανείς δεν μπορεί να ακούσει την κραυγή σου. Τάσος Μελεμενίδης
6. Το Μωρό της Ρόζμαρι (Rosemary’s Baby, 1968) του Ρόμαν Πολάνσκι
Η τεράστια επιτυχία της πρώτης ταινίας του Πολάνσκι σε αμερικανικό έδαφος ήταν εκείνη που άνοιξε τον δρόμο σε φιλμ όπως ο «Εξορκιστής» και η «Προφητεία» στο να φέρουν το ευρύ κοινό κατάφατσα με το αποκαλυπτικό αφήγημα της (αυτοπρόσωπης ή μέσω αντιπροσώπου) έλευσης του Σατανά στη Γη. Μόνο που η διαχρονική αξία του «Μωρού της Ρόζμαρι» προκύπτει ακριβώς επειδή στο δυστοπικό αστικό περιβάλλον του δεν κυοφορούνται μοναχά μεταφυσικής φύσεως δαίμονες.
Στην περίτεχνα σερβιρισμένη ως μελό ιστορία ενός νεαρού ζευγαριού (Μία Φάροου και Τζον Κασαβέτης) να πραγματώσει το όνειρό του (εκείνη να γίνει καλή σύζυγος, εκείνος καταξιωμένος ηθοποιός) με αφετηρία ένα λουξ νεοϋορκέζικο διαμέρισμα, ο τετραπέρατος Πολωνός δημιουργός παίζει διαρκώς με την αντίληψη του θεατή. Είναι άραγε οι φρικτές υποψίες της Ρόζμαρι για το μωρό που μόλις συνέλαβε προϊόν παράνοιας; Ή μήπως όλα γύρω της, από τον σύζυγο και τους άκρως παρεμβατικούς γείτονες έως τους μυστηριώδεις θανάτους, είναι μια κατά κυριολεξία σατανική συνωμοσία; Το μόνο βέβαιο εδώ είναι πως ο Πολάνσκι μεγαλουργεί, με αξέχαστο όσο και στοιχειωτικό επιστέγασμα την απόφαση να κρατήσει εκτός κάδρου το περιεχόμενο του παιδικού καροτσιού στο φινάλε, αποδεικνύοντας πως η μήτρα του αληθινά παραλυτικού τρόμου δεν είναι άλλη από την ίδια τη φαντασία μας. Νεκτάριος Σάκκας
5. Νοσφεράτου (Nosferatu, 1922) του Φρίντριχ Βίλχελμ Μούρναου
Για κάθε χρόνο που αφήνουμε πίσω μας, απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο από το «Nosferatu» του 1922 και το φιλμ του Μουρνάου ξεπερνά τα όρια της κινηματογραφικής οθόνης και παίρνει το ρόλο μιας πύλης προς έναν άλλον, αχαρτογράφητο κόσμο. Έχει ενδιαφέρον πως αυτό συμβαίνει παρότι η ιστορία του βασίζεται σε ένα βιβλίο που έχει μεταφερθεί σε σινεμά και τηλεόραση δεκάδες φορές και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις πολύ καλά. Γιατί λοιπόν τόσο ξεχωριστό; Ήταν οι εξπρεσιονιστικές αναφορές του; Οι σκιές και η απόκοσμη φιγούρα του πρωταγωνιστή του; Τα σκηνικά, το κάστρο, το πλοίο, η νύχτα, τα φέρετρα;
Στη «Συμφωνία Τρόμου» όπως ήταν ο πλήρης τίτλος, ο Γερμανός σκηνοθέτης κατόρθωσε να εναρμονίσει όλες αυτές τις παραμέτρους και να τις χρησιμοποιήσει ως εργαλεία για μια ανοιχτή και αληθοφανή συνομιλία με τον θάνατο. Είναι δυνατόν κάτι τέτοιο να έχει ηλικία και να γερνά; Τρομακτικό ως σήμερα, βλέπεται με το στόμα ανοιχτό (και τα μάτια κλειστά σε κάποιες περιπτώσεις), κατορθώνοντας να μη λογίζεται ποτέ ως μουσειακό κομμάτι και να εξακολουθεί να επηρεάζει ως και την pop κουλτούρα της εποχής μας. Τάσος Μελεμενίδης
4. Ψυχώ (Psycho, 1960) του Άλφρεντ Χίτσκοκ
Τίποτα δεν προμήνυε το «Ψυχώ», αλλά τα πάντα το χρειάστηκαν έκτοτε. Το 1960, στρογγυλοκαθισμένο στη μέση της ιστορίας του κινηματογράφου, έπρεπε φαίνεται να περιέχει την ταινία που θα ήξερε μέσα-έξω όλους τους κανόνες της 7ης Τέχνης - και θα τους ξανάγραφε. Με έναν άνθρωπο που γεννήθηκε πρακτικά μαζί με το σινεμά στο τιμόνι, το «Ψυχώ», εκτός του ότι εφηύρε το μοντέρνο horror (και ακόμα στον αστερισμό του βρισκόμαστε), έβαλε το…σενάριο στη θέση του.
Ο Χίτσκοκ συνέθεσε (ναι, σαν μουσική) την ταινία στα storyboards του μυαλού του, την έκοψε, την έραψε, και, κατά το σύνηθές του, υποχρέωσε ένα κινηματογραφικό σενάριο να γραφτεί όπως επρόκειτο να σκηνοθετηθεί. Ο δρόμος που ασφαλτόστρωσε απεδείχθη δύσβατος, λογικό, σύστησε όμως μια συμπαγή γενιά που συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να ορκίζεται στην ακέραιη κινηματογραφική έκφραση. Ηλίας Δημόπουλος
3. Ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος με το Πριόνι (The Texas Chainsaw Massacre, 1974) του Τόμπι Χούπερ
Μία παρέα νεαρών θα γνωρίσει την φρίκη και μία ηλιόλουστη μέρα θα δώσει τη θέση της στο έρεβος της ανθρώπινης παράνοιας. Γυρισμένος με απειροελάχιστα μέσα, ο «Σχιζοφρενής δολοφόνος» δεν χρειαζόταν αίμα για να πείσει, ούτε περίτεχνα μέσα για να πανικοβάλει, να αναστατώσει, να ενοχλήσει. Ο Τόμπι Χούπερ αντιπαραβάλει τον αφόρητο καύσωνα, με την αποτρόπαια έξαψη της δολοφονικής μανίας και με τρόπο ωμό, παραθέτει ακατέργαστες εικόνες που συμπυκνώνουν ένα εφιαλτικό ντοκουμέντο.
Οι κραυγές είναι πιο δυνατές από τον ήχο του αλυσοπρίονου, το χιούμορ πιο μακάβριο από τις φρικιαστικές λεπτομέρειες και η αμερικανική οικογένεια της νότιας ενδοχώρας πιο τρομακτική (και όπως αποδεικνύεται κανιβαλική) από τις κοινωνικές παραδοχές. Η ταινία έγινε μία αναπάντεχη εμπορική επιτυχία, αλλά η κινηματογραφική κληρονομιά της δεν αποτιμάται σε δολάρια. Αποτιμάται σε κραυγές. Πάνος Γκένας
2. Η Λάμψη (The Shining, 1980) του Στάνλεϊ Κιούμπρικ
Στον καιρό της υποτιμήθηκε από την κριτική και αγνοήθηκε από την παραδοσιακά αρτηριοσκληρωτική Ακαδημία των Όσκαρ, κάτι που μόνο εξαίρεση δεν αποτελούσε για ταινία του Κιούμπρικ. Ο χρόνος, ωστόσο, θα ήταν ο καλύτερος σύμμαχος της πιο εγκεφαλικής ταινίας τρόμου από καταβολής του είδους, η οποία προέκυψε ως ελεύθερη διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Στίβεν Κινγκ.
Και η ειρωνεία είναι πως ακριβώς αυτό το σχετικό μέγεθος του χρόνου επιδρά τόσο καταλυτικά στο σύμπαν της «Λάμψης», όσο η στοιχειωτική ερμηνεία του Νίκολσον, τα κιουμπρικής συμμετρίας πλάνα με τα αιθέρια τράβελινγκ (απόρροια της- για πρώτη φορά- εκτεταμένης χρήσης του τότε καινοτόμου μηχανισμού steadicam) ή η μαεστρία του δημιουργού της να διαχύσει στο ολόφωτο και αχανές ξενοδοχείο Όβερλουκ εκείνη την επίμονη αίσθηση απειλής που οι περισσότερες ταινίες τρόμου πασχίζουν να εγκλωβίσουν σε λίγα μισοσκότεινα τετραγωνικά.
Για περισσότερο από τρεις δεκαετίες, η «Λάμψη» δεν έχει χάσει φωτόνιο από την απόκοσμα πολυεπίπεδη έντασή της. Παραμένει η αναπόδραστη βύθιση στην παράνοια του συγγραφέα ήρωα Τζακ Τόρανς, καθώς κουβαλά την οικογένειά του για να ξεχειμωνιάσουν στο αδειανό, πολυτελές ξενοδοχείο. Ταυτόχρονα, υπηρετεί το μοτίβο της αυτοκαταστροφικής μάχης με το τέρας της έμπνευσης, ενώ λειτουργεί εξίσου υποδειγματικά ως ανατριχιαστική ιστορία φαντασμάτων. Και βέβαια, εξακολουθεί να γαργαλά τη φαντασία των απειράριθμων φίλων της, γεννώντας απίθανες θεωρίες συνωμοσίας, σαν εκείνες που περιγράφονται στο ντοκιμαντέρ «Δωμάτιο 237». Νεκτάριος Σάκκας
1. Μια Μορφή στο Παράθυρο (The Innocents,1961) του Τζακ Κλέιτον
Η εύθραυστη ψυχολογικά γκουβερνάντα των μέσων του 19ου αιώνα που πιστεύει ότι τα δυο μικρά παιδιά που ανέλαβε να φροντίσει έχουν στοιχειωθεί από τα φαντάσματα δυο διεφθαρμένων ενηλίκων. Το επιβλητικό βικτοριανό χτίσμα με την ήσυχη λίμνη και τα πολλά παράθυρα που κοιτάζουν την νύχτα προς τις όχθες. Η ομίχλη και ο άνεμος που συνθέτουν κάθε βράδυ το πιο ανατριχιαστικό τραγούδι. Ο άντρας με τα σατανικά μάτια που σε αντικρίζει από ψηλά. Η θλιμμένη, μαυροντυμένη σιλουέτα μιας γυναίκας μέσα στην βροχή. Ένα απόκοσμο πρόσωπο στο παράθυρο, μέσα από το σκοτάδι. Μια παλιά αινιγματική φωτογραφία καταχωνιασμένη σε ένα μικρό μουσικό κουτί στη σοφίτα. Ένα ανατριχιαστικό νανούρισμα. Φωνές σε άδεια δωμάτια. Πνιχτά γέλια και αναστεναγμοί έξω από την πόρτα. Πνεύματα που δεν λένε να βρουν τον δρόμο τους προς τον κόσμο των νεκρών. Η φλόγα ενός κεριού που ξαφνικά σβήνει. Και μια παιδική φωνή που κρύβει μέσα της τα πάντα και τίποτα: «Ήταν μόνο ο άνεμος, αγαπητή μου», ψιθυρίζει στην τρομαγμένη του γκουβερνάντα. «Αυτός έσβησε το κερί…».
Μερικές ταινίες δεν περιγράφονται με λόγια. Μπορείς μόνο να ανατρέξεις στις εικόνες τους, στις ατμόσφαιρές τους, στα ανοιχτά μυστήριά τους. Διασκευάζοντας εκπληκτικά το «Στρίψιμο της Βίδας» του Χένρι Τζέιμς, από ένα έξοχο σενάριο του Τρούμαν Καπότε, το αριστούργημα του Τζακ Κλέιτον είναι μια τέτοια περίπτωση ταινίας. Μια ιστορία φαντασμάτων που στοιχειώνει πρωτίστως το κοινό της. Όσο ανεπανόρθωτα στοίχειωσε την ηρωίδα της. Λουκάς Κατσίκας