Ένα μικρού μήκους που μεγάλωσε υπέροχα, ο «Χειροπαλαιστής» του Γιώργου Γούση («Μαγνητικά Πεδία») έρχεται στις αίθουσες για να μας προσφέρει μέσα από το επαυξημένο πορτρέτο του αδερφού του Πάνου, μία διαυγή ματιά πάνω στις υπαρξιακές μάχες της νέας γενιάς.
Ενώ τα πολυβραβευμένα «Μαγνητικά Πεδία» των 27.532 εισιτηρίων αισίως εξακολουθούν να ζουν το όνειρο των Όσκαρ (σ.σ. αποτελούν τη φετινή επίσημη πρόταση της Ελλάδας στο θεσμό), ο Γιώργος Γούσης επιστρέφει στις αίθουσες με ένα υπέροχο και πολύ προσωπικό ντοκιμαντέρ. Για την ακρίβεια, επιστρέφει στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, τον μικρού μήκους «Χειροπαλαιστή» που έκανε πρεμιέρα στις Νύχτες Πρεμιέρας το 2019 (Βραβείο Β’ Καλύτερης Ταινίας) και τιμήθηκε από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου ως το Καλύτερο Μικρού Μήκους Ντοκιμαντέρ εκείνης της χρονιάς.
Η μεγάλου μήκους εκδοχή του «Χειροπαλαιστή» (τρία βραβεία στο περασμένο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης), φέρνει ξανά τον Γιώργο Γούση στα βήματα του αδερφού του, Πάνου, καθώς ο τελευταίος αποφασίζει να αφήσει τη ζωή στην επαρχία για την Αθήνα, προκειμένου να αφοσιωθεί με καλύτερους όρους στο άθλημα της χειροπάλης (bras de fer) όπου ακολουθεί από παιδί. Οι μεταβάσεις ωστόσο δεν είναι ποτέ μια απλή υπόθεση, ξέχωρα από τις παγιωμένες διαφορές χωριού και πόλης, με τον «Χειροπαλαιστή» να μεταμορφώνεται γρήγορα σε ένα φιλμ υπαρξιακό, στο πορτρέτο ενός νέου ανθρώπου που, καθώς κυνηγά να διακρίνει καλύτερα τα όνειρά του, κάτι χάνει και κάτι βρίσκει στην πορεία.
Με τον Γιώργο Γούση να βρίσκεται στο Λος Άντζελες για την οσκαρική προώθηση των «Μαγνητικών Πεδίων» και τον Πάνο στην Ελλάδα, η λύση για μια κοινή κουβέντα μαζί τους δόθηκε μέσω του zoom. Συχνά σε αυτή, είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρακολουθώ τους δυο τους να συζητούν δίχως δική μου παρέμβαση, καθώς πιάνουν από την αρχή το νήμα του πρώτου «Χειροπαλαιστή», αλλά και τις συνθήκες που μας έφεραν σε αυτό το άτυπο sequel. Και παρότι πολλοί νέοι σκηνοθέτες μπήκαν στον πειρασμό να «μεγαλώσουν» ένα μικρού μήκους τους κατά τα πρώτα τους βήματα στο μεγάλου μήκους, αξίζει να επισημάνουμε πως από την επαυξημένη εκδοχή του «Χειροπαλαιστή» απουσιάζουν όλες εκείνες οι τυπικές «παιδικές ασθένειες» που εμφανίζουν ανάλογα εγχειρήματα, σε επίπεδο ρυθμού, έντασης, κεντρικής ιδέας κλπ. Η αλήθεια είναι πως ο Γιώργος Γούσης, παρέα με τον Γιώργο Κουτσαλιάρη (διεύθυνση φωτογραφίας και συμμετοχή στο σενάριο) επέδειξαν άψογα αντανακλαστικά στο να βρουν στη γενναιόδωρη και μαζί αφτιασίδωτη μπροστά στον φακό παρουσία του Πάνου Γούση, την ταινία που διαισθητικά και με υπομονή έψαχναν.
Πάνο έχεις ποτέ αφήσει τον αδερφό σου να σε κερδίσει στο bras de fer;
Πάνος Γούσης: Ο Γιώργος είναι από τη φύση του πιο δυνατός. Οπότε σε φυσιολογικά πλαίσια δεν θα μπορούσα να τον κερδίσω. Τώρα τον κερδίζω λόγω τεχνικής κι επειδή ασχολήθηκα με αυτό παραπάνω. Αλλά άμα χρειαστεί τον αφήνω, ναι.
Παρότι ο «Χειροπαλαιστής» προϊδεάζει για ένα ντοκιμαντέρ πάνω στην μοναχικότητα που βιώνει ένας αθλητής σε ατομικό σπορ, γρήγορα μεταμορφώνεται σε κάτι το υπαρξιακό. Πόσο εύκολο ήταν να εγκαθιδρυθεί αυτή η συνθήκη, να είσαι εσύ Πάνο στην κάμερα μπροστά και ο Γιώργος να σε κινηματογραφεί;
Πάνος: Απλά μου είπε, εκεί που μιλάγαμε, ότι θα έρθει να τραβήξει όπως κάνω προπόνηση, με την κάμερα να με παρακολουθεί. Πέρα ότι μου άρεσε, δεν είχα πρόβλημα με την κάμερα να με τραβάει. Για αυτό και βγήκαν όλα έτσι αυθόρμητα και χωρίς να κολλάω να πω το παράπονό μου ή να βγάλω τα εσώψυχά μου. Να τσαλακωθώ, που λένε.
Γιατί δεν είναι συνηθισμένο ένας αδερφός να κινηματογραφεί τον αδερφό του…
Πάνος: Έγιναν όλα σε γρήγορες στιγμές, δεν κανονίζαμε, μου έλεγε «τώρα θα πάμε εκεί» κι έπρεπε να κανονίσω, οπότε υπήρχε και η πίεση, αλλά καθώς προχωράγαμε πιάναμε μια κουβέντα για την καθημερινότητα και μου έβγαινε κάποιο παράπονο ή κάτι, ενώ η κάμερα δεν τράβαγε. Οπότε στο αμάξι ο Γιώργος Κουτσαλιάρης ήταν δίπλα μου και μου έλεγε «σταμάτα να ανοίξω την κάμερα να τα πεις ξανά». Και παρόλα αυτά δεν φάνηκε ότι το έκοψα στη μέση. Έβαζα την ψυχολογία μου ξανά από την αρχή και το έλεγα σαν να το είπα πρώτη φορά αυθόρμητα, λες και απλά έτυχε να τραβάει η κάμερα.
Γιώργο, για σένα πώς ήταν;
Γιώργος Γούσης: Γενικά, εμείς όταν πήγαμε πρώτη φορά να τραβήξουμε με τον Γιώργο [σ.σ. Κουτσαλιάρη], ξέραμε ότι αυτή η συνθήκη εκεί στο χωριό θα έρθει σε αντίφαση με τη χειροπάλη, ότι έχει ένα ενδιαφέρον και πήγαμε να εξερευνήσουμε το τι σημαίνει αυτό και για εμάς και για μια ταινία. Οπότε όλο αυτό σταδιακά άρχισε να εμφανίζεται με έναν τρόπο. Αυτή η σχέση υπάρχει γιατί είμαστε αδέρφια, αλλά αναπτύχθηκε και με τον Γιώργο, δηλαδή γενικά γίναμε μια παρέα. Ήταν πολύ εύκολο μεταξύ μας να ανοιχτούμε ο ένας στον άλλον. Το ίδιο έγινε και στα «Μαγνητικά Πεδία». Δημιουργήθηκαν σχέσεις πίσω από την κάμερα – σαν οικογένεια – που άρχισαν να αποδίδουν και μπροστά από την κάμερα.
Ο «Χειροπαλαιστής» είναι αυτό: ένα βήμα μπρος, ένα βήμα πίσω, και δεν κουνιέται. Και ταυτόχρονα η ταλάντωση του bras de fer, η νίκη και η ήττα μέσα σε ένα πέρα-δώθε
Αρχικά είχαμε πάει 4-5 ημέρες στο χωριό, μετά μοντάραμε το υλικό όπου εφηύραμε κάπως τι μπορεί να είναι αυτή η ταινία, ποιο είναι πραγματικά το θέμα της κλπ. Και μετά άρχισε η δεύτερη περίοδος, το μεγάλωμα της ταινίας, όπου μέρα με τη μέρα φτάναμε όλο και πιο κοντά στο τι ακριβώς θέλουμε να κάνουμε. Αλλά αυτό ήταν μια ongoing διαδικασία δεν είναι ότι ξεκίνησε και ήταν αυτόματο. Αυτόματη ήταν η εμπιστοσύνη ότι ξέρεις, «είναι ο αδερφός μου και δεν θέλει να με ξεφτιλίσει, θα με προσέξει, έχει μια τρυφερότητα, όχι ότι θα με αγιοποιήσει, αλλά υπάρχει μια ματιά έτσι κι αλλιώς που δεν μπορείς να την αμφισβητήσεις, δεν μπορείς να τη βγάλεις από την μέση». Αλλά ταυτόχρονα θα μπορούσε να είναι και κάτι καταστροφικό…
Πάνος: Εντάξει είπα όμως πράγματα που δεν θα ήθελα να φανούν, αλλά δεν γινόταν κι αλλιώς γιατί δεν θα είχε νόημα. Νομίζω πρέπει να τσαλακώνεσαι άμα θες να βγεις στην κάμερα.
Γιώργος: Όταν η ταινία τελείωσε ας πούμε όλα αυτά είχαν τον ρόλο τους, αποκτήσαν έναν ρόλο. Αλλά γενικά νομίζω πως οι σχέσεις ακόμα κι αν είναι κάπως αντιφατικές με κάποιον, αν υπάρχει αυτή η εμπιστοσύνη μεταξύ σας καλύπτεται ακόμα κι αν δεν είστε συγγενείς – μπορεί αν εμφανιστεί ας πούμε.
Ωστόσο υπήρχαν και στιγμές έντασης στην ταινία, στιγμές που ο Πάνος ήταν σε ένταση. Υπήρξε σημείο που να είπε «τώρα σταματάμε το γύρισμα, δεν μπορώ»;
Γιώργος: Εγώ θυμάμαι διάφορες σκηνές που κι εμείς νιώθαμε ότι δεν υπάρχει λόγος να τραβάμε εδώ γιατί στην πορεία αρχίσαμε να ανακαλύπτουμε ποια ταινία θέλουμε να κάνουμε και ποιο είναι το θέμα της. Δηλαδή, από αυτόν τον άνθρωπο εμείς τι κυνηγάμε να πάρουμε; Οπότε όταν εμφανίζονταν διάφορα που θα μπορούσαν να είναι κουτσομπολίστικα ή άσχετα, ή εκείνος να είναι θυμωμένος μαζί μας ή με κάποιον άλλον, σταματάγαμε να τραβάμε γιατί ήταν κι εκτός πλαισίου της ταινίας.
Πάνος: Είχα καταλάβει κι εγώ τι ζητάει οπότε σε κάποια σημεία σταμάταγα κι εγώ από μόνος μου γιατί λέω μέχρι εδώ είμαστε. Κι ο Γιώργος δεν χρειαζόταν πολλές φορές να το πει, σταμάταγα κι από μόνος μου, είχα καταλάβει τι ήθελε να δείξουμε.
Τι μάθατε ο ένας για τον άλλον μέσα από αυτήν την διαδικασία σε προσωπικό επίπεδο, που δεν ξέρατε πριν;
Γιώργος: Έχει ενδιαφέρον γενικά, γιατί ήμασταν αρκετά αντίθετοι, διαφορετικοί χαρακτήρες, ποτέ δεν κάναμε παρέα σε καθημερινή βάση, δεν έχουμε κοινούς φίλους ούτε βγαίνουμε κλπ. Κι αναπτύχθηκε μια σχέση μεταξύ μας από την μέρα που αυτός έφυγε από την Αθήνα για να πάει στο χωριό να ανοίξει αυτήν την επιχείρηση. Η απόσταση που δημιουργήθηκε μεταξύ μας άρχισε να παράγει επικοινωνία κι αυτό έφτασε στο απόγειό της όταν άρχισε να γίνεται αυτή η ταινία. Γιατί όντως βρεθήκαμε σε μια συνθήκη να χρειαζόμαστε αυτό το αδερφικό που λέμε, ότι μπορεί να μην μιλάς με τον άλλον κάθε μέρα, αλλά όταν τον χρειαστείς θα τον πάρεις τηλέφωνο και θα είναι εκεί για σένα. Φάνηκε ότι σε αυτήν την συνθήκη ήταν σαν να κάνουμε ένα τέτοιο παιχνίδι, ότι χρειάζομαι εγώ εσένα κι εσύ εμένα και ταυτόχρονα έμοιαζε και με τις παλιές παιδικές αναμνήσεις του παιχνιδιού που κάθεσαι με τον αδερφό σου και παίζεις.
Ταυτόχρονα, παρατηρώντας προφανώς την οικογένεια σου ή τον αδερφό σου, αλλά πάντα υπό το πρίσμα ότι πρέπει να βρεις κάτι μέσα σε αυτό που εσένα σε εκφράζει, είναι σαν να παρατηρείς κι εσένα με έναν τρόπο. Ή να βλέπεις στους άλλους αυτά που εσένα σε προβληματίζουν. Οπότε έχει ένα είδος ψυχοθεραπείας με έναν τρόπο. Ένα καθρέφτισμα πολύ πιο έντονο από το να παρατηρείς έναν άγνωστο.
Πάνος: Εγώ δεν ήξερα τι ζητάει. Όταν μου είπε «θα έρθω να τραβήξω», επειδή δεν είχαμε επαφή, όταν βγήκε η πρώτη ταινία ή και στην πορεία, δεν ήξερα τι είχε δει στον χαρακτήρα μου. Είχε δει την ψυχολογική, ψυχική μου αδυναμία; Τα νεύρα μου; Ότι δεν είμαι καλά; Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα βγαίναν όλα αυτά έτσι. Ο Γιώργος τα παρατηρούσε, απλά δεν περίμενα ότι θα με παρατηρεί τόσο πολύ. Νόμιζα απλά ότι θα έρθει να τραβήξει επειδή τι κάνω που είμαι στο χωριό. Μετά κατάλαβα ότι με παρατηρεί σε βάθος κι ότι αυτό μπορεί να με βοηθήσει κιόλας να εξωτερικεύσω τα προβλήματα, να τα πω, μήπως ησυχάσω και καταλάβω τι ζητάω σαν άνθρωπος. Με βοήθησε να το καταλάβω αυτό. Ενώ νόμιζα ότι απλά δεν με παρατηρεί κανένας. Πόσο μάλλον τόσο βαθιά.
Πώς προέκυψε η προοπτική να επεκτείνετε την αρχική ιστορία του «Χειροπαλαιστή»;
Γιώργος: Μας είχαν προτείνει τότε μετά τη μικρού μήκους πως υπάρχει ένας χαρακτήρας κι αν έχει νόημα να μεγαλώσει αυτό το πράγμα, αλλά τότε είχαμε πει δεν έχει κανένα νόημα, γιατί θεωρούσαμε πως ό,τι είχαμε να τραβήξουμε στη συνθήκη του χωριού το είχαμε τραβήξει. Αλλά ταυτόχρονα εκείνους τους μήνες ο Παναγιώτης μετακόμισε στην Αθήνα κι άρχισε να εμφανίζεται αυτή η καινούργια συνθήκη που μας φάνηκε ότι όντως ήταν μια φυσική συνέχεια του χαρακτήρα [της πρώτης ταινίας]. Και ξαφνικά θεωρήσαμε ότι το πορτρέτο του θα γίνει πια πιο τρισδιάστατο, σίγουρα πιο ολοκληρωμένο από την μικρού μήκους, καθώς κάνει αυτά που έλεγε κι ονειρευόταν να κάνει στη μικρού μήκους. Οπότε ήταν μια ευκαιρία να δούμε όντως τι θα προσφέρει αυτή η νέα συνθήκη. Και ξεκίνησε τότε η διαδικασία της δεύτερης κινηματογράφησης, της επέκτασης. Στην πραγματικότητα, αν και μπορείς να τις δεις και ξεχωριστά, είναι σαν μία ταινία πλέον, αν και είναι διαφορετικά τα θέματά τους. Το θέμα της μεγάλου μήκους είναι πολύ πιο μεγάλο, πολύ πιο εσωτερικό. Στην μικρού υπάρχει και η καταπίεση του χωριού, στη μεγάλου υπάρχει και η καταπίεση του εαυτού κάπως με έναν τρόπο.
Συμφωνώ. Προσωπικά, βρήκα συμβολικά υπέροχη τη σκηνή όπου το λεωφορείο δεν παίρνει μπροστά με τίποτα. Ένιωσα να εμπερικλείει με κάποιο τρόπο ολόκληρη την ιστορία του «Χειροπαλαιστή». Τι πιστεύετε εσείς; Και νιώθω πως είναι σαν να μιλάει πολύ και για ορισμένα βασικά ζητήματα της γενιάς μας.
Γιώργος: Εμείς έτσι κι αλλιώς είδαμε αυτό: ότι ένας άνθρωπος που λέει ότι βασανίζεται τόσο σε ένα χωριό και τα ρίχνει σχεδόν όλα στην κοινωνία και στην κλεισούρα – που όντως ισχύει – αλλά μετά μεταφέρεται στην πόλη και συνεχίζει να βασανίζεται από άλλα ζητήματα, αρχίζει να εμφανίζεται αυτό που λες. Ότι με κάποιο τρόπο πάσχουμε ίσως αυτή η γενιά από το ότι είναι δηλητηριασμένη από την επιτυχία με έναν τρόπο. Ειδικά οι άντρες έχουν αυτήν την τάση, ότι πρέπει να είναι νικητές, γυμνασμένοι, καλοί στη δουλειά τους. Κι αυτό αρχίζει να σου δημιουργεί τρομερά άγχη και τρομερά προβλήματα, με ένα μικρό στραβοπάτημα αρχίζεις να χάνεις τον έλεγχο κλπ. Που είναι χαρακτηριστικό της γενιάς μας, θεωρώ.
[Για τη σκηνή με το λεωφορείο] σκέψου ότι τραβήξαμε πριν τελειώσει η ταινία. Δεν ήταν το τελευταίο πράγμα που τραβήξαμε. Και στο χωριό ήταν δύσκολη η συνθήκη γιατί όταν είχαμε επιστρέψει για άλλες πέντε ημέρες, ο Παναγιώτης είχε γυρίσει πια σαν τουρίστας. Δεν υπήρχε το καφενείο, δεν υπήρχε τίποτα. Δεν υπήρχε η κινηματογραφική σκηνή που κάτι θα συνέβαινε και χωρίς λόγια θα τα έλεγε όλα. Κι είχε ενδιαφέρον γιατί επιμέναμε πάρα πολύ. Όμως είχαμε αρχίσει να ψυχανεμιζόμαστε ότι κάτι μπορεί να συμβεί με το λεωφορείο και θυμάμαι ότι επιμέναμε – ήταν να φύγουμε απόγευμα αλλά τελικά είπαμε θα φύγουμε όσο πιο βράδυ γίνεται - γιατί αισθανόμασταν ότι κάτι θα συμβεί σε αυτήν την σκηνή. Και στην πραγματικότητα είμασταν εκεί για να τραβήξουμε το λεωφορείο να παίρνει μπρος και να φεύγει.
Γίνανε πολλά πράγματα που δεν τα υπολογίζαμε, εμπόδια που μπήκανε μπροστά, για να βγει η ταινία καλύτερη
Εμείς αυτό θεωρούσαμε – ότι άμα ξεκινήσει θα έχει μια λύτρωση ας πούμε. Κι ενώ επιμένουμε και δεν συμβαίνει τίποτα, στο τέλος αρχίζει να συμβαίνει αυτό το μπρος-πίσω που κλειδώνει ο τροχός, και κοιταζόμαστε με τον Γιώργο Κουτσαλιάρη που είμασταν στην κάμερα οι δυο μας κι έχουμε πάθει σοκ γιατί στα πρώτα 30 δευτερόλεπτα αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε, τι βλέπουμε μπροστά μας, πόσο χρήσιμο είναι αυτό και πόσο όλη αυτή η σκηνή συμπυκνώνει τον «Χειροπαλαιστή». Ο «Χειροπαλαιστής» είναι αυτό: ένα βήμα μπρος, ένα βήμα πίσω, και δεν κουνιέται. Και ταυτόχρονα η ταλάντωση του bras de fer, η νίκη και η ήττα μέσα σε ένα πέρα-δώθε.
Κι εμείς σχεδόν πανηγυρίζουμε, και λέμε έχουμε μια σκηνή που δεν μπορούσαμε να τη φανταστούμε. Δηλαδή εγώ θεώρησα ότι θα έπρεπε να είμαι φοβερός σεναριογράφος για να την σκεφτώ, να την γράψω και να την στήσουμε. Ο Παναγιώτης εν τω μεταξύ επειδή είναι μέσα στο πρόβλημα έχει εκνευριστεί, εμείς γελάμε και μας λέει «μαλάκες τι γελάτε, τι πανηγυρίζετε; Εμείς εδώ έχουμε πρόβλημα, δεν κουνιέται το λεωφορείο» και του λέω «συνέχισε να κάνεις αυτό που κάνεις θα σου εξηγήσω αργότερα». Ενώ είχαμε πολύ δύσκολο γύρισμα κι είχαμε απογοητευτεί, φύγαμε τρισευτυχισμένοι γιατί είχαμε το τέλος της ταινίας. Κι ήταν ξεκάθαρο από το πρώτο λεπτό ότι αυτό ήταν το τέλος της ταινίας. Αλλά αυτά είναι τυχαία πράγματα που συμβαίνουν στο γύρισμα αρκεί να είσαι εκεί και να καταλάβεις ότι αυτό είναι μέσα στην ταινία που κάνεις.
Πάνος: Το πρωί εν τω μεταξύ βρήκαμε τρόπο και κουνήθηκε το λεωφορείο. Δηλαδή ήταν σαν να περίμενε, σαν να αγοράστηκε το λεωφορείο [σ.σ. ο Πάνος το είχε αγοράσει με σκοπό να το μετατρέψει στη καφετέρια] μόνο για αυτόν τον λόγο. Λες και το ήξερε. Αλλά γενικά γίνανε πολλά πράγματα που δεν τα υπολογίζαμε, εμπόδια που μπήκανε μπροστά, για να βγει η ταινία καλύτερη. Γιατί καμιά φορά συζητάγαμε και λέγαμε «άμα ήταν όλα ρόδινα, τι θα βγάζαμε;». Δεν θα έβγαινε τίποτα. Δηλαδή, βοήθησε πολύ και όλο αυτό.
Γιώργος: Όπως αυτό με τα Κύπελλα στον αγώνα. [σ.σ. αναφέρεται σε ένα απρόοπτο κατά την απονομή επάθλων στους νικητές ενός τουρνουά χειροπάλης]
Πάνος: Ναι, αυτό δεν έχει γίνει ποτέ.
Γιώργος: Εμείς περιμέναμε μια ατελείωτη μέρα, σε ένα γήπεδο που έβραζε από τη ζέστη, να τραβήξουμε τον αγώνα [του Πάνου]. Και στο τέλος συμβαίνει αυτή η σκηνή με τα Κύπελλα, που όντως δεν καταλάβαμε καν γιατί έγινε όλο αυτό το γραφειοκρατικό πρόβλημα. Και εμείς λέγαμε πάλι «δεν είναι δυνατόν να είναι τόσο Χειροπαλαιστής αυτή σκηνή», δηλαδή να είναι βγαλμένη από το σύμπαν [της ταινίας].
Πάνος: Τραγικό ήταν αυτό, γιατί στον επόμενό μου αγώνα βγήκα πρώτος, αήττητος, στο βάθρο επάνω με το Κύπελλό μου, κύριος. [Όμως το προηγούμενο περιστατικό] έγινε γιατί αλλάξαν κάτι με τις ομοσπονδίες και δεν θέλανε να δώσουν τα Κύπελλα επειδή ήταν κι ο COVID να μην κολλήσουμε πάνω στο βάθρο. Και λέω τώρα «τι έγινε πάλι ρε γαμώτο;» Εμένα δεν μου άρεσε γιατί ήθελα και κάποια στιγμή να φανεί και κάτι φυσιολογικό, αλλά λέω άσ’ το έτσι τώρα τι να κάνουμε…
Γιώργος: Κι αυτοί μας κοιτάγανε που τραβάγαμε τη σκηνή και λένε «τι έγινε βρε παιδιά; Τελείωσε ο αγώνας τι τραβάτε;». Λέω «αυτό είναι το καλό».
Πάνο, έχεις δει ολόκληρη την ταινία;
Πάνος: Ναι, πολλές φορές.
Τι συναισθήματα σου βγάζει όταν βλέπεις την ταινία, όταν βλέπεις τον εαυτό σου;
Πάνος: Με στενοχωρεί, διότι εθίζομαι στην οθόνη και θυμάμαι γιατί τα έχω ζήσει. Θυμάμαι την κάθε στιγμή, και κάθε σκηνή μου θυμίζει τα γεγονότα και φρικάρω κάπως, δηλαδή με στεναχωρεί. Το πώς ήμουνα και το πώς προσπαθώ να αλλάξω σαν άνθρωπος. Παράλληλα όμως μ' αρέσει πώς βγήκε όλο αυτό.
Σε βλέπουμε κάποια στιγμή να περνάς κι από κάστινγκ. Σκέφτεσαι να κυνηγήσεις καριέρα στην υποκριτική;
Πάνος: Έχω συμμετάσχει ξανά σε ταινίες, είχα παίξει και στο «Μικρό Ψάρι» του Γιάννη Οικονομίδη, έκανα τον γιο του Πετρόπουλου που με σκοτώνουν στο τέλος, δηλαδή είχα έναν μικρό ρολάκο. Επειδή ο Γιάννης έτυχε να με γνωρίσει τότε που έκανα - όπως και στην ταινία εδώ κάνω - τον κλόουν, και είχε παρατηρήσει το χιούμορ μου, την ετοιμολογία μου, τον αυθορμητισμό μου, με έστειλε σε ένα κάστινγκ στην Σωτηρία Μαρίνη γιατί ήθελε να με βάλει σε έναν ρόλο στο έργο.
Βασικά μου αρέσει αυτό από μικρό παιδί, το είχα στο μυαλό μου σαν στόχο απλά δεν ήξερα πώς να καταλήξω σε αυτό. Πήγα λοιπόν στην Σωτηρία, κι άρχισε να με τραβάει κράταγε μια κάμερα και με ρωτούσε διάφορα πράγματα. Μετά μου λέει «τελείωσε η συνέντευξη, ποια σχολή έχεις τελειώσει;» και της λέω «ποια σχολή; Τον κλόουν κάνω και λέω κανένα ανέκδοτο. Δεν έχω κάτι άλλο». Έπαθε πλάκα, της είχε κάνει εντύπωση και μου λέει «πώς γίνεται αυτό το πράγμα;». Της λέω «από το βίντεο κλαμπ παίρνω ταινίες, παρατηρώ τον Ντένζελ Ουάσινγκτον, τον Αλ Πατσίνο, τον ρεαλισμό τους, τα χέρια τους και μου αρέσει αυτό το πράγμα, οπότε δεν είχα πρόβλημα στην κάμερα μπροστά. Έφτασε στο σημείο να μου λέει η Σωτηρία «μπορώ να σε πάρω μια αγκαλιά, να σε φιλήσω; Δεν έχω ξαναγνωρίσει κάτι τέτοιο, αυτό θεωρείται ταλέντο».
Και ο Γιάννης εν τω μεταξύ το είχε πει στις πρόβες «εσύ δεν θέλεις πρόβα, θα σου πω τι θα κάνεις εκείνη την ώρα, δεν θέλω να κάνεις πρόβα γιατί βασίζομαι στον αυθορμητισμό σου. Κι έτσι έγινε. Εγώ τότε νόμιζα πως θα είναι εύκολο να το συνεχίσω, δεν ήταν εύκολο. Αλλά το είχα πάντα μέσα μου. Για αυτό όταν τελειώσανε οι Νύχτες Πρεμιέρας και με πιάσανε κάποιοι εκεί – μετέπειτα έμαθα ήταν ηθοποιοί, σκηνοθέτες, δεν ξέρω – μου λέγανε «ποιος είναι ο σκηνοθέτης; που σε βρήκε τέτοιο ταλέντο;» και λέω «ο αδερφός μου», μου είπαν «'οκ γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να σε βρει κάποιος». Γιατί αλλιώς αν δεν είσαι στον κύκλο, αν δεν κυκλοφορείς για να το κυνηγήσεις, ποιος θα καταλάβει το ταλέντο σου;
Γιώργος: Καταλαβαίνεις ότι θέλει να ασχοληθεί.
Ναι, αυτό καταλαβαίνω.
Πάνος: Έρχομαι στην ερώτησή σου πριν, στο πώς ένιωθες στην κάμερα: μου αρέσει αυτό το πράγμα, ξεχνάω ότι υπάρχει κάμερα, είτε νευριάσω, είτε κλάψω, είτε φωνάξω, δεν μ’ ενδιαφέρει. Ίσα ίσα, όπως και στα γυρίσματα όταν κάτι πήγαινε καλά έλεγα από μέσα μου «δώσε του κι άλλο, τώρα τραβάει, το έχουμε».
Γιώργος: Το σινεμά δεν είναι θέατρο. Στο σινεμά θεωρώ - όπως και στα «Μαγνητικά Πεδία» - είναι κάποιοι δεύτεροι ρόλοι που το έχουν.
Πάνος: Ναι, το θέατρο είναι δύσκολο. Θέλει τεχνικές. Δεν μπορώ να το κάνω και δεν μου αρέσει κιόλας.
Γιώργος: Μπορεί να το κάνει. Θα έχει κάποια συνέχεια φαντάζομαι.
Μια τελευταία ερώτηση. Γιώργο, πώς βιώνεις όλη αυτή την κινηματογραφική επιτυχία τα τελευταία τρία χρόνια με τον «Χειροπαλαιστή» και τα «Μαγνητικά Πεδία»; Σε τρομάζει καθόλου το μετά; Ως προς τις προσδοκίες του κόσμου, αλλά και τις δικές σου.
Γιώργος: Όχι, καθόλου δεν με τρομάζει. Ίσα ίσα μας γεμίζει, όχι μόνο εμένα αλλά και όλη την ομάδα μας γεμίζει με πάρα πολύ όρεξη. Κοντεύουμε στην ανυπομονησία να ξαναμπούμε σε μια τέτοια διαδικασία, να κάνουμε μια ταινία ή οτιδήποτε. Δεν ξέρω γιατί δεν μας έχει αγχώσει να σου πω την αλήθεια, αλλά γενικά δεν είχαμε προσδοκίες ούτε στον «Χειροπλαιστή», ούτε στα «Μαγνητικά Πεδία». Και η ιδέα ήταν ότι εμείς το διασκεδάζαμε, παίζαμε και απολαμβάναμε την διαδικασία. Και θεωρώ ότι πρέπει να κάνουμε το ίδιο και στα επόμενα. Έχουμε κάθε δικαίωμα και στην επιτυχία και στην αποτυχία. Δεν έχει καμία σχέση όμως το μετά. Για να φτάσεις στο μετά τέλος πάντων και να εμφανιστεί μια ταινία που θα έχει την πορεία της περνάνε πάρα πολλοί μήνες, πάρα πολύς χρόνος και πάρα πολλή δουλειά που θα πρέπει να την απολαμβάνεις με έναν τρόπο, για να το κάνεις. Αλλιώς γίνεται βασανιστικό, σχεδόν βάναυσο για αυτούς που συμμετέχουν.
Ουσιαστικά στην πραγματικότητα έχουμε γευτεί και πολλή καλή ενέργεια από τον κόσμο, πολλή χαρά, πολύ πάθος, μια αγκαλιά μας παίρνουν. Αυτό μόνο καλή ενέργεια μπορεί να σε γεμίσει, θεωρώ. Δεν είναι το βραβείο, είναι ότι οι ταινίες έχουν βγει στις αίθουσες και έχουμε πάρει από τον κόσμο αληθινή, ανθρώπινη ενέργεια.
Οι φωτογραφίες που χρησιμοποιήθηκαν στο άρθρο ανήκουν στη Θάλεια Γαλανοπούλου. Η ταινία «Χειροπαλαιστής» κυκλοφορεί στις αίθουσες στις 15 Δεκεμβρίου από το Cinobo.