«Η πολιτική δεν είναι μπίζνες, δεν είναι μάρκετινγκ»: Ο Αντώνης Μυριαγκός μιλά στο ΣΙΝΕΜΑ
Ο Αντώνης Μυριαγκός, ο «Καποδίστριας» στη νέα ταινία του Γιάννη Σμαραγδή, μιλά στο ΣΙΝΕΜΑ για την τέχνη της υποκριτικής, τη μνήμη της Ιστορίας και την ευθύνη - αλλά και τη συγκίνηση - του να δίνεις φωνή και σώμα σε μια τόσο καθοριστική φυσιογνωμία της ελληνικής ταυτότητας.
Ο Αντώνης Μυριαγκός αναμετριέται με μία από τις σημαντικότερες μορφές της νεότερης ελληνικής ιστορίας, ενσαρκώνοντας τον Ιωάννη Καποδίστρια στη νέα ταινία του Γιάννη Σμαραγδή. Με σεβασμό στο ιστορικό βάρος του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, ο ηθοποιός φωτίζει όχι μόνο τον πολιτικό οραματιστή, αλλά και τον άνθρωπο πίσω από το «σύμβολο»: τις αντιφάσεις, τις μοναχικές αποφάσεις και το προσωπικό κόστος της προσφοράς.
Γνωστός για την ουσιαστική του παρουσία στο θέατρο και τις συνεργασίες του με τον σπουδαίο Θεόδωρο Τερζόπουλο στο Άττις, ο Αντώνης Μυριαγκός έχει διαγράψει μια πορεία που χαρακτηρίζεται από απαιτητικούς ρόλους και κείμενα υψηλών αξιώσεων. Οι θεατρικές του δουλειές, όπου η σωματικότητα, ο λόγος και η πειθαρχία της σκηνής βρίσκονται πάντα στο επίκεντρο, έχουν σμιλέψει ένα ερμηνευτικό ήθος που μεταφέρεται με φυσικότητα και στην κινηματογραφική του παρουσία.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο Αντώνης Μυριαγκού μιλά για την έκπληξη της πρότασης και την απαιτητική προετοιμασία του ρόλου, τη συνεργασία του με τον Γιάννη Σμαραγδή, αλλά και για το πώς η μακρά του εμπειρία στο θέατρο λειτούργησε ως πολύτιμο εργαλείο στην προσέγγιση του Καποδίστρια.
Ο υπέρμετρος αλτρουισμός των ανθρώπων που βαράνε τοίχο με αυταπάρνηση, εκφράζει ένα «πιστεύω» πολύ βαθύ.
Πότε ήρθε η πρόταση του «Καποδίστρια» και ποιες ήταν οι πρώτες σου σκέψεις; Ξεκίνησες να το επεξεργάζεσαι θετικά από την αρχή ή είχες ενδοιασμούς;
Προέκυψε ξαφνικά κι ενώ βρισκόμουν εκτός Ελλάδος σε περιοδεία για το «Amor» μία παλαιότερη παράσταση του Τερζόπουλου. Ήμουν, λοιπόν, σε ένα από τα τελευταία ταξίδια αυτής της παράστασης και χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Χάρης Κοντογιάννης, βοηθός του Γιάννη Σμαραγδή, και μου πρότεινε να συναντηθώ με τον Γιάννη για κάποιον ρόλο. Ήξερα πως ετοιμάζει τον «Καποδίστρια» και νόμιζα πως είχε ολοκληρώσει τη διανομή, οπότε δεν έδωσα αρχικά μεγάλη σημασία. Παρ' όλα αυτά, ανταλλάξαμε κάποια μηνύματα και όταν επέστρεψα στην Ελλάδα πέρασα από το γραφείο του. Είπα, εντάξει ας πάω να δω για ποιο λόγο με θέλει. Ίσως για κάποιο μικρό ρόλο, για κάτι άλλο, δεν ξέρω…
Υπήρχε ένα ένστικτο, βέβαια, κάτι. Και όντως, αφού μπήκα στο γραφείο - μετά από λίγο - ο Σμαραγδής μου πρόσφερε το σενάριο λέγοντας «ξέρεις, γιατί σε έφερα εδώ». Του απάντησα όχι και μου είπε «Θέλω να κάνεις τον Καποδίστρια». Η έκπληξη ήταν μεγάλη και σε αυτό που με ρωτάς, αν δηλαδή μου πήρε πολύ χρόνο, δεν σου κρύβω πως πέρασαν διάφορα πράγματα από το μυαλό μου. Δέχτηκα όμως σχετικά γρήγορα, γιατί όταν σου δίνουν την ευκαιρία να ενσαρκώσεις μια τόσο μεγάλη προσωπικότητα, έναν χαρακτήρα τεράστιου βάρους που δεν είναι μυθοπλασία, μία φιγούρα και κουβαλά ένα φορτίο συλλογικής μνήμης, δεν λες εύκολα όχι.
Ο λόγος που ήμουν διστακτικός - όχι στην απάντησή μου, αλλά μέσα μου - ήταν επειδή είχα αντιφατικές σκέψεις κι αισθήματα. Το βάρος ήταν δεδομένα μεγάλο. Ειδικά όταν πρόκειται να κουβαλήσεις μία ταινία στις πλάτες σου, ένα one man show σε εισαγωγικά. Είσαι στο κάδρο από την αρχή μέχρι το τέλος. Σε ένα «χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου», όπως πολύ σωστά σχολίασε στο τηλέφωνο η αδερφή μου. Ξέρουμε τι θα συμβεί στο φινάλε της ταινίας, δεν υπάρχει σασπένς.
Πρόκειται, όμως για μία μεγάλη προσωπικότητα, για έναν άνθρωπο που δεν είχε αυταπάτες. Ο υπέρμετρος αλτρουισμός των ανθρώπων που βαράνε τοίχο με αυταπάρνηση, εκφράζει ένα «πιστεύω» πολύ βαθύ. Ειδικά, όταν δεν παρασύρονται από προσωπικά πάθη και συμφέροντα. Είναι κάτι που πρέπει να μας προβληματίσει θετικά. Για όλα αυτά είχα έναν φόβο, αλλά και μία έντονη αίσθηση πρόκλησης.
Ο Καποδίστριας αποτελεί μία από τις καθοριστικές πολιτικές φιγούρες της χώρας, αλλά οι περισσότεροι από ‘μας έχουμε ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο θεώρησης, που υπαγορεύεται κυρίως από τα σχολικά μαθήματα Ιστορίας. Μίλησέ μου λίγο για την έρευνα που χρειάστηκες να κάνεις, ώστε να έρθεις πιο κοντά στον χαρακτήρα, αλλά και στα ιστορικά γεγονότα της περιόδου.
Είχα πρόσβαση σε ιστορικές πηγές, βιβλία και ό,τι αναφέρεται διαδικτυακά. Υπήρχε, δηλαδή, η πληροφορία για τον άνθρωπο και τα γεγονότα, αλλά αυτό από μόνο του δεν συνιστά δραματουργία. Σκεφτόμουν ποια θα ήταν η δική μου πρόταση σ’ αυτό το πλαίσιο.
Εμπιστεύτηκα, λοιπόν, πολλές διαφορετικές ιστορικές πηγές. Βιβλία που διάβασα και από πιο μετριοπαθείς ιστορικούς, που δεν τα στρογγυλεύουν όλα, ούτε τον αγιοποιούν. Καθένας έχει μια οπτική γωνία για να βλέπει τα πράγματα. Δεν βασιζόμουν στο κριτήριό τους, αλλά στο τι αντίκρισμα είχε αυτό σε ‘μένα. Σταδιακά έβλεπα πως αυτός ο άνθρωπος ήταν πραγματικά αμόλυντος. Εξυπηρετούσε ένα ιδεώδες που δεν ήταν προσωπικό. Ήταν σίγουρος για τον τρόπο που θα οδηγούσε έναν λαό στην ανεξαρτησία και στην ανασυγκρότησή του.
Πέρα από το κομμάτι της συσσωρευμένης πληροφορίας, έπρεπε με έναν τρόπο να κρατήσω μια διαυγή προσέγγιση, χωρίς υπερτονισμούς, χωρίς επιτονισμούς. Να γίνω ένα δοχείο, ένας μεσάζων που, απλώς, θα πω αυτά τα λόγια όσο πιο ανοιχτά. Φοβόμουν να τον οδηγήσω προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, γιατί ήθελα να αφήσω στον θεατή ένα μέρος της δουλειάς. Να μην προτείνω ξεκάθαρα πως «έτσι ήταν ο Καποδίστριας».
Αν διαβάσεις ιστορικές πηγές της εποχής, θα διαπιστώσεις πως ο τρόπος με τον οποίο μιλούσαν γι’ αυτόν ήταν έως και σκανδαλώδης
Μιας και το σχολίασες λίγο πριν, όταν αναφέρθηκες στις ιστορικές πηγές. Η ταινία «αγιοποιεί» τον Καποδίστρια. Καθόλη τη διάρκειά της, ο χαρακτήρας του παραμένει σθεναρά ένα σύμβολο φωτός, ένας οξυδερκής όσο και ρομαντικός διπλωμάτης με καθαρό στόχο το χρέος στην πατρίδα. Πόσο περιοριστικό μπορεί να ήταν αυτό, όταν ερμηνευτικά έχεις ένα πλαίσιο χωρίς γκρίζες ζώνες; Ή και πόσο απελευθερωτικό;
Ήταν απελευθερωτικό, παρά τον μεγάλο βαθμό δυσκολίας. Ως ηθοποιός σε μία ταινία οφείλεις να προσέχεις το εσωτερικό σου ρακόρ. Για να μην σου φύγει ο χαρακτήρας μέσα απ' τα χέρια. Για παράδειγμα μπορεί να πας εντελώς προετοιμασμένος στο γύρισμα, να έχεις παίξει νοερά τη σκηνή με τις πιο ιδανικές συνθήκες στο μυαλό σου, να έχεις κάνει το δικό σου μοντάζ - κάτι που προκύπτει αβίαστα, όπως όταν διαβάζεις ένα βιβλίο - και στο «εδώ και τώρα» να συναντήσεις ένα εμπόδιο. Να πάνε στραβά τα πράγματα, να μην προλαβαίνουμε, να ήρθε μόλις ο ηθοποιός από το αεροδρόμιο, να πρέπει να γυριστεί μία σκηνή που σε μία εβδομάδα θα ευτυχούσε υπό άλλες συνθήκες. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Πρέπει να το κάνεις «τώρα». Και αυτό είναι που μετράει.
Προσπαθούσα να κρατώ τις αναφορές μου. Την πνευματικότητά του και το πόσο βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος ήταν. Υπήρχε, έτσι, ένας προορισμός. Η οικογένειά του ήταν πολύ κοντά στην ορθοδοξία και ενίσχυε την Πλατυτέρα της Κέρκυρας. Την ίδια στιγμή ο ίδιος αποτελούσε κομμάτι της ευρωπαϊκής crème de la crème. Αν διαβάσεις ιστορικές πηγές της εποχής, θα διαπιστώσεις πως ο τρόπος με τον οποίο μιλούσαν γι’ αυτόν ήταν έως και σκανδαλώδης. Ειδικά στα συνέδρια της Βιέννης, όπου για αρκετά χρόνια μετά τους Ναπολεόντιους πολέμους γινόταν το μοίρασμα του χάρτη. Όταν ο Καποδίστριας εμφανιζόταν εκεί, ήταν - θα λέγαμε σήμερα - talk of the town… Σε ζάλισα!
Καθόλου! Μου δίνεις μάλιστα αφορμή, αφού συζητάμε το διευρυμένο ευρωπαϊκό πλαίσιο της εποχής, να σε ρωτήσω για τις δυναμικές που αναπτύσσει ο Καποδίστριας, με δύο αντιδιαμετρικούς πόλους. Ο ένας είναι ο Μέτερνιχ, που εκπροσωπεί το ευρωπαϊκό status quo και ο άλλος…
Αυτό που συναντά στην Ελλάδα.
Ακριβώς.
Αρχικά να αναφέρω πως ήταν πολύ ωραία η συνεργασία με τους ξένους ηθοποιούς, μιας και αναφέρεσαι στον κύριο πολιτικό του αντίπαλο. Χθες μάλιστα συνάντησα τον Φίνμπαρ Λιντς, που υποδύεται τον Μέτερνιχ. Σπουδαίος ηθοποιός, είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε γυρίσματα στην Κέρκυρα, στην Αθήνα, και κρατάμε επαφή. Και με τον Σον Τζέιμς Σάτον, και με τον Ντάνκαν Σκίνερ. Όλοι ήταν εξαιρετικοί. Όσον αφορά την ιστορία, ο Καποδίστριας πολεμήθηκε πάρα πολύ από τον Μέτερνιχ. Ήταν δύο διαφορετικοί κόσμοι. Μιλάμε τώρα για...
Τον Σόιμπλε της εποχής.
Ναι, τον Σόιμπλε της εποχής. Έναν άνθρωπο που πολέμησε με νύχια και με δόντια για να κρατήσει τους λαούς υποτελείς κάτω από τις αυτοκρατορίες μετά το τέλος του Ναπολέοντα και την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που ακολούθησε. Ο Καποδίστριας ήταν, όμως, σκληρός παίκτης, οπότε είχε ενδιαφέρον αυτό το δίπολο.
Στην ταινία, ασφαλώς, δεν έχεις τον χρόνο να αναπτύξεις όλα αυτά τα ζητήματα. Πρέπει να αναχθούν σε ένα πιο υπερβατικό βαθμό, σε κάποια momentum συναντήσεων και συγκρούσεων. Σε διαλογικές μονομαχίες με έναν πολύ συγκροτημένο λόγο, χωρίς να χάσεις τη σύνδεση με το κοινό. Να μην είναι, δηλαδή, μία φορτωμένη στιχομυθία με όρους πολιτικούς σαν debate. Πρέπει να είναι με όρους κινηματογραφικής αφήγησης, όπως γίνεται στις παραβολές ή στα παραμύθια.
Σχετικά με το κομμάτι της Ελλάδας, ήταν σημαντικό να φανεί η αναγωγή με τα παρόμοια, σύγχρονα προβλήματα. Ο Καποδίστριας ήρθε στην Ελλάδα παμψηφεί, τον περίμεναν γονυπετείς στην Γ' Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, συμπεριέλαβε πολέμιούς του στην Κυβέρνηση, π.χ τον Μαυροκορδάτο, και τελικά το φινάλε… το ξέρουμε.
Μην ξεχνάμε πως ο κλάδος της Ναυτιλίας συνέχιζε με έναν τρόπο τη δραστηριότητά του στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Τα τελωνεία λειτουργούσαν κάτω από ένα συγκεκριμένο καθεστώς. Ο Κουντουριώτης, χωρίς να αμφισβητείται η συμβολή του στον αγώνα, ζήταγε τα δεδουλευμένα, τις αποζημιώσεις του ή τουλάχιστον να μη χάσει τα προνόμια του. Ο Καποδίστριας ζήταγε, όμως, ένα κράτος. Δημόσιο ταμείο, ενιαίο φορολογικό σύστημα, κτηματολόγιο. Ήταν αντιληπτό άμεσα πως ήρθε με μία πιο σκληροπυρηνική πρόταση. Οπότε, ναι, ο Καποδίστριας είχε όλες αυτές τις προκλήσεις.
Να κάτι για το οποίο δεν μιλάει ο κόσμος, για την πνευματικότητα. Όλοι μας είμαστε προσηλωμένοι στον υλικό κόσμο
Πώς είδες τον εαυτό σου «ντυμένο» ως Καποδίστρια;
Στον κινηματογράφο παλεύεις με την ιδέα πως δεν μπορείς να αλλάξεις τίποτα. Όταν το γυρίσεις, πάει, τελείωσε. Παίρνει τον δρόμο του. Δεν έχεις την πολυτέλεια της 20ής παράστασης, στην οποία μπορείς να αλλάξεις κάτι ή να δοκιμάσεις κάτι άλλο.
Στο σινεμά και στην τηλεόραση, όταν ένας ηθοποιός πατάει το πόδι του στο σετ αρχίζει να πυροβολείται. Βάλλεται από παντού, νιώθει εκτεθειμένος, όλοι ζητανε κατι. Έρχονται οι σφαλιάρες, η μία πίσω από την άλλη. Ειδικά όταν ο σκηνοθέτης θέλει να έχει πλήρη έλεγχο και διευκρινίζω πως δεν αναφέρομαι στην περίπτωση του Γιάννη, αλλά γενικά. Ο ενδυματολόγος σκέφτεται κάτι συγκεκριμένο, ο Διευθυντής Φωτογραφίας σου λέει «έτσι θα σε φωτίσω», τα λόγια του σεναρίου πρέπει «να τα πεις με αυτόν τον τρόπο».
Αυτό που πρέπει να κάνεις, τότε, είναι να δεις πώς αυτές τις σφαλιάρες θα τις κάνεις εργαλεία. Κι αν είναι να φας τέτοιο ξύλο, τουλάχιστον φρόντισε να μην σου αφήσει σημάδια. Γιατί δεν θα μπορέσεις να μπεις «μέσα», δεν θα μπορέσεις να κάνεις τη δουλειά σου.
Εγώ παλεύω να διεκδικήσω το χώρο που μου αναλογεί και όταν οι συνεργάτες είναι ενθαρρυντικοί, τους ενδιαφέρει η ομαδική δουλειά, αυτό είναι ευτύχημα. Έτσι, συνήθως, παράγεται κι ένα ωραίο αποτέλεσμα.
Αλλά ακόμα κι όταν δεν συμβαίνει αυτό, εσύ πρέπει να προχωρήσεις. Δύσκολο κομμάτι, γιατί πρέπει να έχεις πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη. Αυτό, τουλάχιστον, που δεν μπορεί να σου πάρει κανείς είναι ο χαρακτήρας που πίστεψες απ' την αρχή. Άρα, κάτι μένει και σε εμάς. Δεν μπορείς να τα ελέγχεις όλα και δεν πρέπει. Είσαι κομμάτι ενός μεγαλύτερου συνόλου και για να δουλέψουν όλα πρέπει να πέσουν τα «εγώ» και να ενδιαφέρει το «εμείς». Η ιστορία είναι πάνω απ' όλα. Και το πόσο καλά θα την πει ο καθένας από το μετερίζι του.
Πώς δουλέψατε με τον Γιάννη Σμαραγδή; Είχατε συνεργαστεί παλαιότερα και στο «El Greco».
Ναι, είχα κάνει ένα μικρό πέρασμα στο «El Greco». Ούτε ο Γιάννης δεν το θυμόταν.
Το ρωτάω, γιατί έχει μία πολύ συγκεκριμένη σκηνοθετική προσέγγιση που συχνά συνοδεύεται από έναν επικριτικό σχολιασμό.
Τα ακούω όλα αυτά, όχι μόνο για τον Γιάννη. Ακούω, όμως, και το δικό μου κριτήριο, το δικό μου ένστικτο. Βαθιά μέσα σου ξέρεις που βρίσκεσαι. Είναι ωραίο που κάποιες φορές θα εκπλαγείς, ακόμα και με πράγματα που δεν τα πίστεψες. Λες, κοίταξε να δεις, πολύ πιο ωραία αυτή η σκηνή από την άλλη στην οποία προσδοκούσα κάτι καλύτερο και τελικά κάτι μας ξέφυγε. Ευτυχώς που συμβαίνει αυτό, για να καταλάβεις πως δεν υπάρχει τίποτα στο τσεπάκι σου. Όταν πηγαίνεις σε κάτι με μεγάλη σιγουριά, τότε κάτι θα σου ξεφύγει.
Δεν στέκομαι, λοιπόν, σ’ αυτό γιατί έτσι δεν θα μπορούσα να είμαι «εκεί».
Φαντάσου τον Καποδίστρια να αποδρά με ένα καράβι, όταν έμαθε τις φήμες πως θέλουν να τον εξοντώσουν. Θα του το καταλόγιζε κανείς;
Μεγάλωσες στο Μόντρεαλ του Καναδά, πριν εγκατασταθείτε οικογενειακώς στην Αθήνα. Είχες καθόλο το βίωμα του «ξένου» στην πατρίδα; Ήταν ένα εφόδιο για το πως προσέγγισες τον Καποδίστρια, έναν πολιτικό που φέρνει μία άλλη, εξωτερική οπτική σε μία άλλη τάξη πραγμάτων;
Έχει ενδιαφέρον αυτή η ερώτηση. Δεν ξέρω, δεν το είχα σκεφτεί αυτό που λες. Θέλοντας και μη, από τη στιγμή που αναλαμβάνεις έναν ρόλο, αρχίζεις σιγά-σιγά να δίνεις και δικά σου κομμάτια. Τα παραχωρείς, όσο δανείζεσαι την ιστορία του άλλου. Γίνεται μία αντιπαραβολή. Τα φέρνεις απέναντί σου και σκέφτεσαι, εγώ πώς θα ήμουν σε αυτή τη συνθήκη;
Για παράδειγμα, σχετικό με τον Καποδίστρια, μπορεί κάποιος - προφανώς σε μία πολύ πιο μικρή, ιδιωτική κλίμακα - να έχει νιώσει απειλή από έναν κόσμο που δεν τον καταλαβαίνει. Να λέει, «ρε παιδιά μπορούμε να το κάνουμε έτσι πολύ καλύτερα» και να βρίσκει τοίχο. Να μην μπορεί να ζήσει έναν έρωτα ή να πρέπει να βάλει τέλος σε μία σχέση, γιατί πρέπει να ζήσει κάτι μεγαλύτερο. Ή να αποδέχεται το δικό του τέλος γιατι τελικά αυτό εξυπηρετεί κάτι μεγαλύτερο.
Φαντάσου τον Καποδίστρια να αποδρά με ένα καράβι, όταν έμαθε τις φήμες πως θέλουν να τον εξοντώσουν. Θα του το καταλόγιζε κανείς; Αυτός, όμως, δεν το έκανε. Ίσως γιατί πίστευε πως το τέλος του δεν είχε και τόσο μεγάλη σημασία, όταν δεν μπορούσε να προχωρήσει κάτι άλλο. Είναι μεγαλειώδη αυτά τα πράγματα, πολλές φορές αδύνατο να τα συλλάβουμε.
Μιας και χρησιμοποίησες τη λέξη αντιπαραβολή, η εποχή του Καποδίστρια έχει αναλογίες με τη σημερινή. Ζούμε σε καιρούς έντονους, πολεμικών συρράξεων αλλά και πολιτικής διαφθοράς, εγχώρια και παγκόσμια. Τι θέλεις να αποκομίσει το κοινό βλέποντας την ταινία;
Θέλω ο κόσμος να συνδεθεί όσο γίνεται περισσότερο με τον Καποδίστρια και να του δώσει μια ευκαιρία. Να ερευνήσει ξανά την περίπτωσή του. Στα σχολικά βιβλία δεν υπάρχει φροντίδα γύρω από το πρόσωπό του. Αυτό που έχουν να πουν όλοι για τον Καποδίστρια είναι πως έφερε την πατάτα. Χεστήκαμε που έφερε την πατάτα. Θέλω να πω πως αυτό είναι απλά φολκλόρ.
Και υποτιμητικό σε σχέση με το έργο του.
Κι άντε, μάθαμε για την πατάτα. Η πολιτική δεν είναι μπίζνες, δεν είναι μάρκετινγκ. Η κατάσταση στην οποία ζούμε, βέβαια, μας διαψεύδει. Έχουμε περάσει σε μία εποχή κλειστή. Στα λεγόμενα, με πολλά εισαγωγικά, δημοκρατικά πολιτεύματα κάνουν κουμάντο οι ολιγάρχες. Είναι πολύ επικίνδυνο αυτό που συμβαίνει. Η πολιτική, που κανονικά δεν είναι επάγγελμα, έχει γίνει μπίζνα.
Η ιστορία αυτού του ανθρώπου, μας αποδεικνύει τουλάχιστον πως η πολιτική μπορεί να είναι κάτι παραπάνω. Ένα λειτούργημα, ας μη φοβόμαστε τη λέξη. Ο Καποδίστριας τα έδωσε όλα κι αυτό είναι γεγονός που δεν αμφισβητείται. Έβαλε ενέχυρο την πατρική του περιουσία, δεν έπαιρνε μισθό ως κυβερνήτης, το επίδομα από τον Τσάρο το έδινε αλλού. Κράταγε μόνο ένα πολύ μικρό, συγκεκριμένο ποσό. Όλα αυτά είναι γραμμένα στην αλληλογραφία του.
Νιώθεις να έχουμε χάσει την έμπνευση για αλλαγή;
Ναι, η μπάλα έχει χαθεί τελείως, αν και δεν νομίζω πως είναι συγκρίσιμα τα μεγέθη. Πλέον είναι πολύ δύσκολο να συγκεράσεις τόσες πολλές φωνές. Δεν νομίζω πως μπορεί να υπάρξει μια ευθυγράμμιση για κάποια ζητήματα. Είμαστε κατακερματισμένοι.
Η ιστορία των Εθνών είναι μια πρόσφατη ιστορία στην Ευρώπη. Μετά τα φεουδαρχικά καθεστώτα, οι άνθρωποι ήταν υποτελείς στις αυτοκρατορίες, δεν υπήρχε ακριβώς το αίσθημα της εθνικής καταγωγής. Τώρα, που τα έχουμε βρει σκούρα, οι πολυεθνικές και τα μονοπώλια συσσωρεύουν πλούτο, μοιράζουν την τράπουλα και δημιουργούν τεράστιο φόβο. Ο κόσμος, ως αντίδραση σε αυτό, στρέφεται προς τα μέσα, με τον κίνδυνο να αποκτήσει φασιστικά χαρακτηριστικά. Να κάνει κατάχρηση εξουσίας ή στην διεκδίκηση των κεκτημένων του να γίνει πιο άκαμπτος.
Το μεγάλο όραμα του Καποδίστρια ήταν πως ο ελληνισμός, η ελληνική ιδέα και η παιδεία δεν έχουν σύνορα. Όταν ήρθε στην Ελλάδα, το κράτος περιλάμβανε την Πελοπόννησο και την Αθήνα. Έγινε αγώνας για να διευρυνθούν τα σύνορα. Μέχρι το 1912 δεν είχαμε καν τη Θεσσαλονίκη. Ενδεχομένως στα επόμενα 200 χρονιά να δεις μια άλλη Ελλάδα. Τίποτα δεν είναι σταθερό, όλα είναι ρευστά. Άρα δεν μιλάμε για σύνορα. Μιλάμε για έναν πολιτισμό που γέννησε αυτός ο τόπος και υπερβαίνει σύνορα, χρώματα, φυλές. Θεωρώ πως έχουμε το δικαίωμα να χωρέσουμε παντού, ο καθένας με την καταγωγή του, και να είμαστε καλά. Το θέμα είναι κατά πόσο μπορούμε να συνομιλήσουμε κάτω από ένα ενιαίο πρίσμα. Να συνεννοηθούμε.
Οφείλεις να μελετάς την ιστορία και να μαθαίνεις από αυτή. Να μην προχωράς σε βιαστικές ερμηνείες, να μην αποκλείεις κάτι ως εθνικόφρον. Ξαφνικά τα σύμβολα αποκτούν ένα πολύ αρνητικό πρόσημο γιατί κάποιοι τα καπηλεύονται. Οφείλουμε να σταθούμε πιο πάνω από όλα αυτά. Να έχουμε ένα εύρος ψυχικό και πνευματικό.
Να κάτι για το οποίο δεν μιλάει ο κόσμος, για την πνευματικότητα. Όλοι μας είμαστε προσηλωμένοι στον υλικό κόσμο, στην ευημερία του «πως θα μπορέσω να τη βγάλω καλύτερα». Κανείς δεν μιλάει για την πνευματικότητα. Δυστυχώς οι προκλήσεις είναι πάρα πολλές και έχουμε εμπορευματοποιηθεί. Έχουμε γίνει προϊόντα οι ίδιοι και δεν το καταλαβαίνουμε. Μία συνισταμένη στον κόσμο του social network, προσκολλημένοι σε μία οθόνη να παλεύουμε με το ψηφιακό μας προφίλ. Με μία μικρή συνδρομή νομίζεις πως διευρύνεις τους οριζόντες σου επειδή έχεις 50.000 followers. Πού είναι η πνευματικότητα σε όλο αυτό;
Η σύνδεση με έναν κόσμο που δεν είναι απτός ή εξηγήσιμος, είναι κάτι που έχει μπει στην άκρη. Δεν μνημονεύουμε τον θάνατο, γιατί σηκωνόμαστε το πρωί και το θεωρούμε αυτονόητο. Αφού ξέρεις ποιο είναι το τέλος, το ενδιάμεσο τι το κάνεις; Υπάρχει μία απώθηση σε όλα αυτά γιατί η αγορά σου δίνει τη δυνατότητα να ζήσεις τη ζωή σου όπως γουστάρεις τώρα. Κάν’ το τώρα και θα δεις ότι… δεν θα γίνει τίποτα.
Το μεγάλο όραμα του Καποδίστρια ήταν πως ο ελληνισμός, η ελληνική ιδέα και η παιδεία δεν έχουν σύνορα
Εσύ πως υπηρετείς αυτή την πνευματικότητα μέσα από τις επιλογές σου; Ποια είναι η ευθύνη της Τέχνης να κοινωνήσει στον κόσμο μια άλλη διάσταση, να του παρέχει ένα άλλο φίλτρο;
Είναι μεγάλη κουβέντα αυτή που ανοίγεις και δεν είναι εύκολη. Γιατί παλεύεις να κρατηθείς στο επάγγελμα βιοποριστικά και παράλληλα έχεις μία ευθύνη. Όχι για το καλλιτεχνικό έργο, αλλά για το ποιος είσαι, για το πως αντιμετωπίζεις τις επιλογές όταν έρχεται η ώρα να διαλέξεις. Δεν θέλω να είμαι διδακτικός, γιατί το απεχθάνομαι. Την πρόκληση τη βιώνω καθημερινά με τον εαυτό μου. Επιθυμώ να σταθώ βιοποριστικά σε ένα δύσκολο επάγγελμα, ενώ το παιχνίδι παίζεται τελικά σε κάτι πολύ πιο απλό: στη συνάντησή σου με τον άλλον. Όταν είσαι γνήσια «εκεί». Όχι με έναν σκοτεινό ή συμπλεγματικό τρόπο, αλλά όταν ο άλλος καθρεφτίζει λίγο το τι είσαι εσύ.
Ως άνθρωπος του θεάτρου, γαλουχημένος μάλιστα από έναν μέγα δάσκαλο όπως είναι ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, πώς εφαρμόζεις αυτή την εκπαίδευση όταν καλείσαι να ερμηνεύσεις μπροστά στην κάμερα ή πάνω στη σκηνή;
Πρόκειται για δύο πολύ διαφορετικά μέσα και πρέπει να προσαρμοστείς στις τεχνικές τους απαιτήσεις. Όταν αρχίζεις, όμως, να εξοικειώνεσαι με τη «γλώσσα», αντιλαμβάνεσαι πως η υποκριτική παραμένει υποκριτική. Απλώς αλλάζει κλίμακα. Σε αυτό που με ρωτάς, που είναι μία πολύ ωραία ερώτηση, θα σου πω πως ο Τερζόπουλος και το Άττις, όλη η φιλοσοφία και ο τρόπος του, με έκαναν να προσεγγίζω πρακτικά το υλικό και να αντιμετωπίζω τα πράγματα πιο ανοιχτά. Να αποφεύγω να προσδώσω στερεοτυπικά, κλειστά μοτίβα συμπεριφοράς σε έναν ρόλο. Ακόμα και μια πιο νατουραλιστική κατάσταση, πρέπει να περάσει πρώτα από κάτι πολύ πιο ανοιχτό. Δεν θες να φτιάξεις ένα στερεότυπο, αλλά μία οντότητα, με την οποία να συνδεθεί ο άλλος για να λειτουργήσει η ιστορία.
Όποτε το χρειάζομαι, επιστρατεύω έναν κόσμο μέσα μου, που απομονώνει εξωτερικά ερεθίσματα, τα οποία συνήθως εμποδίζουν τη σύνδεση. Χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει πως δεν ακούς κανέναν. Ίσα-ίσα που ακούς τα πάντα. Ακόμα και τον ψίθυρο, σε υπερβολικό βαθμό. Επιστράτευα αυτό το εργαλείο συγκέντρωσης και πύκνωσης για να μπορέσω να ανοίξω λίγο την αίσθηση του χρόνου.
Δεν θέλω να φανεί κουλτουριάρικο αυτό που λέω. Μιλάω ουσιαστικά για απλή συγκέντρωση. Σε ένα κινηματογραφικό σετ, η φασαρία της προετοιμασίας δεν είναι χρήσιμη. Πρέπει να βρεις έναν τρόπο για να είσαι πάντα έξω από αυτή.
Aγαπάς το σινεμά, ποιες είναι οι ταινίες που σου αρέσουν, ποιες αναζητάς; Πως αντιλαμβάνεσαι τη νέα κατάσταση, την κρίση των αιθουσών και τη ρουτίνα του streaming;
Με προβληματίζει έντονα. Η εποχή σου δίνει άπειρες δυνατότητες και όταν έχεις αυτή την πολυτέλεια δεν κάνεις τίποτα, χαώνεσαι. Ανοίγεις μία πλατφόρμα και καταλήγεις να κάνεις scroll μέχρι να επιλέξεις στο τέλος μία ταινία που κανονικά δεν θα έβλεπες. Ο καναπές, όμως, δεν είναι σινεμά. Ακόμα και σε μία 65αρα οθόνη. Το πράγμα φθηναίνει έτσι. Το σινεμά έχει μία λεπτή, μοναδική επίδραση. Όπως και ένα βιβλίο. Ελπίζω οι ταινίες να επιστρέψουν στο σινεμά.
Με γοητεύουν πάρα πολλοί σκηνοθέτες και πολλοί τρόποι αφήγησης. Θα προσέξω μία πολύ καλή ερμηνεία σε μια άκρως ρεαλιστική ταινία ή θα βουτήξω σε ένα μεγάλο κάδρο για να ανακαλύψω μικρές λεπτομέρειες. Μαγεύομαι από τον κινηματογράφο που έχει στον πυρήνα του τον άνθρωπο, από τις ταινίες του Κισλόφσκι, του Μπέλα Ταρ, του Ταρκόφσκι ή πιο arthouse επιλογές. Θεωρώ πως ο κινηματογράφος είναι ανεξάντλητος. Μπορεί να εξυπηρετεί ένα πολύ διευρυμένο αφήγημα, με πιο οντολογικά - να το πω έτσι - στοιχεία, αλλά και μία μικρή, καθημερινή ιστορία μέσα σε ένα διαμέρισμα.
Συγκυριακά είσαι στην επικαιρότητα κινηματογραφικά και θεατρικά, ερμηνεύοντας το φως και το σκοτάδι, τον Κόμη Καποδίστρια και τον Κόμη Δράκουλα. Πώς συνδέονται ή ισορροπούν αυτές οι δύο πτυχές και σε τι βαθμό καθορίζουν τη δική σου προσωπικότητα και καλλιτεχνική αναζήτηση;
Η σύνδεση που προσπαθώ να κάνω είναι κάθε φορά σε σχέση με το υλικό που καλούμε να ανιχνεύσω, να ανακαλύψω. Σχετικά με τον «Δράκουλα» που αναφέρεις, η προσέγγιση είναι πιο πολύ συμβολική. Ανοίγουμε ένα χώρο στον θεατή για να δει τον εαυτό του στον καθρέφτη, τις πιο σκοτεινές του σκέψεις. Γενικά μου αρέσει να παραμένω πιστός στο σενάριο. Δεν θέλω να υποδεικνύω έναν τρόπο, αλλά να κάνεις εσύ το δικό σου μοντάζ. Όπως όλοι οι άνθρωποι, είμαι σκοτεινός και φωτεινός. Είμαστε ένα κράμα στοιχείων που τα εμπεριέχει όλα. Είμαστε πολύ πιο μεγάλοι από όσο φανταζόμαστε.
INFO
Η ταινία «Καποδίστριας» κυκλοφορεί την Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου στις αίθουσες από την Tanweer.









