Αναχώρησε στα 89 του ένας παροιμιώδης ρολίστας, που αφήνει πίσω του μια πορεία 7 δεκαετιών και μια ως σήμερα ενεργότατη παρουσία στη χώρα του θεάματος.
Οι επικήδειοι έχουν πάντοτε μια ειδική λύπη να τους περιβάλλει. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως είναι οπωσδήποτε αυτή του Άλαν Άρκιν, το αποτύπωμα τυγχάνει ακόμα ειδικότερο, «προσωπικό» θα το έλεγε κάποιος, ή όσο προσωπικό τέλος πάντων μπορεί να είναι όταν έχεις συμπαθήσει τόσο την φυσιογνωμία και κάποιους ρόλους (διόρθωση: την παρουσία) του εκλιπόντος. Κι ο Άρκιν είχε μια ευγενική φυσιογνωμία, που αντιδρούσε θαυμάσια με την πηγαία κωμική του φλέβα. Και ανήκε στους ηθοποιούς που ευεργετούσαν τα έργα που έπαιξαν. Τόσο, που πολλές φορές να είναι και αυτός που συγκράτησες περισσότερο και από τους πρωταγωνιστές τους.
Παραδείγματα: Στο In-Laws του 1979, επισκιάζει τον (λατρεμένο) Πίτερ Φολκ. Στον Επιθεωρητή Κλουζώ του ’68 που έγινε όταν ο Σέλερς εγκατέλειψε τον ρόλο στα ‘60ς, αστραφτοκοπά κι ας μην βλέπεται το έργο, κι ας μην χωρά άλλος (ποτέ) στα παπούτσια του Σέλερς. Στο Big Trouble (1986) που κάθε λάτρης του Κασσαβέτη δεν θέλει να θυμάται, πάλι ξεχωρίζει. Στην Αβάνα (1990), που ο υπογράφων λατρεύει ολοκληρωτικά, δεν μπορείς να φανταστείς άλλον να στέκεται τόσο μάγκικα, τόσο σίγουρα δίπλα στον Ρέντφορντ. Στο Glengarry Glenn Ross (1992), που όλοι ξεχωρίζουν, αυτή είναι η φιγούρα που μένει, έτσι σιωπηλή, τρομαγμένη και πέρα ως πέρα αξιοπρεπής. Ή στο Little Miss Sunshine (2006), που δεν γονατίσαμε και όλοι στο κάλλος του, αυτός ήταν ο λόγος να βλέπεις το έργο, κι ας ήταν χρονικά ελάχιστος ο ρόλος. Το Όσκαρ του ήταν δικαιότατο. Είχε άλλες τρεις υποψηφιότητες στην διαδρομή του. Κατέκτησε Τόνι, κέρδισε BAFTA, ήταν πολλάκις υποψήφιος για Έμμι στα ουκ ολίγα τηλεοπτικά του – διπλή μάλιστα στην Μέθοδο Κομίνσκι που όλοι ξέρετε.
Οι μεγάλες του στιγμές, οι εγνωσμένες, σε ταινίες που κάποτε στοιχειοθετούσαν ίσως και πρωταγωνιστική καριέρα είναι νωρίς. Στο The Russians are Coming… (1966) του Τζούισον (υποψήφιος για Όσκαρ), στο υπέροχο Heart is a Lonely Hunter (1968) σε βωβό/κωφό ρόλο (ξανά υποψήφιος), στο κολοσσιαίο Catch-22 του Νίκολς (1970), που δεν ήταν εμπορική επιτυχία και επισκιάστηκε από το ανάλογο (αλλά όχι καλύτερο απαραίτητα, λέμε κάποιοι) M*A*S*H της ίδιας χρονιάς. Κυνηγούσε να σκοτώσει την Όντρεϊ Χέμπορν στο Wait Until Dark (1967) - μιλώντας για φάσμα χαρακτήρων - τι απολαυστικό «οικιακό» θρίλερ εκείνο. Σκηνοθέτησε κιόλας εκείνη την εποχή, το Little Murders (1971), χαμένο στη λήθη πια, ακόμα και ο Γκοντάρ το είχε φλερτάρει να το κάνει μια περίοδο. Καλύτερα το έκανε ο Άρκιν, κι ας μην πέτυχε εμπορικά η ταινία (παρά και την παρουσία του Έλιοτ Γκουλντ - σταρ τότε).
Μια ματιά στην φιλμογραφία του, αποδεικνύει έναν τεράστιο αριθμό δουλειών, έναν τεράστιο αριθμό φορών που τον χρειάστηκαν για να αναπλάσει έναν δεύτερο ρόλο, να τον κάνει άξιο μνείας. Συχνότατα και την ίδια την ταινία. Ξεχνάμε κάποιο; Πολλά. Εγώ τον αγάπησα, μαζί με τους συμπρωταγωνιστές του, ακόμα και σε πρόσφατα που κανείς δεν έβγαλε το καπέλο (Grudge Match, ανάμεσα σε Σταλόνε-Ντε Νίρο, Stand Up Guys ανάμεσα σε Πατσίνο και Γουόκεν, Going in Style ανάμεσα Φρίμαν και Κέιν). In style ήταν πάντα ο Άρκιν. Η κράση του αμιγής, το deadpan του αλώβητο, ένα στιλ συνώνυμο μιας μάρκας ηθοποιού που δεν χτίζει με γκριμάτσες και οιμωγές, αλλά με βλέμματα και χιούμορ.
Αντί επιλόγου, μια υπενθύμιση από μια δεκαετία που το σινεμά δεν τον ήξερε καλά-καλά. Τον ήξερε λίγο το τραγούδι, όταν ως…κιθαρίστας των Tarriers έπαιζε το Banana Boat Song (που την ίδια χρονιά έκανε γιγάντια επιτυχία ο Μπελαφόντε), ή έπαιζε σε τούτο εδώ που θα έμπαινε επίσης στα τοπ-10 της εποχής.
Αντίο ωραίε μας Άλαν Άρκιν, χάλασε το καλούπι.