Που χάθηκες, Μπερναντέτ;
Where'd You Go, Bernadette
Τα όρια της οικογενειακής με την ατομική ευτυχία συγκρούονται σε μια άνευρη αφήγηση για μια γυναίκα-αίνιγμα που αποκαλύπτει όμως πολύ νωρίς τα μυστικά της.
Υπερκινητική και βερμπαλίστρια, μια γυναίκα που κάποτε είχε θεωρηθεί το μεγαλύτερο ταλέντο στον κόσμο της αρχιτεκτονικής, αδυνατεί να προσαρμοστεί σε μια καθημερινότητα που συνήθως αφορά μικροδουλειές, τη φροντίδα της κόρης της και μια στοιχειώδη κοινωνική επαφή με γείτονες και άλλους γονείς. Η ίδια έχει μετατραπεί από παιδί-θαύμα σε απειλή για την κοινωνία, από τη στιγμή ουσιαστικά που έκοψε την επαφή της με τη δημιουργία και γεννά στο μυαλό της την ιδέα μιας προσωρινής φυγής από τη ζωή που έκανε.
Βασισμένη στο βιβλίο της Μαρία Σεμπλ, η ιστορία της Μπερναντέτ μοιάζει αδύναμη κινηματογραφικά, καθώς ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ δίνει μεγαλύτερο βάρος στο γιατί θέλει να αποδράσει η ηρωίδα του, χωρίς να δίνει όμως πιο ουσιώδεις απαντήσεις από την ανάγκη για δημιουργία που φαίνεται από νωρίς και επαναλαμβάνεται στη συνέχεια. Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ιστορίας είναι στην ταινία αυτό που δεν φαίνεται. Το πώς και γιατί δηλαδή ένας τόσο χαρισματικός χαρακτήρας αποσύρεται από τον χώρο που δραστηριοποιείται (οι δικαιολογίες που δίνονται εδώ δεν επαρκούν), για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα στο οποίο πάντως δεν κάνει μόνο λάθη, αφού η σχέση της Μπερναντέτ με την κόρη της είναι πολύ ισχυρή.
Η Μπλάνσετ με την άνεση της σταρ μετατρέπεται σε μια κινούμενη βόμβα έτοιμη να εκραγεί, όμως το υλικό που έχει την οδηγεί σε επαναλήψεις. Όταν η ταινία μεταφέρεται στην Ανταρκτική, μέρος που λειτουργεί ως η ύστατη απόδραση από οτιδήποτε, προσπαθεί, αργά πια, να επενδύσει στο σασπένς, με μια αφήγηση που συνδυάζει την έρευνα με τη συνειδητοποίηση από την οικογένειά της πως όλα τελικά γίνονται για καλό, σε μια επιδερμική προσπάθεια ένωσης προσωπικής και οικογενειακής ευτυχίας που παραπέμπει σε ανάλαφρες αμερικανικές κομεντί.