Εκεί που Τραγουδάνε οι Καραβίδες
Where the Crawdads Sing
Εκδοτικό φαινόμενο που δεν άργησε να βρει το δρόμο για τη μεγάλη οθόνη, το «Εκεί που Τραγουδάνε οι Καραβίδες» της Ολίβια Νιούμαν μας μεταφέρει στον Αμερικανικό Νότο του ‘60 και τη μάχη μιας περιθωριοποιημένης νεαρής με τη δικαιοσύνη και το κοινωνικό στίγμα. Το ενδιαφέρον για το φιλμ μεγάλο λόγω της δημοφιλίας του βιβλίου, το αποτέλεσμα ωστόσο ένα νερωμένο μυστήριο που θα φλερτάρει με το ρομαντικό δράμα όσο χρειαστεί προκειμένου να κρύψει τις εξυπνακίστικες μανούβρες του στους βάλτους της Βόρειας Καρολίνας.
Βαθιά στους βάλτους της Βόρειας Καρολίνας ζει η Κάια (Ντέιζι Έντγκαρ-Τζόουνς). Μια κοπέλα μοναχική, με τραυματικό οικογενειακό παρελθόν αλλά πείσμα για ζωή και πηγαίο ταλέντο στη ζωγραφική, η οποία θα βρεθεί ξαφνικά κατηγορούμενη για το φόνο ενός νεαρού με τον οποίο μέχρι πρότινος σχετιζόταν. Η τοπική κοινωνία το έχει εύκολο να προεξοφλήσει την ενοχή μιας περιθωριοποιημένης φιγούρας με ελάχιστες κοινωνικές επαφές, την ώρα που «το κορίτσι του βάλτου» θα κληθεί να υπερασπιστεί ένας βετεράνος δικηγόρος (Ντέιβιντ Στράδερν), πεπεισμένος για την αθωότητά του. Το τι συνέβη πραγματικά θα μας διηγηθεί η ίδια, μέσα από εκτενή φλασμπάκ, με το σασπένς να συγχέεται διαρκώς με το ρομάντζο και τα μεταξύ τους όρια να θολώνουν όπως τα νερά του βάλτου.
Εξ ορισμού φιλμ μυστηρίου ως προς τη δικαστική εξέλιξη, ιστορία γυναικείας ενδυνάμωσης κατά βάση, μελαγχολικό αισθηματικό δράμα εκεί που βολεύει, οι «Καραβίδες» είναι πάνω απ’ όλα μια μελίρρυτη προσέγγιση πάνω στην έννοια του δικαίου, γυρεύοντας τυχόν συνάφειά του με τον άγραφο νόμο της Φύσης. Προσέγγιση που όσο κι αν είναι σύννομη με το πνεύμα του βιβλίου της Ντέλια Όουενς (που δεν έχουμε διαβάσει), όσο κι αν αντικατοπτρίζει το πνεύμα και τις ανάγκες της εποχής μας, εδώ αφήνει πολλά κενά. Γιατί ενώ το φιλμ ενστερνίζεται στωικά δια στόματος της ηρωίδας την αδιαφορία της Φύσης για τα ανθρώπινα, τις τραγωδίες, το άδικο ή και το θάνατο, στο υπόβαθρο επικαλείται την ανθρώπινη παρέμβαση ως αναγκαιότητα για την αποκατάσταση του δικαίου απέναντι στο νόμο του ισχυρού. Κι αν το δίκαιο τύχει να δικαιώσει ξώφαλτσα μια κοινωνική προκατάληψη, κι αν τελικά στο όνομα του δικαίου θυσιαστεί ως αναλώσιμος ο πιο στεγανός χαρακτήρας της αφήγησης, μικρό το κακό. Αρκεί να μείνει ζωντανό το μυστικό. Και αυτό δεν αποτελεί τη μόνη παραφωνία.
Εξ ορισμού φιλμ μυστηρίου ως προς τη δικαστική εξέλιξη, ιστορία γυναικείας ενδυνάμωσης κατά βάση, μελαγχολικό αισθηματικό δράμα εκεί που βολεύει
Πίσω από την πυκνή βλάστηση που αγκαλιάζει επιβλητικά την ιστορία, χαρίζοντάς της ένα ζωηρό φόντο και σε εμάς ένα ομολογουμένως πετυχημένο οπτικό παραπέτασμα που καμουφλάρει πονηρά κρυμμένες ανατροπές για όσο χρειαστεί, το «Εκεί που Τραγουδάνε οι Καραβίδες» φιλοξενεί ένα στερεοτυπικό ερωτικό τρίγωνο με κορυφές την Κάια, τον παιδικό της έρωτα Τέιτ (Τέιλορ Τζον Σμιθ) και τον γόη Τσέις (στο ρόλο ο Χάρις Ντίκινσον του «Beach Rats»), διαλόγους που δεν αποφεύγουν την αφέλεια, σενάριο που αφήνει κενά κι ένα μείγμα κινηματογραφικών ειδών που ανακατεύεται ασταμάτητα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των αναπάντητων ερωτημάτων στην ταινία είναι πώς αφήνεται η μικρή Κάια έρμαιο στα χέρια ενός κακοποιητικού και μέθυσου πατέρα, στοιχείο που υποτίθεται την ατσαλώνει από τρυφερή ηλικία. Ακόμη κι αν αυτό προκύπτει μέσα από το πικρό αναπάντητο «γιατί;» ενός παιδιού, μιας και η Κάια είναι εκείνη που μας αφηγείται τη ζωή της, καλούμαστε να δεχτούμε άνευ εξηγήσεων πώς η μητέρα εγκαταλείπει δίχως αντίο τα παιδιά της, κλείνοντας την πόρτα πρώτη. Ομοίως αδιευκρίνιστο μένει ότι τον ίδιο δρόμο ακολουθούν τα αδέρφια της, λες και η Κάια είναι ο Κέβιν στο «Μόνος στο Σπίτι», με τον αδερφό της να είναι ο μοναδικός που της δίνει φεύγοντας τη συμβουλή να τρέξει να κρυφτεί στο βάλτο, «εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες», όταν τα πράγματα ζορίσουν.
Το μόνο μέλημα της ταινίας μοιάζει να είναι η πεισματική διατήρηση του σασπένς
Τα ζεστά λόγια συμπερίληψης του πάντα υπέροχου να τον βλέπεις Στράδερν μπορεί να έρχονται για να σπάσουν σχηματικά το απόστημα του κοινωνικού στίγματος για ένα άτομο που έγινε αποδιοπομπαίος τράγος επειδή ζει διαφορετικά, αλλά η ταινία μοιάζει να θέλει, αντί να διεισδύσει πραγματικά στην ψυχή και τα μυστικά του βάλτου, να βγει απλά από πάνω. Όπως το ψηλό παρατηρητήριο που γίνεται το σημείο όπου ένας εκ των νεαρών θα χάσει τη ζωή του. Αντιστοίχως, η αγάπη που παίρνει η Κάια από το ζευγάρι Αφροαμερικανών στο μπακάλικο, γίνεται μια σταγόνα φροντίδας σε έναν ωκεανό αδικίας, έτσι ώστε το εξυπνακίστικο τέλος να δικαιολογηθεί λίγο ευκολότερα.
Μπορεί όλα αυτά στο βιβλίο να εξηγούνται υπέροχα και αρμονικά. Όμως εδώ, το μόνο μέλημα της ταινίας της Νιούμαν μοιάζει να είναι η πεισματική διατήρηση του σασπένς, κατά το οποίο η κοινότοπη επωδός για τη «σοφία της Φύσης» ευθυγραμμίζεται με την καπατσοσύνη της ηρωίδας που εκτός από αξιαγάπητη, είναι αποδεδειγμένα και survivor. Ως προς αυτό, ακόμα και η καλή προαίρεση που φέρει με συνέπεια η Έντγκαρ-Τζόουνς καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ καταλήγει να μοιάζει με στοιχείο εξαπάτησης.