Το Τελευταίο Σημείωμα
The Last Note
Ένα από τα πλέον διαβόητα και θλιβερά περιστατικά στα ελληνικά χρονικά του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου γίνεται στα χέρια του Παντελή Βούλγαρη ένα εξαιρετικά φροντισμένο και κλιμακούμενης συναισθηματικής δύναμης ιστορικό δράμα.
Την Πρωτομαγιά του 1944, κι ενώ η Αθήνα εξακολουθούσε να τελεί υπό ναζιστική κατοχή, διακόσιοι κρατούμενοι των φυλακών Χαϊδαρίου οδηγούνται στο σκοπευτήριο της Καισαριανής και εκτελούνται ως αντίποινα για την δολοφονική ενέδρα που έστησαν Έλληνες αντιστασιακοί εναντίον ενός υψηλόβαθμου αξιωματικού των Ες Ες και τριών αντρών του. Ανάμεσα στους εκτελεσθέντες ήταν και ο 34χρονος Ναπολέων Σουκατζίδης, μορφωμένος και πολύγλωσσος αγωνιστής του λαϊκού κινήματος και κομμουνιστής ο οποίος, κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στις φυλακές, υποχρεωνόταν να χρησιμεύει ως διερμηνέας των Γερμανών.
Βασισμένη στα πραγματικά συμβάντα εκείνης της θλιβερής Άνοιξης του 1944, αυτή είναι η ιστορία της νέας ταινίας του Παντελή Βούλγαρη και αναπτύσσεται πότε μέσα από την καθημερινή μάχη επιβίωσης των φυλακισμένων του Χαϊδαρίου και πότε από την ιδιότυπη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον Σουκατζίδη (ένας εκφραστικός Ανδρέας Κωνσταντίνου) και τον αμείλικτο Γερμανό λοχαγό του στρατοπέδου (ένας υποβλητικός Αντρέ Χένικε) ο οποίος τρέφει ξεχωριστή εκτίμηση για τον κρατούμενό του και στην πιο κρίσιμη στιγμή προτίθεται να τον σώσει από το εκτελεστικό απόσπασμα.
Αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας από μέρους των δημιουργών του και εξαιρετικά προσεγμένο σε τεχνικό επίπεδο, το «Τελευταίο Σημείωμα» περιορίζει ευτυχώς τις απαιτήσεις ενός προβλέψιμου δράματος εποχής (όπως την έμφαση σε μια ρομαντική πλοκή η οποία να είναι αρεστή στο ευρύ κοινό), παραθέτοντας το μοιραίο ραντεβού μιας χούφτας ανθρώπων με την Ιστορία και συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον του εκεί, χωρίς ιδιαίτερες διασπάσεις. Είναι εμφανές από την άλλη ότι, όπως συμβαίνει και στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του, ο Βούλγαρης παραλλάσσει κι εδώ την μακροχρόνια προβληματική του πάνω στους απρόσμενους ηρωισμούς και τις μεγάλες υπερβάσεις απλών ανθρώπων οι οποίοι δεν διστάζουν ακόμη και να αυτοκαταστραφούν προκειμένου να γίνουν περήφανοι κυρίαρχοι των πεπρωμένων τους.
Κι όταν η διήγηση φτάσει στην τελευταία νύχτα των κρατουμένων ο Βούλγαρης μεγαλουργεί αναπαριστώντας έναν αξέχαστο χορό μελλοθάνατων- πένθιμο και μαζί καθαρτήριο, μια συγκλονιστική χειρονομία εξέγερσης κόντρα στη βεβαιότητα του τέλους
Διατηρώντας τον απόλυτο έλεγχο της μεγάλης παραγωγής του, ο Βούλγαρης σκηνοθετεί με τη στιβαρότητα ενός βετεράνου κινηματογραφιστή, ταυτόχρονα όμως και με τον παλμό ενός νεαρού δημιουργού ο οποίος ξεχύνεται στην αφήγησή του με αεικίνητη διάθεση και ενθουσιασμό. Αυτός ο ενθουσιασμός είναι που μαρτυρά και τον πόθο του να επικοινωνήσει τη συγκεκριμένη ιστορία, να της φερθεί σεβάσμια και από καρδιάς, να υπηρετήσει ψύχραιμα και τίμια τη δραματουργική της δύναμη. Κι αν κάποιοι μελοδραματισμοί κάνουν αισθητή την παρουσία τους, αυτό δεν είναι ζήτημα σκηνοθεσίας μα ενός σεναρίου το οποίο δυσκολεύεται να κρύψει τη δική του συναισθηματική φόρτιση απέναντι στα όσα εξιστορεί.
Για άλλη μια φορά ο Βούλγαρης προσγειώνει τη μυθοπλασία του στα επίπεδα του ανθρώπινου. Εμπιστεύεται τα πρόσωπα των ηθοποιών του, αντί να καταφεύγει στα πολλά λόγια. Χρησιμοποιεί όσο καλύτερα μπορεί τους αποπνικτικούς χώρους δράσης του, επισημαίνοντας ότι μέσα τους ριζώνει μια πάλη, ιδεολογική και κυρίως υπαρξιακή, μιας ομάδας ατόμων που όσο δεν θέλουν να χάσουν τη ζωή τους, άλλο τόσο δεν σκοπεύουν να διαπραγματευτούν τα πιστεύω τους. Είναι οικονομημένος και σεμνός, δεν επιθυμεί να δώσει στην ταινία του χαρακτήρα λυγμικό ή επικό. Κι όταν η διήγηση φτάσει στην τελευταία νύχτα των κρατουμένων πριν την εκτέλεση, ο Βούλγαρης μεγαλουργεί αναπαριστώντας έναν αξέχαστο χορό μελλοθάνατων- πένθιμο και μαζί καθαρτήριο, μια συγκλονιστική χειρονομία εξέγερσης κόντρα στη βεβαιότητα του τέλους, έναν απεγνωσμένο και επείγοντα εορτασμό των ύστατων στιγμών που απομένουν. Γι’ αυτή τη σκηνή και μόνο, η οποία αποτελεί μια από τις κορυφαίες της καριέρας του σκηνοθέτη, το «Τελευταίο Σημείωμα» αποκτά μια συγκινησιακή ισχύ η οποία ανοίγει μαζί με τους ήρωες δρόμο κατευθείαν στο μακάβριο βάδην προς το σκοπευτήριο και από εκεί στα σπαρακτικά μπαλέτα θανάτου που αναπαριστά σε αργή κίνηση ο Βούλγαρης. Θέλοντας με τα στιγμιότυπα αυτά, όπως και με ολόκληρη την ταινία του, να δώσει στους αληθινούς πρωταγωνιστές του δράματος τη θέση που τους αξίζει στη συλλογική μνήμη. Δεν το κάνει από υποχρέωση. Είναι ειλικρινής επιθυμία του.