Η Επιβίωση της Ευγένειας
The Survival of Kindness
Ο Ρολφ ντε Χιρ τα λέει όλα χωρίς να πει τίποτα, σε μια μεταποκαλυπτική ελεγεία για το τέλος της καλοσύνης και την επιβίωση της ευγένειας στα σύνορα του κόσμου.
Μια ανώνυμη μαύρη γυναίκα πέφτει θύμα της μυστήριας τελετουργίας μιας λευκής οικογένειας, που γιορτάζει τη νίκη της φυλής της απέναντι στη σκονισμένη Γη και τους ιθαγενείς της. Το φως του ήλιου θα τη βρει παγιδευμένη στη μέση της ερήμου, κάτω απ' τον καυτό ήλιο και πλάι σε δύο φατριές από μυρμήγκια που μάχονται για την επικράτηση του πιο ισχυρού. Σε μια μακρά εισαγωγή, που θα μπορούσε να αποτελεί αυτόνομη βίντεο εγκατάσταση σε μουσείο σύγχρονης τέχνης, ο Ρολφ ντε Χιρ εναλλάσσει ολόκληρη τη γκάμα των φακών που μπορεί να φορέσει η λαλίστατη κάμερά του, πηγαίνοντας από το γενικό στο ειδικό και ξανά πίσω. Από το πυρηνικό στο υπερκόσμιο του έναστρου ουρανού. Από τους κόκκους της άμμου στο σημείο που ο ορίζοντας ενώνεται με το σύμπαν. Άσκηση στοϊκισμού ενάντια στον κίβδηλο θρίαμβο μιας φυλής που πίσω την αντιασφυξιογόνα μάσκα της αδυνατεί να καταλάβει όσα την περιβάλουν κι εστιάζει στο να υποτάξει τη φύση γύρω της.
Πρελούδιο στην «Επίβιωση της Ευγένειας» που έρχεται φυλακισμένη και παρατημένη να πεθάνει σε ένα κλουβί, ενώ γύρω της βράζει η άμμος. Το ένστικτο όμως οδηγεί τη γυναίκα να δραπετεύσει κι από εκείνο το σημείο και μετά το φιλμ μεταμορφώνεται σε ένα μεταποκαλυπτικό, επικό και κεκαλυμμένο γουέστερν. Μια βωβή Οδύσσεια με έντονα στυλιστικά και θεματικά στοιχεία από το παρελθόν του σκηνοθέτη - ίσως μιας αντιστροφή στο μοτίβο του παράδοξα συγγενούς «Bad Boy Bubby». Από τις εικαστικές γενικεύσεις της εισαγωγής, οι προθέσεις του είναι άμεσα αντιληπτές. Η ταινία κι η ηρωίδα του λειτουργούν συμβολικά καθώς μιλούν για μια κοινωνία όπου το μίσος και ο ρατσισμός απλώνονται σαν ιός στην ατμόσφαιρα. Η δύναμη των εικόνων υπερκερνά την ισχνή πλοκή (μια συρραφή περιστατικών που περισσότερο υπονοούν, παρά αφηγούνται) και κάπως έτσι η «Επιβίωση» μετατρέπεται σε έναν κινηματογραφικό ρεμβασμό.
Όχι πως περιμέναμε κάτι διαφορετικό απ' τον σκηνοθέτη, αλλά πρόκειται φυσικά για μια ιδιαίτερη δουλειά που κρύβει εικαστικό πλούτο, απέραντο όσο κι ο ορίζοντας της Αυστραλιανής ενδοχώρας. Αντί πρόζας η ταινία αντιπαραβάλλει βλέμματα και άναρθρα μουρμουρητά, καταφέρνει ωστόσο να μιλήσει με ακρίβεια για όσα θέλει να πει. Ίσως αυτό και να είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά της αφού με ξεκαθαρισμένες τις προθέσεις, ορισμένες απ' τις αλλεπάλληλες δοκιμασίες της ηρωίδας μοιάζουν με μαρτυρικές λούπες που ανακυκλώνουν την κεντρική ιδέα.
Μέχρι που κάποια στιγμή, εντελώς απροσδόκητα κι αφηρημένα, ο Ντε Χιρ αποφασίζει πως έφτασε το τέλος. Κι η ταινία του μετατρέπεται από ρεμβασμός σε διαλογισμό υπό την επήρεια μιας σαρωτικής απελπισίας. Το φινάλε είναι απ΄αυτά που προκαλούν ισχυρές αντιδράσεις σε όποιον έχει την τύχη (ή την ατυχία) να το διαβεί. Πολιτικά μιλώντας, είναι η κατακλείδα του Ντε Χιρ απέναντι στην κρατική υποκρισία σε ό,τι έχει να κάνει με τους Αβορίγινες. Συναισθηματικά είναι ένα δυστυχισμένο κύμα που σκεπάζει ορμητικά ό,τι κι αν είχε προηγηθεί. Αισθητηριακά είναι ένα καρφί στο μάτι που διακόπτει βίαια τη διαρκή ονειροπόληση. Αισθητικά είναι απλά κρίμα.
Όπως κι αν εκλάβει κανείς το φινάλε, σε έναν ιδανικό (κινηματογραφικό) κόσμο η «Επιβίωση της Ευγένειας» θα ήταν μια προκλητική ελεγεία κι ένας απαραίτητος στοχασμός για τους χαλεπούς καιρούς μας. Ο κανιβαλιστικός κόσμος που μας έλαχε όμως, απέχει παρασάγγας απ' το ιδανικό, κι αυτό ακριβώς είναι το θέμα για τον σκηνοθέτη.