Poor Things
Poor Things
Εκθαμβωτικό παραμύθι, φεμινιστική εξτραβαγκάντζα, γοτθική φαντασία, «πειραγμένη» ιστορία ενηλικίωσης, κωμωδία του παραλόγου, σεξουαλική φάρσα: η καινούργια ταινία του Γιώργου Λάνθιμου είναι ένας παράδεισος του αλλόκοτου και του εξεζητημένου ο οποίος τιμήθηκε με Χρυσό Λιοντάρι στο πρόσφατο Φεστιβάλ Βενετίας και ετοιμάζεται να συγκεντρώσει πολλές υποψηφιότητες στα προσεχή Όσκαρ. Προβάλλεται στις αίθουσες από την 1η Ιανουαρίου.
Εδώ και δύο περίπου δεκαετίες, ο Γιώργος Λάνθιμος έχει κατορθώσει να ορθώσει έναν απρόσμενο κινηματογραφικό κόσμο μέσω της παραβολής και της παρομοίωσης. Επιδιώκοντας πάντα κάτι διαφορετικό και πιο ευρύ σε θεματική και φόρμα, ο σκηνοθέτης βρίσκει εκλεκτικές συγγένειες με σενάρια και ιστορίες που σκαρφίζονται διεστραμμένες εκδοχές της πραγματικότητας προκειμένου μέσα από αυτές να την αποδομούν και να την επαναπροσδιορίζουν. Στο «Poor Things», και στη δεύτερη συνεργασία του με τον (συν) σεναριογράφο της «Ευνοούμενης», Τόνι ΜακΝαμάρα, ο Λάνθιμος χρησιμοποιεί το όχημα ενός σουρεαλιστικού παραμυθιού προκειμένου να επιδοθεί σε μια παιχνιδιάρικη και πικάντικη αλληγορία για το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και τη χειραφέτηση, την αναφαίρετη αξίωση του ανθρώπου επάνω στο σώμα και τα ένστικτά του, τον κοινωνικό και ιδιωτικό αυτοπροσδιορισμό που διαλέγει καθένας.
Παρά το γεγονός ότι αυτή τη φορά απολαμβάνει της στήριξης ενός χολιγουντιανού στούντιο, ο Λάνθιμος παραμένει αμετακίνητος στις ιδιορρυθμίες του, ίσως και ακόμη πιο αλλόκοτος. Έτσι μόνο μπορούσε εντούτοις να μεταφράσει τις μεταμοντέρνες σελίδες του Σκωτσέζου συγγραφέα Άλασντερ Γκρέι, στο βιβλίο του οποίου βασίζεται με αρκετές αποκλίσεις και σχετική πιστότητα η ταινία (το μυθιστόρημα κυκλοφορεί στα ελληνικά με τον τίτλο «Χαμένα Κορμιά» από τις εκδόσεις Νεφέλη). Επηρεασμένη εξίσου από τον «Φρανκενστάιν» της Μέρι Σέλεϊ και τον «Καντίντ» του Βολταίρου, κυρίως στο εύρημα του καλοκάγαθου ήρωα που βιώνει και φιλτράρει τα πάντα μέσα από την αθώα ματιά του, η παράδοξη ιστορία της Μπέλα Μπάξτερ ξεκινά στο βικτωριανό Λονδίνο του 19ου αιώνα και πάνω σε ένα χειρουργικό τραπέζι. Εκεί όπου, χάρη σε έναν δεινό επιστήμονα και μετέπειτα κηδεμόνα της, το νεκρό της σώμα ξαναζωντανεύει και επανασυστήνεται, αρχικά σαν ένα αγρίμι με ενήλικο παρουσιαστικό και εγκέφαλο νηπίου και αργότερα σαν μια γυναίκα που χρησιμοποιεί την ακούραστη λίμπιντο και τις ακόρεστες ορμές της ως πυξίδα για να γνωρίσει τον κόσμο (και ταυτόχρονα τον εαυτό της).
Άνισο, σε σημεία μπουφόνικο και χωρίς να ξέρει πότε είναι η σωστή στιγμή για να βάλει τελεία. Ωστόσο παραμένει από το πρώτο ως το τελευταίο του λεπτό ένα μυστηριώδες και εντυπωσιακό αντικείμενο
Καθώς η πρωτόγονη Μπέλα έχει τη δυνατότητα να αναπτύσσεται τάχιστα, τόσο φυσικά όσο και νοητικά, με κάθε νέα συναναστροφή της, σε κάθε καινούργιο τόπο που καταλήγει, με κάθε συνουσία, το παιδικό μυαλό της ωριμάζει, η συνείδησή της χτίζεται και η αντίληψή της αποκρυσταλλώνεται. Η ερωτική πράξη γίνεται μυητική διαδικασία και μορφή εξουσίας, μια κίνηση επαναστατική και απελευθερωτική. Και η οδύσσεια της Μπέλα από μακάβριο πείραμα ενός παράφρονα Δημιουργού και Πατέρα, άβουλο πλάσμα και ανήμπορο χωρίς τα αντρικά χέρια, τη μετατρέπει σε ένα φιλοσοφημένο και ελεύθερο ον, ικανό να πάρει τη ζωή στα δικά του πλέον χέρια.
Όπως γίνεται σαφές από τις παραπάνω γραμμές, το «Poor Things» έχει λαμπρό φεμινιστικό πρόσημο και με βλέμμα ξεκάθαρα στραμμένο στο παρόν. Αυτό για το οποίο οι παραπάνω γραμμές δεν μπορούν καθόλου να υποψιάσουν είναι για τον εξωπραγματικό εικονογραφικό διάκοσμο του φιλμ, ένα μπαρόκ και γκροτέσκο κράμα από στοιχεία επιστημονικής φαντασίας, φάρσας, ταινίας εποχής και πειραγμένου μπουρλέσκ που τροφοδοτεί αλλεπάλληλα το κοινό (και τον αμφιβληστροειδή) με ζωηρά ερεθίσματα.
Ο Λάνθιμος χρησιμοποιεί την πρόφαση ενός σουρεαλιστικού παραμυθιού προκειμένου να επιδοθεί σε μια παιχνιδιάρικη και πικάντικη αλληγορία για το δικαίωμα του ανθρώπου επάνω στο σώμα και τα ένστικτά του
Στο όνομα του γκροτέσκου, ωστόσο, πολλά μπορούν να συμβούν. Και όσο ασταμάτητα ελκυστική είναι στο σύνολο της η ταινία, προσεγμένη στην κάθε της εκκεντρική λεπτομέρεια και με μια εκπληκτική δουλειά στον τομέα των σκηνικών και των κοστουμιών, μοιάζει λίγο συζητήσιμη η στιλιστική της υπερφόρτωση. Ασπρόμαυρη και έγχρωμη φωτογραφία, ψηφιακά εφέ και ντεκόρ βγαλμένα θαρρείς από κάποια μεγαλειώδη ζαχαρωτή ονείρωξη, γωνίες λήψης παράξενες και ευμετάβλητες, φακοί που αλλάζουν διαρκώς (φέρνοντας στο μυαλό τις ξέφρενες δημιουργίες των τσεχικής κινηματογραφίας των sixties). Όμως τι μας αφήνει να μαντέψουμε όλο αυτό; Έναν υπερβάλλοντα εικαστικό ζήλο από μέρους του σκηνοθέτη; Μια επιθυμία του να γίνεται ολοένα και πιο παράξενος στο όνομα του παράξενου; Μια αδυναμία να βάλει σε μέθοδο και τάξη τα θαυμαστά εργαλεία του; Ή απλούστατα έναν δημιουργό ο οποίος μεθά με τις απολαυστικές αναθυμιάσεις της ίδιας του της ταινίας;
Ευτυχώς που σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, ο Λάνθιμος υιοθετεί ένα σκανδαλιάρικο και φαντασμαγορικό ύφος που απομακρύνει όσο το δυνατόν πιο μακριά από το ρεαλιστικό, διατηρεί αμείωτο το στοιχείο της τρέλας και του αιφνιδιασμού και υπηρετεί ένα εκθαμβωτικό σινεμά που προορίζεται μόνο για μεγάλες οθόνες. Στις δυόμισι περίπου ώρες που διαρκεί, το «Poor Things» είναι άνισο, σε σημεία μπουφόνικο και σίγουρα δεν ξέρει πότε είναι η σωστή στιγμή για να βάλει τελεία. Ωστόσο παραμένει από το πρώτο ως το τελευταίο του λεπτό ένα μυστηριώδες και εντυπωσιακό αντικείμενο, ένα ευφορικό και πονηρό παιχνίδι με αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια και πρωταθλήτριά του την Έμμα Στόουν, εδώ στην πιο θαρραλέα και απαιτητική ερμηνεία της μέχρι τώρα καριέρας της.
Η ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες από 1 Ιανουαρίου 2024.