Μικρή Μαμά
Petite Maman
Έπειτα από το αριστουργηματικό «Πορτραίτο Μιας Γυναίκας που Φλέγεται», η Σελίν Σιαμά επιστρέφει με ένα ανυποχώρητα εγκάρδιο φιλμ πάνω στην παιδική ματιά που πρωτοαντικρίζει το φάσμα της απώλειας.
Ο προ διετίας θρίαμβος του «Πορτραίτου Μιας Γυναίκας που Φλέγεται», κινηματογραφικός και φεμινιστικός συνάμα, καθιέρωσε τη Σελίν Σιαμά στην κατηγορία των σημαντικότερων Ευρωπαίων δημιουργών που εμφανίστηκαν στο προσκήνιο την τελευταία 20ετία. Το νέο βήμα στη φιλμογραφία της με τίτλο «Μικρή Μαμά» που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στην θερινή ελέω πανδημίας Μπερλινάλε και πρωτοσυστήθηκε στο ελληνικό κοινό στις 27ες Νύχτες Πρεμιέρας, μοιάζει εκ πρώτης αρκετά πιο μαζεμένο αν συγκριθεί με την πληθωρικότητα της αμέσως προηγούμενης ταινίας της. Μια αίσθηση ωστόσο που ανατρέπει άρδην τούτο το αφοπλιστικά τρυφερό φιλμ. Πολύ απλά επειδή η Γαλλίδα δημιουργός κάνει και εδώ θαύματα, με μια σεναριακή ιδέα απλή αλλά τέλεια ραφιναρισμένη και μετρημένα υλικά, σερβιρισμένα στον σφιχτοδεμένο χρόνο των 72 λεπτών.
Στη «Μικρή Μαμά» («Petite Maman» ο πρωτότυπος τίτλος), η οκτάχρονη Νελί που έχει μόλις χάσει την αγαπημένη της γιαγιά, πηγαίνει με τους γονείς της στο πατρικό της μαμάς προκειμένου να το αδειάσουν. Σύντομα, η τελευταία αναχωρεί απροειδοποίητα και η μικρή μένει πίσω με τον μπαμπά. Καθώς περιπλανιέται στο δάσος όπου κάποτε έπαιζε η μητέρα της, συναντά τη Μαριόν, ένα συνομήλικο κορίτσι με το οποίο γίνονται αμέσως φίλες. Τα πολλά κοινά που μοιράζονται η Μαριόν και η Νελί - συμπεριλαμβανομένης της εμφάνισης - προκαλούν ασφαλώς απορίες, οι οποίες ωστόσο περισσότερο απασχολούν το θεατή παρά τα ίδια τα κοριτσάκια. Η αλήθεια είναι άλλωστε πως όταν τα πρωτοβλέπουμε να συναντιούνται, το σκάλωμα είναι δεδομένο (στους ρόλους οι δίδυμες Ζοζεφίν και Γκαμπριέλ Σανζ), αφ’ ης στιγμής μάλιστα δε δείχνουν το παραμικρό σάστισμα μπροστά στο καθρέφτισμα της πραγματικότητάς τους.
Ο μαγικός ρεαλισμός αναλαμβάνει ρόλο εξισορροπιστή μεταξύ των αγωνιωδών ερωτηματικών και της ανεμελιάς που συγκατοικούν στην παιδική ιδιοσυγκρασία
Πάντως, ακόμα κι αν όλα στην αρχή μοιάζουν με φιλμ μυστηρίου που αναμιγνύει τον διαλεκτικό σουρεαλισμό του Τσάρλι Κάουφμαν με το κλασικό εύρημα του σωσία, η Σιαμά γρήγορα αποσαφηνίζει ότι αυτό που την απασχολεί εδώ είναι η συνθήκη της παιδικότητας απέναντι στη ζωή και τις ματαιώσεις της. Μία προβληματική που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επανέρχεται τακτικά στη φιλμογραφία της, από το ντεμπούτο της στο «Water Lilies» (2007) και το «Tomboy» (2011) μέχρι το «Girlhood» (2014). Με την επισήμανση πως η «Μικρή Μαμά» είναι για τη Σιαμά μια πολύ πιο προσωπική υπόθεση, όπως μας εξηγεί η ίδια.
Η εσάνς μυστηρίου γύρω από το τι είναι αυτό το ασυνήθιστα οικείο που η Νελί έχει συναντήσει στο δάσος καθώς διαπραγματεύεται τον θάνατο της γιαγιάς αλλά και την αναπάντεχη απουσία της μητέρας, δεν είναι παρά η κερκόπορτα μέσω της οποίας ο μαγικός ρεαλισμός θα τρυπώσει στην υπόθεση, προκειμένου να αναλάβει ρόλο εξισορροπιστή μεταξύ των αγωνιωδών ερωτηματικών και της ανεμελιάς που συγκατοικούν στην παιδική ιδιοσυγκρασία. Στη Νελί άλλωστε συνυπάρχουν ανά πάσα στιγμή οι εμμέσως εκπεφρασμένες ανησυχίες «αν (θα) την αγαπά η μαμά» και «αν θα επιστρέψει», με την ελαφρότητα της ατέρμονης εξερεύνησης που ανατροφοδοτεί την περιέργεια κάθε παιδιού. Και που ταυτόχρονα το ανατρέφει.
Η Σιαμά φτιάχνει ένα φιλμ-καταφύγιο για όλα τα παιδιά. Ιδίως εκείνα που έχουν περάσει προ πολλού το κατώφλι της ενηλικίωσης
Στην υποδειγματική διαχείριση από πλευράς Σιαμά των δύο μικρών πρωταγωνιστριών που γεμίζουν ανεπιτήδευτη γλύκα το φιλμ, τη μετρημένη χρήση των συμβολισμών και την πυκνότητα της αφήγησης, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε το καίριας ευστοχίας διαλογικό μέρος που ανά στιγμές εγκολπώνει όλη την ψυχή του ιστορίας. Όπως εκεί όπου η μαμά ανακαλεί μια παιδική ανάμνηση αλλά σπεύδει να την προσπεράσει ως «παιδιάστικη», για να έρθει η αποστομωτική απάντηση της κόρης της: «είμαι παιδί, με ενδιαφέρει, πες μου». Ή εκεί όπου η Νελί θα δει επιτέλους τις άγουρες ενοχές της να καταλαγιάζουν, ακούγοντας τη μητέρα της να τη διαβεβαιώνει πως «δεν εφηύρες εσύ τη λύπη μου».
Για να το πούμε διαφορετικά, αυτό που φτιάχνει εδώ η Σιαμά είναι ένα φιλμ-καταφύγιο, ταπεινό, γνώριμο όσο κάθε τι οικουμενικό, αυθεντικά ανάλαφρο όσο οτιδήποτε επουλωτικό. Όπως εκείνο το δεντρόσπιτο που συναντά η Νελί στο δάσος, ή σαν ένα σύντομο παραμύθι η ιστορία του οποίου κυκλώνει τέλεια. Εναλλακτικά, είναι ένα σημείο συνάντησης που προσκαλεί γύρω του όλα τα παιδιά. Ιδίως εκείνα που έχουν περάσει προ πολλού το κατώφλι της ενηλικίωσης.