Σελήνη, 66 Ερωτήσεις
Moon, 66 Questions
Με ένα επιτυχημένο σκηνοθετικό ντεμπούτο στις μεγάλου μήκους ταινίες που έλαμψε αρχικά στο περσινό Φεστιβάλ Βερολίνου, η πολυβραβευμένη στις Νύχτες Πρεμιέρας, Ζακλίν Λέντζου, επιβεβαιώνει ότι είναι μία από τις πιο ανήσυχες και ελπιδοφόρες φωνές στο ελληνικό σινεμά του καιρού μας.
Το μεγάλου μήκους ντεμπούτο της Ζακλίν Λέντζου είναι, όπως ο υπότιτλος επισημαίνει, μία ταινία «για την αγάπη, την κίνηση, τη ροή και την έλλειψη αυτών». Ο τίτλος της, «Σελήνη, 66 Ερωτήσεις», εμπεριέχει υπαινικτικά το κενό επικοινωνίας που η ηρωίδα και ο άρρωστος πατέρας της καλούνται να καλύψουν εδώ. Όσο για την ψυχή της, αποτελεί φυσική εξέλιξη των εκλεκτών συστατικών που συνέθεσαν τις μικρού μήκους αφηγήσεις της δημιουργού μέχρις εδώ.
Στη «Σελήνη, 66 Ερωτήσεις», η Άρτεμις (Σοφία Κόκκαλη) αναγκάζεται να επιστρέψει στην Αθήνα για να φροντίσει τον πατέρα της (Λάζαρος Γεωργακόπουλος). Τα χρόνια αποξένωσης που έχουν μεσολαβήσει τη φέρνουν αντιμέτωπη με έναν επί της ουσίας άγνωστο. Τα θραύσματα των αναμνήσεων είναι ωστόσο εκεί, φαινομενικά καθηλωμένα, κατ’ αναλογία με την κατάσταση στην οποία περιέρχεται σταδιακά ο Πάρης. Όμως ένα καθοριστικό μυστικό από το παρελθόν του τελευταίου ίσως αποτελεί την απάντηση στις ερωτήσεις που η κόρη του δεν του απηύθυνε ποτέ.
Έπειτα από την «Αλεπού» (Βραβείο στο Φεστιβάλ Λοκάρνο), το «Hiwa» που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του Athens Film Lab των Νυχτών Πρεμιέρας και έφτασε ως το Φεστιβάλ Βερολίνου, τον «Έκτορα Μαλό: Η Τελευταία Μέρα της Χρονιάς» (Βραβείο στην Εβδομάδα Κριτικής των Καννών) και «Το Τέλος του Πόνου (Μία Πρόταση)» (Χρυσή Αθηνά Μικρού Μήκους στις 26ες Νύχτες Πρεμιέρας), η Λέντζου επιχειρεί το πέρασμα στο μεγάλου μήκους έχοντας ήδη εδραιώσει μια ιμπρεσιονιστική αφηγηματική παλέτα, η οποία περιστρέφεται γύρω από οικογενειακές σχέσεις με κολλημένα τα γρανάζια, από χαρακτήρες υπαρξιακά τσιμεντωμένους, από ιστορίες όπου ο πόνος και η απώλεια εγγράφονται στο πραγματικό δίχως να υπογράφουν και το τέλος της αφήγησης.
Μεστό δράμα, ικανό να ανταμείψει ένα κοινό διατεθειμένο να αφουγκραστεί το βάρος μιας ιστορίας με μπόλικη συναισθηματική απομόνωση
Ταυτόχρονα, τα σενάριά της συχνά εστιάζουν σε καταστάσεις όπου το παρελθόν αρθρώνει λόγο ακόμα και όταν τα λόγια εκλείπουν, ή σε συνθήκες όπου το σύμπαν, αν και αδιάφορο για τα ανθρώπινα, δηλώνει εξ αντανακλάσεως παρών μέσω της ανθρωποκεντρικής υποκειμενικότητας.
Για να μετουσιωθούν τα παραπάνω σε ένα μεστό δράμα, ικανό να ανταμείψει ένα κοινό διατεθειμένο να αφουγκραστεί το βάρος μιας ιστορίας με μπόλικη συναισθηματική απομόνωση και ματαίωση, η Λέντζου έχει σε πρώτο πλάνο τη χαρισματική Κόκκαλη, στο πρόσωπο της οποίας έχει βρει την απόλυτα αξιόπιστη και εύπλαστη πρωταγωνίστρια που η ταινία έχει τόσο ανάγκη.
Ακολούθως καθοριστική αποδεικνύεται έπειτα η ευχέρεια του Γεωργακόπουλου να προσδώσει λιτότητα και ακρίβεια στον πολλαπλώς απαιτητικό ρόλο του πατέρα. Οι δυο τους συναντιούνται στο μέσο ενός σεναριακού ευρήματος καίριας συμβολικής σημασίας, κατά το οποίο ο Πάρης κλειδώνει σταδιακά ως σώμα και ως λόγος απέναντι στην κόρη του εξαιτίας της πάθησής του, μιας πάθησης που αποδεικνύεται εξίσου εκφυλιστική για τον ίδιο όσο εκφυλιστικό είναι και το μυστικό του ως προς τη σχέση με την κόρη του. Κάπου εδώ, η χρονικά περιορισμένη παρουσία του Νικήτα Τσακίρογλου αρκεί για να υπογραμμίσει διακριτικά τη σημασία του.
Στο συχνά δυσβάσταχτο μομέντουμ της ταινίας, μια σειρά από ανάλαφρες σφήνες φροντίζουν να δώσουν τις απαραίτητες ανάσες. Τέτοιες είναι οι βίντεο-αναμνήσεις με το voice over της έφηβης Αρτέμιδας, κάποιες στιγμές καλοκαιρινής ξεγνοιασιάς που η τελευταία προσπαθεί να μοιραστεί με φίλους στον κήπο του πατρικού της, ή η σκηνή όπου ο Πάρης και η κόρη του μοιράζονται παγωτό και γέλιο.
αν και σαφώς οριοθετημένη σε τροχιά δράματος, η «Σελήνη, 66 Ερωτήσεις» εμφανίζει μια όχι αμελητέα ταλάντωση σε τόνο και ύφος
Άλλωστε, αν και σαφώς οριοθετημένη σε τροχιά δράματος, η «Σελήνη, 66 Ερωτήσεις» εμφανίζει μια όχι αμελητέα ταλάντωση σε τόνο και ύφος. Κάτι που γίνεται εμφανές π.χ. στη σκηνή όπου η Άρτεμις κάνει μανούβρες στο γκαράζ όπως το θηρίο στο κλουβί, ή σε εκείνη τη γλαφυρά κωμική με τα ροδάκινα που γεννά απορίες αν αποτελεί κλείσιμο ματιού στο «Να με Φωνάζεις με το Όνομά σου». Για να μην λησμονήσουμε άλλες, ίσως ακόμα περισσότερο οριακές, όπως αυτή του τσακωμού μεταξύ της πρωταγωνίστριας και της άφαντης στην υπόλοιπη ταινία μητέρας της.
Επιπροσθέτως, από τις ευρύτερες προθέσεις της Λέντζου φαίνεται να μη λείπει και ένας έμμεσος διάλογος με το ελληνικό σινεμά των τελευταίων ετών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη λανθιμικών επιρροών σκηνή κατά την οποία η παρέα της ηρωίδας παίζει στο γρασίδι όπως τα παιδιά του «Κυνόδοντα».
Μιλώντας πιο πάνω για τροχιά και με αφορμή την αναφορά της Σελήνης στον τίτλο, δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η κάμερα περιστρέφεται γύρω από την ηρωίδα προσιδιάζοντας σε δορυφόρο, ενώ αλλού φροντίζει να απομονώνει οπτικά τόσο εκείνη όσο και τον συμπρωταγωνιστή της. Μια επιλογή που ενδεχομένως να παραπέμπει στο φαινόμενο της έκλειψης.
Ανεξάρτητα πάντως από δικές μας σκέψεις και απόπειρες ερμηνείας, έχει σημασία να σημειώσουμε πως σύμφωνα με την ίδια τη σκηνοθέτιδα, η ιδέα για την ταινία προέκυψε από ένα λογοπαίγνιο του Λακάν, το «hysteria historia», μέσα από το οποίο ο μεγάλος αναθεωρητικός της ψυχανάλυσης εννοούσε ότι για να καταλάβει κανείς την υστερία του πρέπει οπωσδήποτε να ανατρέξει στο παρελθόν του.
Από τις ευρύτερες προθέσεις φαίνεται να μη λείπει και ένας έμμεσος διάλογος με το ελληνικό σινεμά των τελευταίων ετών
Για τις δικές της απαντήσεις, η ηρωίδα της «Σελήνης» ανακαλεί νοερά βιντεοσκοπημένα κειμήλια τραβηγμένα στην εφηβεία της. Οι σκόρπιες VHS αναμνήσεις, γίνονται μαζί με λιγοστές κάρτες Ταρώ, ένα ρευστό κολάζ από βινιέτες, από θραύσματα μιας σχέσης που περιμένει να επαναμορφοποιηθεί.
Η Λέντζου αποτυπώνει υπομονετικά αυτές τις τροχιές της Αρτέμιδας και του Πάρη, εμπιστευόμενη μία διαισθητικού τύπου οπτική ψηλάφηση που φαίνεται και στο τελικό μοντάζ, με το αποτέλεσμα να την δικαιώνει ξεκάθαρα. Φτάνοντας μέχρι αυτό το αφοπλιστικά όμορφο φινάλε που τα λέει όλα, λέγοντας τα απολύτως απαραίτητα. «Words Don’t Come Easy» άλλωστε, που λέει και το τραγούδι του Φ.Ρ. Ντέιβιντ με το οποίο κλείνει η ταινία.
Και όπως τα λόγια δεν είναι ο μόνος δρόμος για μια σχέση να βρει τον τρόπο να ανακαλυφθεί εκ νέου, αντίστοιχα δεν είναι και η βασιλική οδός για καλό σινεμά. Και η Λέντζου εδώ, παρέα με τους σταθερούς συνεργάτες της, από την αγαπημένη της πλέον πρωταγωνίστρια Σοφία Κόκκαλη, μέχρι τον διευθυντή φωτογραφίας Κωνσταντίνο Κουκουλιό, τη μοντέζ Σμαρώ Παπαευαγγέλου και την παραγωγό της Φένια Κοσοβίτσα, κάνουν πραγματικά καλό σινεμά.