Μάρτιν Ίντεν
Martin Eden
Το ομώνυμο βιβλίο του Τζακ Λόντον μεταφέρεται στον ιταλικό νότο λαμβάνοντας τη μορφή πολιτικού σχολίου για την ιστορική διαδρομή της Ιταλίας μέσα στον 20ο αιώνα, σε ένα αξιοπρόσεκτο κοινωνικό δράμα που πρωτοείδαμε στις Νύχτες Πρεμιέρας και ξεχωρίζει πρωτίστως για την βραβευμένη στο Φεστιβάλ Βενετίας πρωταγωνιστική ερμηνεία του Λούκα Μαρινέλι.
Κάπου στα μέσα του ιταλικού 20ου αιώνα, ο Μάρτιν Ίντεν (Λούκα Μαρινέλι), ένας νεαρός αγράμματος ναύτης από τη Νάπολη, βρίσκει τον έρωτα στο πρόσωπο της μεγαλοαστής Έλενα (Τζέσικα Κρέσι). Η οικογένεια της κοπέλας δεν τον δέχεται, όμως εκείνος, ορμώμενος από τα συναισθήματά του για εκείνη, θέτει ως στόχο ζωής να μορφωθεί και να γίνει φτασμένος συγγραφέας. Όταν όμως η φήμη και η καταξίωση έρχονται, ο έρωτας δεν είναι πια εκεί. Ούτε τα πύρηνα σοσιαλιστικά ιδεώδη με τα οποία ο αυτοδίδακτος συγγραφέας γαλουχήθηκε.
Στη δεύτερη ταινία μυθοπλασίας της καριέρας του, ο Πιέτρο Μαρσέλο διασκευάζει το ομώνυμο βιβλίο του Τζακ Λόντον, «Μάρτιν Ίντεν», μεταφέροντάς το από το Όκλαντ των αρχών του 20ου αιώνα στην πολιτικά φορτισμένη Νάπολη λίγες δεκαετίες αργότερα. Το αξιοπρόσεκτο κοινωνικό δράμα που πρωτοείδαμε στις Νύχτες Πρεμιέρας το 2019, χρωστά μεγάλο μέρος της καλής φήμης του στον Λούκα Μαρινέλι, ο οποίος τιμήθηκε για την κατά γενική ομολογία εξαιρετική του παρουσία με το βραβείο ανδρικής ερμηνείας στο Φεστιβάλ Βενετίας. Όσο καταλυτική κι αν είναι ωστόσο η ερμηνεία του ανερχόμενου Ιταλού ηθοποιού (τον είχαμε δει και στο «The Old Guard» του Netflix πλάι στη Σαρλίζ Θερόν) που υποδύεται τον παμφτωχό αλλά φανατικά στοχοπροσηλωμένο ήρωα, η επιτυχία του εγχειρήματος δεν περιορίζεται αναγκαστικά εκεί.
Το κερδισμένο στοίχημα στην πειραγμένη μεταφορά του «Μάρτιν Ίντεν» ξεκινά από μία λεπτή σύνδεση που βρίσκει ο Ιταλός σκηνοθέτης με τον Αμερικανό συγγραφέα. Ο ημι-αυτοβιογραφικός χαρακτήρας του κλασικού μυθιστορήματος του σοσιαλιστή Λόντον έρχεται να κουμπώσει με τις καταβολές του Μαρσέλο ο οποίος, ως γέννημα-θρέμμα του ιταλικού νότου και περισσότερο γνωστός για τα ντοκιμαντέρ του, επαναδιατυπώνει την πορεία του «Μάρτιν Ίντεν» ως μια επισκοπικού τύπου ματιά πάνω στην σύγχρονη Ιστορία της χώρας του, με έμφαση στις ταξικές αντι(παρα)θέσεις και την πορεία του σοσιαλιστικού κινήματος σε μία Ιταλία που γνώρισε τρικυμιώδεις εναλλαγές κατά τον λεγόμενο «αιώνα των μαζών».
Η επιλογή να γυριστεί το «Μάρτιν Ίντεν» σε 16άρι φιλμ οδηγεί σε ένα εντυπωσιακό οπτικό αποτέλεσμα που παίζει με την ούτως ή άλλως ρευστή χρονική τοποθέτηση της πλοκής
Έπειτα, η επιλογή να γυριστεί το «Μάρτιν Ίντεν» σε 16άρι φιλμ οδηγεί σε ένα εντυπωσιακό οπτικό αποτέλεσμα που παίζει με την ούτως ή άλλως ρευστή χρονική τοποθέτηση της πλοκής, ένα παιχνίδι στο οποίο έρχεται να συνδράμει και η μουσική επένδυση που περιλαμβάνει από Σεμπάστιαν Μπαχ μέχρι ποπ νότες. Ταυτόχρονα, οι διάφορες σφήνες που ο Μαρσέλο τοποθετεί στο σώμα της ταινίας και περιλαμβάνουν από επιχρωματισμένες σκηνές και πλάνα αρχείου, μέχρι ντοκουμέντα από την εποχή του βωβού και πρωτότυπο υλικό που έχει πειραχτεί κατάλληλα ώστε να δίνει την αίσθηση του αρχειακού, συνθέτουν ένα αμάλγαμα εικόνων που συμπτύσσουν εννοιολογικά το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου εκτυλίσσεται η υπόθεση. Για να το πούμε λίγο πιο απλά, το «Μάρτιν Ίντεν» μοιάζει με φιλμ που γυρίστηκε στα 70s, διαδραματίζεται κάπου ανάμεσα στα 50s και τα 60s, η πραγματικότητά του αναμειγνύεται ωστόσο και με την προπολεμική Ιταλία, ενώ από πλευράς αισθητικής επιδιώκει μία πρόσμιξη νεορεαλιστικών στοιχείων με δάνεια από το γαλλικό Νέο Κύμα και το ιταλικό σινεμά του ‘70.
Την αισθητική υπεροπλία της ταινίας του Μαρσέλο έρχονται να μετριάσουν πάντως δευτερεύοντες χαρακτήρες δίχως ιδιαίτερο βάθος, η στερεοτυπία στην απεικόνιση της πολιτικά ασταθούς ιταλικής πραγματικότητας και ένα δεύτερο μέρος που μοιάζει λιγότερο στιβαρό σε σύγκριση με το πρώτο. Όσο για την ίδια την πορεία του Ίντεν, αυτή περιλαμβάνει ένα τραγικής υφής ρομάντζο, καθώς επίσης μία στυφή προσωπική επιτυχία που τον οδηγεί σε σύγκρουση με τα πρότερα πιστεύω του, και την ίδια την ταινία σε ένα πολιτικό σχόλιο πάνω στην προδιαγεγραμμένη έκπτωση της ιδεολογίας.
Πάνω σε αυτή τη διαδρομή ωστόσο είναι που ο Λούκα Μαρινέλι εκρήγνυται αποφασιστικά και με όλο του το πάθος στην οθόνη, υποδυόμενος μοναδικά έναν χαρακτήρα που δηλητηριάζεται από τον κυνισμό του ατομικισμού καθώς παίρνει αυτό που θέλει (την κοινωνική αναγνώριση και ανέλιξη μέσω της αυτοδίδακτης συγγραφικής του δυναμικής) αλλά όχι αυτό που έχει πραγματικά ανάγκη, πριν στρέψει εαυτόν συμβόλικά προς τα εκεί όπου ανέκαθεν πάσχιζε να ξεφύγει. Για αυτή και μόνο την ερμηνεία, το φιλμ του Μαρσέλο θα είχε λόγο ύπαρξης, αλλά ευτυχώς έχει αρκετά περισσότερα να προσφέρει πέρα από έναν εξαιρετικό Μαρινέλι.