Ιστορία Γάμου
Marriage Story
Σκηνές από ένα διαζύγιο, ενδελεχής καταγραφή μιας επίπονης διαδικασίας αλλά και αντικρουόμενο στήσιμο των δύο κεντρικών χαρακτήρων που αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στα συναισθήματα και τον κυνισμό.
Συμπληρώνοντας περίπου 25 χρόνια καριέρας με έναν σημαντικό αριθμό ταινιών μέσα σε αυτά - δέκα στο σύνολο - ο Νεοϋορκέζος Νόα Μπάουμπακ συνεχίζει όπως ξεκίνησε, κάνοντας ταινίες για τις οποίες αντλεί έμπνευση από την προσωπική του ζωή. Χωρίς αυτή να είναι κάτι το συναρπαστικό, όπως αυτό εννοούν συνήθως τα κινηματογραφικά στούντιο στήνοντας παραγωγές βασισμένες σε αληθινές ιστορίες που μοιάζουν αδιανόητες, ο Μπάουμπακ μοιράζεται τις εμπειρίες του μιλώντας για ένα σύνολο προβληματισμών από νεανικά άγχη ως τη ζωή στα 40 και την πολυπλοκότητα των σχέσεων.
Αυτό που καταφέρνει πάντα καλά είναι να μη νιώθει ποτέ ένας θεατής πως παρακολουθεί από την κλειδαρότρυπα τη ζωή ενός ανθρώπου. Τα αληθινά περιστατικά από τα οποία εμπνέεται, μετατρέπονται πάντα σε ολοκληρωμένα κινηματογραφικά σενάρια που προσπαθούν να καταγράψουν την ουσία, την ανάλυση μιας συγκεκριμένης κατάστασης στη ζωή ενός ανθρώπου και τη στάση του απέναντι σε κομβικές αλλαγές. Μία από αυτές είναι το διαζύγιο, με το οποίο ο σκηνοθέτης έχει ξανασχοληθεί το 2005 με το «The Squid and the Whale» βλέποντάς το από τη σκοπιά των δύο παιδιών μιας οικογένειας που χωρίζει στο Μπρούκλιν της δεκαετίας του ‘80, με πολλές αναφορές στο διαζύγιο των δικών του γονιών την ίδια περίοδο.
Σήμερα επιστρέφει στο θέμα αναλύοντας την οπτική των δύο αντιμαχόμενων πλευρών - όπως δηλαδή μετατρέπει τα μέλη ενός ζευγαριού περιγράφοντας τη σταδιακή αποκτήνωσή τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που έχει ως λάφυρο τον μικρό γιο τους. Με ματιές στο δικό του διαζύγιο με τη Τζένιφερ Τζέισον Λι στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας, ο Μπάουμπακ δίνει την αίσθηση πως διακατέχεται ακόμη από αισθήματα ενοχής τα οποία προσπαθεί να ξορκίσει μέσα από την εξέλιξη της ταινίας. Χρησιμοποιεί δύο από τους γνωστότερους ηθοποιούς της γενιάς τους, τους Άνταμ Ντράιβερ και Σκάρλετ Γιοχάνσον, οι οποίοι στηρίζουν με θέρμη και πειθαρχία τους χαρακτήρες τους, οι οποίοι ξεκινούν από τη λογική ενός πολιτισμένου διαζυγίου για να αφεθούν στη συνέχεια στην ενστικτώδη επιθετικότητα.
Χωρίς να είναι κάποιος από τους δύο χαρακτήρες δακτυλοδεικτούμενος ως κύριος φταίχτης, ο σκηνοθέτης εκφράζει την προαναφερόμενη ενοχικότητα παρουσιάζοντας τον χαρακτήρα του Ντράιβερ ως μια προσωπικότητα που προσπάθησε να καταπιεί την ηρωίδα της Γιοχάνσον, που μεγαλωμένη στο Λος Άντζελες και μέσα στη show business θαμπώνεται από το δημιουργικό ταλέντο του και αποφασίζει να τον ακολουθήσει στις πειραματικές του θεατρικές παραστάσεις στη Νέα Υόρκη. Μέσα από αυτή τη σκοπιά αναδεικνύει εκατέρωθεν λάθη και κυρίως τονίζει την απουσία της αντικειμενικής αλήθειας, καθώς οι σκέψεις και οι αναμνήσεις των δύο διαφέρουν αρκετά. Οι δυο πλευρές της ιστορίας γίνονται όπλα αδίστακτων, αλλά και πολύ στερεοτυπικά φτιαγμένων, δικηγόρων (Λόρα Ντερν, Ρέι Λιότα) που ωθούν τους πελάτες στα άκρα και κάνουν αστειάκια μεταξύ τους στο παρασκήνιο για τη δική τους άνετη ζωή, πληρωμένη από τη δυστυχία των άλλων.
Είναι εμφανές από την αρχή πως ο Μπάουμπακ προσπαθεί να αποφύγει το μελόδραμα κάτι που θεωρητικά θα αποτελούσε την αρετή της ταινίας του αλλά στην πράξη γίνεται το βασικό πρόβλημα στην εξέλιξη της ιστορίας. Προσθέτει περιστατικά ως comic relief που δε λειτουργούν, εξωτερικεύει την εσωτερική ένταση ουσιαστικά σε μια μόλις μακροσκελή σκηνή στην οποία οι ήρωές του πιάνουν πάτο, ενώ πριν φτάσει εκεί έχει μια επιλεκτική λογική σύμφωνα με την οποία οι ήρωές του κατά βάθος δε θέλουν να κάνουν τίποτα από όσα κάνουν, αλλά πέφτουν θύματα συγκυριών. Για παράδειγμα, η κατα τ’ άλλα ισχυρή προσωπικότητα της ηρωίδας που υποδύεται η Γιοχάνσον ξεχνιέται όταν αυτή συναντά τη δικηγόρο της και από εκεί και έπειτα γίνεται πιόνι της ξεκινώντας τη διαμάχη, σε μια εντελώς αντικρουόμενη προσέγγιση όπου τα συναισθήματα διαδέχονται τον κυνισμό και το αντίστροφο. Οι αντιθέσεις αυτές φτάνουν και στον χαρακτήρα του Ντράιβερ, άλλοτε καριερίστα και άλλοτε υπέρμαχο της οικογένειας που έφτιαξε, και διογκώνονται στο φινάλε όπου εκεί το μελόδραμα ξαφνικά γίνεται καλοδεχούμενο, με μια εντελώς επιδερμική αποτύπωση του «πώς γίναμε έτσι» η οποία έχει ως στόχο το εύκολο δάκρυ.
Στο σύνολό της, η «Ιστορία Γάμου» είναι φυσικά μια σοβαρή και ειλικρινής περιγραφή μιας επίπονης διαδικασίας, που δε μπορεί όμως μετατραπεί σε κινηματογραφικό αφήγημα, ειδικά όταν δε φαίνεται να υπάρχει ένα κέντρο βάρους γύρω από το οποίο αυτό στήνεται. Οι δυο πρωταγωνιστές πιστοποιούν την αξία τους και ασφαλώς είναι ένας βασικός λόγος για να δει κάποιος την ταινία, αλλά είναι πολύ πιθανό μετά τους τίτλους τέλους να βγει μπερδεμένος για το τί ακριβώς είδε, με μια σειρά ερωτημάτων για τις πράξεις των ηρώων να αιωρούνται κρυμμένα πίσω από τη γενικευμένη λογική πως σε τέτοιες καταστάσεις λίγο-πολύ φταίνε όλοι.