Βασιλιάδες του Κόσμου
Los reyes del mundo
![](https://media.interactive.netuse.gr/filesystem/images/20240515/engine/thekingoftheworld-70x100-greek_1581_107773018_type12459.jpg)
Πέντε ορφανοί νεαροί άστεγοι στην Κολομβία αποφασίζουν να πάρουν τους δρόμους για την εξοχή της χώρας στην καρδιά των Άνδεων. Εκεί πιστεύουν πώς θα βρουν το σπίτι ενός εκ των πέντε που του το κληροδότησε η γιαγιά του. «Οδύσσεια» έντονων πολιτικοκοινωνικών αποχρώσεων, «ψυχικά» ακαταμάχητη και κινηματογραφικά άνιση.
Είναι αυταπόδεικτη ίσως η αρχετυπικότητα της ομηρικής Οδύσσειας, κυρίως στο πόσο συχνά σε κάθε αφηγηματική τέχνη συναντά κανείς ταξίδια προς έναν μυθικό προορισμό-πανάκεια. Αυτό που στην εποχή μας έχει αλλάξει δεν είναι η φόρμα αυτής της θεματικής, αλλά η ουσία της. Ο προορισμός αυτός είναι μια φενάκη, συχνά δεν καταφθάνει ο «ήρωας» ποτέ, αλλά, ακόμα χειρότερα, τουλάχιστον για αυτόν που εμπιστεύεται την «παλιομοδίτικη» αναζήτηση ενός κάποιου νοήματος, καραδοκεί και η άρνηση της καβαφικής Ιθάκης. Ούτε το ταξίδι έχει νόημα, η ευχή της μακροημέρευσής του, αντίθετα, μοιάζει με κατάρα. Η ταινία της Λάουρα Μόρα μοιάζει με υπαρξιακή καταγραφή του προαναφερθέντος. Διάστικτη, ομολογουμένως κάπως δραματουργικά αιφνίδια, με κάποιες αναφορές κοινωνικοπολιτικού χαρακτήρα. Είναι αδύναμες στιγμές της ταινίας και το πράγμα επιδεινώνεται από τον «ποιητικό» χειρισμό τους. (Ως γνωστόν, ίσως, η ποίηση κακοπερνάει στο σινεμά – και στις κριτικές αναφορές της – από δημιουργούς και γραφιάδες που την ταυτίζουν με την πληθωρική ασάφεια.)
Αυτό που κάνει ακαταμάχητη την ταινία - και τόσο δύσκολο για τον υπογράφοντα να σουτάρει ευθύβολα εναντίον της λόγω της παραπάνω ασάφειας και μιας γενικής αίσθησης, ποιητικής πάντα, νωχελικότητας και διηγητικού χασομεριού - είναι μια ατμόσφαιρα ταξιδιού στην καρδιά του ερέβους (να άλλη μια λογοτεχνική αναφορά που ορίζεται από τον Όμηρο) και δύο σπουδαίες σκηνές. Στην μια τα παιδιά περπατούν νύχτα πετροβολώντας στο πέρασμά τους τις λάμπες του δρόμου, αφήνοντας τελικά όχι μόνο πίσω τους σκοτάδι αλλά και βυθιζόμενα τα ίδια σε αυτό και στην άλλη, σε μια πεμπτουσία σκηνοθεσίας, ένας διάλογος εγκαταλείπεται στο φόντο καθώς η κάμερα περιηγείται σε ένα ερειπωμένο σπίτι συγκεκριμενοποιώντας μοτίβα που η ταινία ως τότε ούτε που κατάφερνε να υπαινιχθεί. Πρόκειται για δύο σκηνές που φωτίζουν περίτεχνα την ταινία, αποδεικνύουν μια δημιουργό που μελετά τους ήρωές της και το θέμα της, ξαμολώντας το αποτέλεσμα σε σύμπαντα που ως τότε κυλούσαν παράλληλα και μάλλον σε επιμελημένη αοριστολογία.
Όταν υπάρχουν τέτοιοι φάροι σε μια αφήγηση, κι όταν για συγκολλητική ουσία υφίσταται μια φεστιβαλική μεν (και ωραιοπαθής κάπως) κινηματογράφηση που όμως αποδεικνύει σταδιακά ότι ξέρει πολύ καλά τι οικοδόμημα ορθώνει, τότε αρχίζει ο θεατής να αισθάνεται σε καλά χέρια. Όταν υπάρχει τονική συνοχή – και βέβαια πραγματεύεσαι κάτι αξιόλογο – το πιο δύσκολο έχει συντελεστεί.
Το πρόβλημα που εκτρέπει τις ροές από την μεγαλειότητα είναι ότι πέρα από το χασομέρι («κοιλιές», το λέγαμε άλλοτε) της αφήγησης, μεγεθυμένο από το γεγονός ότι η ταινία ισορροπεί την δραματουργική εγγύτητα στην παρέα με την φεστιβαλική ενατένιση του νοήματος, είναι οι αναφορές που η ταινία δύσκολα καμουφλάρει. Από τον αξέχαστο «Πισότε» που στοιχειώνει την αρχή, στην μιμητική «Πόλη του Θεού» όποτε γκαζώνει η κάμερα, κι από το «Stand By Me» στον «Θησαυρό της Σιέρα Μάντρε», μεσολαβούν πολλές ακόμα ιστορίες που ίσως σας περάσουν από το μυαλό. Αν η δημιουργική επιλογή δεν είναι αυτή της ταύτισης, δραματικά κι αισθητικά (οπότε και ο θεατής τυφλώνεται πηγαίνοντας όπου του πει ο δημιουργός), τότε ο νους βολτάρει στις αναφορές του, ο χώρος της ταινίας χάνει την αποκλειστικότητά του.
Ωστόσο, αυτή είναι αντίδραση ενός θεατή. Αν και φρονώ αδύνατη την αποφυγή της αιθουσιακής λήθης – η εποχή μας σκότωσε αυτές τις ταινίες στο φυσικό τους περιβάλλον, μένει να δούμε αν υπάρχει ανάσταση και θα πρέπει να την πραγματοποιήσουμε εμείς – η ταινία έχει τις εκπληρωμένες προθέσεις να λειτουργήσει στο ιδεατό κοινό της. Για μια κινηματογραφία τοπικής εμβέλειας και παράδοσης, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων («Η Λουλουδού του Μεντεγίν», «Η Στρατηγική του Σαλιγκαριού», «Στην Αγκαλιά του Φιδιού»), οι στην καρδιά Κολομβιανοί «Βασιλιάδες του Κόσμου» είναι ένα περιεκτικό βήμα μπροστά. Και προερχόμενο από μια περιοχή που όση εγκόσμια ομορφιά διαθέτει (και η φωτογραφία της ταινίας την μεταγγίζει θαυμαστά) άλλη τόση πολιτική περιφρόνηση έχει υποστεί, είναι και μια ταινία που δεν διστάζει, παρά την απαισιοδοξία της, να φτιάξει μια σεκάνς γέννησης του αναρχικού πνεύματος. Μοιάζει ένθετη, είναι επεξηγηματική, είναι ίσως και λίγο σικέ στην λογική συμπερίληψής της. Κι έτσι όμως ακόμα δείχνει πως κάποτε η αντίδραση του ανθρώπου στην παγερή κι ανυπολόγιστη συμπίεση των δικαιωμάτων του δεν αφήνει περιθώρια βολικών πολιτικών αντανακλαστικών.