Κουραμπιέδες από Χιόνι
Kourabiedes Apo Hioni
Υπάρχει μια πολύ λεπτή γραμμή που χωρίζει κάποια ταινία, από μια κακή ταινία. Στην περίπτωση του ντεμπούτου του Γιάννη Τσιμιτσέλη, η σκηνοθετική του ματιά δεν είναι καν το χειρότερο πράγμα που συμβαίνει σε μια από τις πιο «επώδυνες» κινηματογραφικές εμπειρίες της χρονιάς.
Δεν θα πω ψέματα. Όταν είχα ακούσει πως ετοιμάζεται παραγωγή που θα φέρει την σκηνοθετική υπογραφή του Έλληνα ηθοποιού, δεν είχα αισθανθεί ιδιαίτερα αισιόδοξη για το αποτέλεσμα, κυρίως λόγω του συνόλου των ερμηνευτικών επιλογών του Τσιμιτσέλη, που δύσκολα μπορεί να τις χαρακτηρίσει κανείς εμπνευσμένες. Ας πούμε πως μετά τη θέαση αυτών των Κουραμπιέδων, αναζητώ εναγωνίως έναν τρόπο προκειμένου να «ξε- δώ» αυτό που παρακολούθησα.
Η ιστορία μας διαδραματίζεται σε ένα ορεινό χωριό της Ελλάδας, σε μια εποχή μπασταρδεμένη, καθότι δύσκολα αντιλαμβάνεσαι αν πρόκειται για το παρόν, το παρελθόν ή κάποια παλαιομοδίτικο υβρίδιο και των δυο. Η υπόθεση ξεκινά την παραμονή κάποιας Πρωτοχρονιάς, με τον Αϊ- Βασίλη του οικισμού να γυρίζει από πόρτα σε πόρτα, μοιράζοντας δώρα στα παιδιά. Μέχρι που φτάνει στο σπίτι της μικρής, φτωχής Φανής, με μια μαμά αλκοολική και έναν πατέρα απόντα. Από εκεί και πέρα ξεκινάει μια υπόθεση που μπλέκει μέσα έναν ιδιόρρυθμο ζαχαροπλάστη τον κύριο Παναγιώτη (Αντωνόπουλος), τη δασκάλα κόρη του (Γερονικολού), έναν γιατρό (Ηλίας), τα παιδιά τους, τις κουτσομπόλες του χωριού και μια σειρά από άλλους χαρακτήρες που δεν έχουν κανέναν λόγο ύπαρξης, όπως μεταξύ μας και η ίδια η ταινία.
Αρχικά βλέπεις στο σενάριο τα ονόματα των Ρέππα και Παπαθανασίου και λες εντάξει, υπάρχει μια αξιοσημείωτη καριέρα των δυο τους, τηλεοπτική και κινηματογραφική, συνεπώς ίσως και να πρόκειται τελικά για ένα αρκετά ασφαλές στοίχημα. Σίγουρα. Αν σου αρέσει η αισθητική των διαφημίσεων, οι απαρχαιωμένες αντιλήψεις, τα σεξιστικά κατάλοιπα, η κακή ηθοποιία, η απουσία πλοκής, το διαρκές exposition, τα εκνευριστικά παιδάκια, οι αμφιβόλου λογικής επιλογές των ηρώων, η ξεδιάντροπη τοποθέτηση προϊόντος (οι χορηγοί βλέπεις έχουν απαιτήσεις) και το γεγονός ότι μια ταινία που λέγεται «Κουραμπιέδες από Χιόνι», διαδραματίζεται σε ένα μεγάλο μέρος της το καλοκαίρι, τότε ναι, τούτη εδώ είναι σίγουρα η ταινία σου.
Πρόκειται ξεκάθαρα για μια από τις χειρότερες ταινίες που έχουμε δει εδώ και καιρό, ένα σενάριο μπολιασμένο με όλες τις παθογένειες της ελληνικής (μικρό)κοινωνίας, προσβλητικό και οριακά εξοργιστικό στον τρόπο που χειρίζεται ευαίσθητα και σοβαρά ζητήματα, όπως αυτό του αλκοολισμού, μα και άλλα όπως η οικογένεια και οι σχέσεις των φύλων. Εξαιρετικά προβληματική είναι και η κατασκευή των χαρακτήρων, οι περισσότεροι από τους οποίους πατούν πάνω σε στερεότυπα και κουραστικά κλισέ, ενώ ορισμένοι από αυτούς έχουν την ατυχία να έχουν γραφτεί με τέτοια οδυνηρή τεμπελιά, που παραπέμπουν σε καρικατούρες αμφιβόλου ηθικής, με τιράντες, παπιγιόν και γυαλάκια κομπλέ και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.
Κατά τα άλλα η σκηνοθετική απόπειρα του Γιάννη Τσιμιτσέλη είναι σαφέστατα εμπνευσμένη από το glossy υλικό από το οποίο είναι καμωμένες οι χριστουγεννιάτικες διαφημίσεις, μηδενική αισθητική, καμία πρωτοτυπία, μονάχα μια δεκπαιρεωτική καταγραφή των δρώμενων, τόσο στρυφνή και στερούμενης μιας κινηματογραφικής χροιάς, που αν κάποιος μου έλεγε πως απλά άφηναν τις κάμερες να γράφουν μόνες τους (η παλιά «τηλεοπτικίλα» σπάει κόκκαλα), θα τους πίστευα.
Ειλικρινά δεν υπάρχει κάτι που να μπορεί να αποκομίσει κανείς από αυτό εδώ το ντεμπούτο, εκτός ίσως από μια έντονη αποστροφή πλέον προς καθετί που σχετίζεται με τον Κάπτεν Χουκ (θα καταλάβετε τι εννοώ, «ποντικάκια»). Το «Κουραμπιέδες από Χιόνι» είναι μια τραυματική, κιτς κινηματογραφική εμπειρία που δεν αξίζει σε κανέναν. Κάτι ήξερα και συμπαθούσα ανέκαθεν περισσότερο τα μελομακάρονα.