Τζούντι
Judy
Μια από τις τραγικότερες μορφές της ιστορίας του Χόλιγουντ ενσαρκώνεται ψυχή τε και σώματι από μια πλήρως αφοσιωμένη Ρενέ Ζελβέγκερ, προκειμένου να φωτιστεί το τελευταίο και δυσκολότερο κεφάλαιο της ζωής της Τζούντι Γκάρλαντ.
Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, το Χόλιγουντ δεν έχει αποπειραθεί, σε μείζονες πάντα παραγωγές, να αναμετρηθεί με τους μύθους που το οικοδόμησαν. Πλην του Τσάπλιν (η ευπρεπής ταινία του Ρίτσαρντ Ατένμπορο του 1992 με τον Ρόμπερτ Ντάουνι), ούτε η Γκάρμπο, ούτε ο Μπράντο, η Μέριλιν, ο Σινάτρα ή η Ντίτριχ, και βέβαια ούτε οι μεταγενέστεροί τους, «έφτασαν» άμεσα και σε μείζονα παραγωγή πάντα, στην ευρεία διανομή του Χόλιγουντ.
Υπάρχει λόγος. Δεν αναπαρίστανται εύκολα. Είναι δεδομένο πως δεν υπάρχει και ιδιαίτερο ενδιαφέρον από πλευράς στούντιο (τι να κάνεις τους χολιγουντιανούς αστέρες όταν συνωθούνται οι σούπερ-ηρωικοί αστέρες;), όμως το απαγορευτικό είναι η δυσκολία της αναπαραγωγής. Η δραστική ουσία ενός εμβλήματος δεν βρίσκεται στην συνταγογράφηση ενός κοινού σεναρίου ή μιας ανέμπνευστης ερμηνείας.
Η «Τζούντι» έρχεται να σπάσει (αυτό) το κατεστημένο. Και καταπιάνεται με μια από τις μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών, την ανεπανάληπτη Τζούντι Γκάρλαντ που τόσο ως ηθοποιός όσο και σαν τραγουδίστρια συμβολίζει για τον αμερικανικό 20ό αιώνα ένα τοτέμ, ένα λαϊκό σύμβολο που ανταγωνίζονται ελάχιστοι στο σινεμά και μόνο ο Έλβις και ο Σινάτρα στο τραγούδι. Η Τζούντι Γκάρλαντ είναι για την αμερικανική οικογένεια, ακόμα και σήμερα, 50 χρόνια από τον τραγικά πρόωρο θάνατό της, η πρωθιέρεια που γαλούχησε όλες τις γενιές από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κι ύστερα.
Δύο πράγματα είναι όλη η υπόθεση. Αν τα έβρισκε το έργο, θα ήταν αιώνιο. Από μια έτοιμη τραγωδία δεν αντλεί παρά ελάχιστο δράμα – και το σεναριακό πρόβλημα εκτείνεται από τον τετριμμένο διάλογο μέχρι την επίπεδη (και ακαδημαϊκότατη) επιλογή και διαδοχή των σκηνών μιας ζωής που φθίνει. Υπάρχουν στιγμές αλλά αυτός ο υπογράφων παραδέχεται πως δεν μπορεί να τις διαχωρίσει από την ερμηνευτική σάρωση της πρωταγωνίστριας.
Η Ζελβέγκερ αποφασίζει, με μια απίστευτη ερμηνευτική επιλογή, να αντιπαραθέσει ολομόναχη το δικαίωμα του ηθοποιού στο βάρος του θρύλου
Πράγμα που μας φέρνει στο δεύτερο ζητούμενο. Ποια (διανοείται) να παίξει την Γκάρλαντ; Η Ρενέ Ζελβέγκερ, μια από εκείνες τις οφθαλμοφανώς λάθος επιλογές που κάποτε σε εκπλήσσουν και ακυρώνουν κάθε «κριτική» πρόβλεψη, βγήκε μπροστά και είπε «παρούσα». Και όχι μόνο αυτό. Ακόμα βροντερότερα, αποφάσισε ότι στο διάολο το lip sync, θα πω εγώ τα τραγούδια.
Για να μην δημιουργώ μια κάποια αγωνία, η ερμηνεία της Ζελβέγκερ είναι βέβαιο ότι θα είναι στα Όσκαρ και σχεδόν βέβαιο ότι θα βραβευθεί. Οι πιο πολλοί θα υποκλιθούν και όλοι οφείλουν να αναγνωρίσουν ότι πρόκειται για μια επική προσπάθεια, τρομερής δυσκολίας (βρίσκεται σχεδόν σε κάθε πλάνο), υπέρβασης και απίθανου ενδοκαλλιτεχνικού βάρους.
Εδώ υπάρχουν, κατά την γνώμη μου, πολλά προβλήματα που απορρέουν πραγμάτων που υποτιθέμενα μας έχουν πει να μην μας νοιάζουν. Να μη μας νοιάζει αν ας πούμε δεν μοιάζει ο ηθοποιός, να, ο Μάλεκ, θα σου πει κάποιος, βρήκε την ουσία (και πάλι δεν συμφωνούν κι όλοι) κι έπαιξε έναν Μέρκιουρι που έμοιαζε εσωτερικά, σαν αύρα. Όμως η Ζελβέγκερ έχει μάγουλα, έχει μικρά μάτια, έχει δελτοειδείς, δικεφάλους και μυώδη πλάτη, έχει και πόδια ποδηλάτη. Η Γκάρλαντ ήταν δεν ήταν 1.50, ήταν ισχνή σαν κλαδάκι (την περίοδο του έργου), είχε ένα πρόσωπο όλο μάτια κι είχε και περιώνυμα πόδια - η ταινία, σοφά, φροντίζει να την δείχνει από τη μέση και πάνω.
Ας το δεχτώ, επουσιώδη όλα αυτά. Η Ζελβέγκερ όμως κάνει κι ένα χειρότερο: Μη βοηθούμενη από το σενάριο, μη μπορώντας να βρει κι η ίδια την ιστορική τραγωδία της έκφρασης του πρόωρα γερασμένου προσώπου της Γκάρλαντ, μετατρέπει την εγχάρακτη υποφορά σε κοινή μανιερίστικη γκριμάτσα, το αυτοκτονικό βάσανο σε μούτα. Ακόμα κι όταν πρέπει να παίξει την (οδυρόμενη) ελαφράδα, δεν βλέπεις το «Ένα Αστέρι Γεννιέται» και την Γκάρλαντ του ’60, βλέπεις την (υπολογίσιμη) κομεντιέν Ζελβέγκερ.
Έλα όμως που μετά υπάρχει και το τραγούδι. Και σ’ αυτό, που θα περίμενες τον κόλαφο και την ευκολότερη κριτική, η Ζελβέγκερ δίνει την πιο συναρπαστική πτυχή ενός έργου που ναι, χωρίς αυτήν δεν θα το έβλεπες ούτε σαν τηλεταινία. Παίρνει τον τρόπο της Γκάρλαντ, φοράει τη νεύρωση εσώρουχο και την χαρακτηριστική κίνηση καπέλο, αλλάζει τον αδόξαστο στην ερμηνεία κάνοντας τον αμερικάνικο τραγουδιστικό κανόνα ολόδικόν της και κάνει μερικά από τα πιο μεγάλα αμερικάνικα τραγούδια από την αρχή κτήμα της! Ούτε η, μακράν ανώτερη, Τζούντι Ντέιβις στο τηλεοπτικό «Life With Judy Garland: Me and My Shadows» τόλμησε κάτι τέτοιο.
Πρόκειται για κάτι συναρπαστικό (το «Over the Rainbow» είναι μια…εξωσωματική εμπειρία όσμωσης ηθοποιού/βιογραφούμενου), κάτι που ανθοφορεί ένα πρακτικά ολοκαίνουργιο έργο μέσα από τη στάχτη μιας κλισέ βιογραφίας, μια ταινία που πάνω της η Ζελβέγκερ αποφασίζει, με μια απίστευτη ερμηνευτική επιλογή, να αντιπαραθέσει ολομόναχη το δικαίωμα του ηθοποιού στο βάρος του θρύλου. Και μόνο που βγαίνει ζωντανή μπράβο της και μόνο που θα κάνει λάτρεις της Γκάρλαντ να δακρύσουν εν μέσω μια τόσο ανεπαρκούς δραματουργίας όλα τα βραβεία της αξίζουν.