Joker
Joker
Ο Χοακίν Φίνιξ πρωταγωνιστεί σε μια ανατρεπτική προσέγγιση των καταβολών του διάσημου villain η οποία δανείζεται απευθείας την πλοκή της από το σινεμά του Σκορσέζε («Ταξιτζής», «The King of Comedy»). Χρυσός Λέοντας στη Βενετία και μπόλικη οσκαρική παραφιλολογία για την ταινία του Τοντ Φίλιπς που λειτουργεί πρωτίστως ως μια σκοτεινή και επίκαιρη μελέτη χαρακτήρα.
Χοακίν Φίνιξ, Τζόκερ, πιθανές οσκαρικές υποψηφιότητες, Χρυσός Λέοντας στη Βενετία. Κατά σειρά δημοφιλίας, παρατίθενται τέσσερα στοιχεία που στην εποχή του παραμορφωτικού φακού που λέγεται social media, μπορούν να χτίσουν ένα buzz ικανό να στείλει αυτόματα την πολυσυζητημένη ταινία του Τοντ Φίλιπς στη σφαίρα του αριστουργήματος. Η παγίδα προφανής: αρκετοί θα μπουν στην αίθουσα ήδη ψημένοι για το νέο «πεντάστερο», άλλοι πάλι θα το καταβαραθρώσουν όταν οι φορτωμένες προσδοκίες τους δεν βρουν την αντιστοίχηση που περίμεναν. Ως συνήθως, η κατάσταση των πραγμάτων βρίσκεται κάπου ανάμεσα και ο «Joker» δεν μοιάζει να αποτελεί εξαίρεση.
Για αρχή, ας αποδοθούν τα δέοντα στον Τοντ Φίλιπς που από τις στείρες ανακυκλώσεις των «Hangover» επιχειρεί αλματώδες ρίσκο με μια ταινία για τις καταβολές (origins) του απόλυτου αντιπάλου του Μπάτμαν δίχως να βασίζεται σε κάποια από τις διάφορες εκδοχές του χαρακτήρα που περιγράφονται στα κόμικ της DC. Η ελεύθερη αυτή προσέγγιση βρίσκεται ίσως πιο κοντά στην κατά Άλαν Μουρ εκδοχή που θέλει τον Τζόκερ έναν αποτυχημένο stand-up κωμικό, αλλά κάπου εκεί τελειώνουν οι όποιες κόμικ αναφορές. Γιατί ο «Joker» που συστήνουν ο Φίλιπς με τον Φίνιξ δεν είναι καν μια ενήλικη κόμικ περιπέτεια περιωπής τύπου «Σκοτεινός Ιππότης». Κατά βάση έχουμε να κάνουμε με μια τολμηρή μελέτη χαρακτήρα, ένα θεοσκότεινο δράμα για την ψυχική νόσο και τον κοινωνικό αποκλεισμό, που βρίσκεται σε διαρκή και οργανικό διάλογο με το σινεμά του Σκορσέζε, ειδικότερα με τον «Βασιλιά Για Μια Νύχτα» (The King of Comedy) και τον «Ταξιτζή».
Το πλαίσιο του «Joker» είναι προφανώς η Γκόθαμ των 80s (παραπέμπει ανοιχτά στην αντίστοιχη Νέα Υόρκη της εποχής), ένα τεταμένης έντασης αστικό τοπίο πνιγμένο στα σκουπίδια εξαιτίας μιας απεργίας διαρκείας. Ο τίτλος αναφέρεται στον Άρθουρ Φλεκ (Φίνιξ), έναν ψυχικά διαταραγμένο άντρα που ζει με την ηλικιωμένη μητέρα του και που μετά δυσκολίας βγάζει τα προς το ζην παριστάνοντας τον κλόουν. Ονειρεύεται πως σύντομα θα γίνει διάσημος κωμικός σαν τον τηλεοπτικό αστέρα Μάρεϊ Φράνκλιν (Ντε Νίρο) που θαυμάζει, όμως η πραγματικότητα του επιφυλλάσσει στην καλύτερη περίπτωση μια υποτυπώδη υποστήριξη από κοινωνικές δομές οι οποίες τελούν υπό καθεστώς περικοπών, στην χειρότερη πλήρη περιφρόνηση και κακοποίηση από αγνώστους στο δρόμο. Έτσι, όταν τα δεδομένα χειροτερέψουν κι άλλο, ο εξαθλιωμένος και γεμάτος οργή Άρθουρ θα απασφαλίσει γυρεύοντας εκδίκηση από όσους τον αδίκησαν. Και υπάρχουν αρκετοί εκεί έξω πρόθυμοι να ακολουθήσουν το παράδειγμά του.
Ουσιαστικά, από τη μία έχουμε τη θέση του «Joker» σε σχέση με το αρχικό σύμπαν του και από την άλλη η ίδια η φύση της ταινίας, που είναι μια διαφορετική κουβέντα. Ξεκινώντας με την πρώτη, ο Φίλιπς μαζί με τον συν-σεναριογράφο του Σκοτ Σίλβερ ανασύρουν έναν εμβληματικό κακό (villain) από τα μανιχαϊστικά στεγανά της κόμικ λογικής, προσφέροντας στον κεντρικό χαρακτήρα ουσιώδη ανθρώπινη υπόσταση και ενσυναίσθηση απέναντι στο προσωπικό δράμα που τον διαμόρφωσε στη φονική φιγούρα με το λευκό μέικ απ, το ζωγραφισμένο χαμόγελο και τα πράσινα μαλλιά.
Αν το δούμε από τη λογική του origins ενδεχομένως και να συμφωνήσουμε πως ο «Joker» είναι ένα φιλμ σεμινάριο και ο Φίνιξ ιδανικός για να φέρει την αποστολή εις πέρας, με τη μελετημένη κινησιολογία του, την καθολική σωματική του εκφραστικότητα και την ικανότητα να μετασχηματίζει καρτουνίστικα στοιχεία του Τζόκερ - όπως το υστερικό γέλιο που συνιστά απειλή - σε μια έκφραση απρόσφορου συναισθήματος όπως είναι το απρόκλητο γέλιο του Άρθουρ, που εδώ λειτουργεί σαν ψυχιατρική ένδειξη ενός συντετριμμένου εσωτερικού κόσμου υπό αφόρητη πίεση.
Το πορτρέτο ενός πασίγνωστου villain που για πρώτη φορά του δίνεται η ευκαιρία να αποδράσει από τις σελίδες που τον γέννησαν και να υπάρξει στον πραγματικό κόσμο
Συνεχίζοντας με τις συσχετίσεις με το πρωτότυπο υλικό, ο «Joker» χτίζει ωραία σύνδεση με τη μυθολογία του Μπάτμαν και την μελλοντική τους αντιπαλότητα. Εδώ, ο Μπρους Γουέιν είναι ακόμα παιδάκι και ο πατέρας του ένας κυνικός κροίσος με ακόρεστες πολιτικές βλέψεις που πλασάρεται ως η μόνη ελπίδα μιας Γκόθαμ που μοιάζει με ωρολογιακή βόμβα. Τελικά, η επικείμενη ανάδειξη του Τζόκερ σε σύμβολο κοινωνικής εξέγερσης και ηγετική μορφή ενός μαζικού μπαράζ βίας γίνεται ο κόμβος μέσα από τον οποίο οι όποιες κόμικ καταβολές συναντούν τις προθέσεις των δημιουργών της ταινίας.
Προσωπικά, έχω την αίσθηση πως ο «Joker» έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν τον δούμε σαν το πορτρέτο ενός πασίγνωστου villain που για πρώτη φορά του δίνεται η ευκαιρία να αποδράσει από τις σελίδες που τον γέννησαν και να υπάρξει στον πραγματικό κόσμο. Από εκεί και πέρα, είναι προφανές πως η ταινία μεταχειρίζεται τη μυθολογία του Τζόκερ ως αφορμή, προκειμένου να θίξει διαχρονικά και φλέγοντα ζητήματα όπως η πολύπλευρη βία μιας κοινωνίας που αποκλείει ή ο θάνατος του κράτους πρόνοιας.
Η ίδια η εξέλιξη του κεντρικού χαρακτήρα μοιάζει θεαματικά με συγχώνευση των ιστοριών του «Ταξιτζή» και του Ρούπερτ Πάπκιν από τον «Βασιλιά Για Μια Νύχτα», δύο σκορσεζικών ηρώων παιγμένων από τον Ντε Νίρο, ο οποίος εδώ υποδύεται τον κωμικό με τον οποίο παθαίνει εμμονή ο Άρθουρ. Από τον «Ταξιτζή», ο Τζόκερ του Φίνιξ δανείζεται τη βίαιη έκφραση μιας ψυχωσικής προσωπικότητας, την ιδέα της τυφλής εκδίκησης και το στοιχείο της εξωτερικής μεταμόρφωσης που υποδηλώσει τη μετάβαση του πρωταγωνιστή σε μια κατάσταση δίχως επιστροφή. Από τον «Βασιλιά» παίρνει την τραυματική εμπειρία του αποτυχημένου κωμικού, την αρρωστημένη εμμονή με το ίνδαλμα, την οικογενειακή κατάσταση καθώς και το στοιχείο της ονειροπόλησης, ένα στοιχείο που ο Φίλιπς εντάσσει απαλά στην πλοκή.
Στο αντίποδα, όσο αποφασιστικά κι αν συνδράμουν στην ταινία η αφοσιωμένη ερμηνεία του Φίνιξ, η αψεγάδιαστη φωτογραφία ή η μουσική επένδυση, ο «Joker» δεν έχει κάτι να προσθέσει επί της ουσίας στην κινηματογραφική αποτύπωση της τρέλας, στο βαθμό που το είχε καταφέρει το όχι και τόσο μακρινό παράδειγμα της Λιν Ράμσεϊ «Πρέπει Να Μιλήσουμε Για Τον Κέβιν». Καλώς ή κακώς, τα βήματα που οδηγούν τον Άρθουρ στα χνάρια του Τζόκερ εμπεριέχουν συσσωρευμένη στερεοτυπία, από την κακομεταχείριση και το ξύλο που δέχεται μέχρι την ήδη ταραγμένη ψυχική του υγεία, το ότι μένει με την επίσης διαταραγμένη μητέρα του ή ότι κάπου στην πορεία καταλήγει και άνεργος. Μοιραία, ένα τέτοιου τύπου ανάπτυγμα χαρακτήρα δύσκολα θα βρει τρόπο να ελιχθεί μακριά από την πεπατημένη ή από ένα επιμύθιο του στυλ «ο τρελός λέει πάντα (μια κάποια) αλήθεια για μια ήδη άρρωστη κοινωνία».
Επιπλέον, ένα βασικό φάουλ του σεναρίου αφορά στην χαρακτηριστική ευκολία με την οποία συντονίζεται η εξέλιξη του πρωταγωνιστή με την κλιμακούμενη κοινωνική εξέγερση, εντός της οποίας ο Άρθουρ αναδεικνύεται στον Τζόκερ που όλοι ξέρουμε. Και ο λόγος για αυτό είναι πιθανότατα το κλείδωμα της προσοχής των δημιουργών στη λογική του πορτρέτου, σε βαθμό που να μην επιτρέπει στο πλαίσιο γύρω από την κεντρική φιγούρα να αναπνεύσει.
Αυτή η εστίαση φυσικά διατηρεί σε πρώτο πλάνο την ερμηνεία του Φίνιξ δίχως την οποία θα μιλούσαμε ασφαλώς για άλλη ταινία, όσο κι αν η φαινομενική της τελειότητα γεννά αυτόματα αμφιβολίες αν παίζει και λίγο εδώ με τον αέρα του μύθου του. Και παρότι η ερμηνεία αυτή εμπεριέχει το πλεονέκτημα του μεγαλύτερου θεωρητικού βάθους επειδή αναφέρεται στις καταβολές του χαρακτήρα, έχει φιλολογικό ενδιαφέρον να συζητάμε ποιος από τους Τζόκερ των Λέτζερ και Φίνιξ είναι καλύτερος, με τον πρώτο να διατηρεί ακόμα εκείνο το θάμπωμα που προκάλεσε η έκταση με την οποία απέδωσε την έννοια του χαοτικού κακού.
Σε κάθε περίπτωση, η παρουσία του Φίνιξ εδώ χαρακτηρίζεται από μία θαυμαστή συνέπεια που είναι αδύνατο να αγνοηθεί. Το ότι μια αντίστοιχου βαθμού συνέπεια και κυρίως εμβάθυνση σε επίπεδο σεναρίου έλειψε από κρίσιμα σημεία του «Joker» δεν μειώνουν το θεαματικό ρίσκο που πήρε ο Τοντ Φίλιπς να ξεφύγει από την πεπατημένη των κόμικ μεταφορών. Γιατί αυτό που παρέδωσε είναι πέραν όλων των άλλων αναγκαίο αν αναλογιστούμε το σημείο όπου βρίσκεται σήμερα η αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία.