Ο Ιρλανδός
The Irishman
Ο Μάρτιν Σκορσέζε ξανασυναντά τους Ρόμπερτ Ντε Νίρο και Τζο Πέσι, και επιστρατεύει για πρώτη φορά τον Αλ Πατσίνο, για λογαριασμό μιας επικής επιστροφής στο γκανγκστερικό δράμα που προηγουμένως επάξια υπηρέτησε με τα «Καλά Παιδιά» και το «Καζίνο». Μόνο που αυτή η επιστροφή μοιάζει με μεγαλοπρεπή αποχαιρετισμό.
Με τους «Κακόφημους Δρόμους» του 1973, την πρώτη του σπουδαία ταινία, ο Μάρτιν Σκορσέζε εγκαινίασε τη μακροχρόνια ενασχόλησή του με τον μικρόκοσμο του οργανωμένου εγκλήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως αυτός ξεπήδησε από τις πολυφυλετικές συνοικίες των μεγαλουπόλεων και, κυρίως, όπως τον αντίκριζε ο σκηνοθέτης από το παράθυρο των παιδικών του χρόνων, στην οδό Ελίζαμπεθ της Νέας Υόρκης όπου μεγάλωνε. Αυτός ο παρασιτικός υπόγειος κόσμος, που καλλιεργήθηκε στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα για να τρυπώσει ύπουλα μέχρι τις υψηλότερες βαθμίδες της αμερικανικής ζωής και να επιδράσει καταλυτικά επάνω τους, του ασκούσε ανομολόγητη έλξη, έναν συνδυασμό δέους και κινδύνου τον οποίο φαίνεται πως κουβάλησε αυτούσιο στο μετέπειτα έργο του.
Μόνο που όπως απέδειξε περίτρανα αργότερα με τα «Καλά Παιδιά» και το «Καζίνο», τον Σκορσέζε δεν ενδιέφερε η μελέτη των μηχανισμών που επέτρεψαν τη γένεση και εγκαθίδρυση των συνδικάτων του εγκλήματος στην Αμερική, όχι τουλάχιστον με τον ενδελεχή τρόπο που απασχόλησαν τον Κόπολα στους «Νονούς» του. Τον ενδιέφερε κάτι πιο προσωπικό, σε απευθείας επικοινωνία με τις θρησκευτικές εμμονές και την αυστηρή Καθολική ανατροφή του.
Οι γκάνγκστερ και οι μαφιόζοι των ταινιών του Σκορσέζε έγιναν πολύ γρήγορα δομικά κομμάτια στο τεράστιο αφήγημα που για παραπάνω από 50 χρόνια συμπληρώνει μέσα από διαφορετικά κινηματογραφικά είδη τα οποία, στην ουσία, διανύουν επίμονα τροχιές γύρω από τις έννοιες της πίστης, της προδοσίας, της ενοχής και της λύτρωσης. Γεμάτοι από αμαρτωλούς και έκπτωτους αγίους είναι η φιλμογραφία του Σκορσέζε. Και στην 25η δημιουργία μυθοπλασίας του συναντάμε έναν ακόμη παραβάτη ο οποίος παρεισφρέει σε ένα περιβάλλον υπεράνω κάθε νόμου επωφελούμενος από τα προνόμια που αποκτά, ανυποψίαστος ωστόσο μπροστά στο τίμημα που καλείται να πληρώσει για τις επιλογές του.
Αλάνθαστος σε εκτέλεση, ερμηνευτικά στιβαρός, φτιαγμένος από το πολύτιμο υλικό των ταινιών του αμερικανικού σινεμά των 70ς
Στον «Ιρλανδό» σκορσεζικός Ιούδας είναι ο Φρανκ Σίραν, υπαρκτό πρόσωπο (απεβίωσε τον Δεκέμβρη του 2003) που εισήχθη ως εκτελεστής στο εσωτερικό των μαφιόζικων οργανώσεων της Φιλαδέλφεια του ’50, έγινε επιστήθιος φίλος με τον τοπικό αρχικακοποιό Ράσελ Μπαφαλίνο (ο Τζο Πέσι σε μια έξοχη και συγκρατημένη για τα δεδομένα του ερμηνεία) και αργότερα δεξί χέρι και καταλύτης στη ζωή και το θάνατο του Τζίμι Χόφα. Τον περιβόητο συνδικαλιστή ηγέτη υποδύεται ο Αλ Πατσίνο, στην πρώτη συνεργασία του με τον σκηνοθέτη και σε μια γεμάτη ενέργεια σύνοψη της υποκριτικής του, μεταφράζοντας τον larger than life χαρακτήρα σε έναν πολύπλοκο, πεισματάρη και νάρκισσο αυτοκράτορα ο οποίος απαρνιέται την επερχόμενη πτώση του.
Όταν συναντάμε για πρώτη φορά τον Φρανκ Σίραν, είναι πλέον ηλικιωμένος και καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο, μόνιμος ένοικος ενός οίκου ευγηρίας και γεμάτος ιστορίες από το αιματηρό παρελθόν του στις οποίες ανατρέχει για λογαριασμό ενός αθέατου συνεντευξιαστή. Μέσα από φλας μπακ (που ενίοτε οδηγούν σε άλλα φλας μπακ) η διαδρομή του μέσα από τους λαβύρινθους της Μαφίας καλύπτει ένα χρονικό πλαίσιο 50 ετών το οποίο συμπίπτει με την αμερικανική πολιτική πραγματικότητα της μεταπολεμικής εποχής, της κρίσης στον Κόλπο των Χοίρων, της δολοφονίας του Τζον Κένεντι, της ανόδου του Νίξον στην εξουσία και της στενής σύζευξης του δημόσιου με τον παράνομο βίο.
Το πληθωρικό αυτό χρονικό ο βραβευμένος με Όσκαρ σεναριογράφος Στίβεν Ζέιλιαν («Η Λίστα του Σίντλερ») το διασκεύασε από το βιβλίο «I Heard you Paint Houses», το οποίο ο συγγραφέας και μελετητής της Μαφίας Τσαρλς Μπραντ ολοκλήρωσε μέσα από εκτενείς συνεντεύξεις τις οποίες του παραχώρησε ο Φρανκ Σίραν πριν πεθάνει. Πολλοί από τους ισχυρισμούς του Σίραν έμελλε συνεπακόλουθα να αμφισβητηθούν. Αυτό όμως καθόλου δεν επηρεάζει το ζητούμενο της ταινίας που δεν είναι η αυθεντικότητα των περιγραφών αλλά όσα κρύβονται πίσω τους, σε απόσταση αναπνοής από τις μεθόδους και την παράδοξη καθημερινότητα των ανθρώπων που κηρύττουν με σφαίρες το ευαγγέλιο του υποκόσμου.
Όταν προσγειώνεται από τα ύψη του έπους στα ανθρώπινα απαραίτητα, το φιλμ γίνεται συγκλονιστικό
Στο επίκεντρο ενός κυκλώνα από συμβάντα στέκει ως διακριτική και λιγομίλητη παρουσία ο Φρανκ. Από όσους τον περιβάλλουν φαίνεται ο πιο ενάρετος: ένα φιλότιμο πρωτοπαλίκαρο, χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες πέραν του να εξασφαλίζει τα προς το ζην για την οικογένειά του και να εκτελεί πειθήνια όσα του αναθέτουν, δίχως να τα κρίνει. Στωικά και μετρημένα τον ενσαρκώνει ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, με μια ερμηνεία συναισθηματικής καταστολής που προδίδει σταδιακά τις ρωγμές μιας βαθιάς συνειδησιακής κρίσης και γράφει τόσο δυνατά στον φακό, ώστε κατορθώνει εκφραστικά να διαπεράσει ακόμη και τα ανθεκτικά εφέ που χρησιμοποιήθηκαν για να «ξανανιώσουν» ψηφιακά τα πρόσωπα των βασικών πρωταγωνιστών.
Στον «Ιρλανδό» αυτή η πολυσυζητημένη τεχνική «αναζωογόνησης» αποκτά και χροιά συμβολική: Η ταινία σφύζει από τη ζωντάνια ενός νεαρού κινηματογραφιστή κι ας απορρέει από τη μελαγχολική σοφία ενός 76χρονου σκηνοθέτη. Συλλαμβάνει μια σύγκρουση ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο- τις αυθαιρεσίες της νιότης κόντρα στην επώδυνη γνώση που αποκτιέται με την ηλικία και την εμπειρία. Είναι, έπειτα, φτιαγμένη από βετεράνους του σινεμά και του γκανγκστερικού δράματος, από παλιούς συνεργάτες (Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Τζο Πέσι, Χάρβεϊ Καϊτελ) οι οποίοι παραλλάσσουν ρόλους που έχουν επισκεφτεί ξανά.
Χρειαζόταν όμως να έχει προηγηθεί αυτή η διαδρομή, αυτή η ζύμωση, γιατί εδώ περπατούν, μιλούν και συμπεριφέρονται σαν να κουβαλούν στους ώμους τους το φορτίο ενός βιωμένου παρελθόντος. Με τον ίδιο τρόπο αναπαριστούν και τους αρχετυπικούς ήρωές τους: Οι άνθρωποι της βίας, που προηγουμένως γνωρίσαμε στα «Καλά Παιδιά» και το «Καζίνο», φορούν κι εδώ τα ίδια κοστούμια και κουβαλούν τα ίδια όπλα. Τώρα πια όμως έχουν γεράσει. Τους βαραίνουν τα χρόνια που πέρασαν και η βεβαιότητα ενός επικείμενου τέλους. Μερικούς ίσως να τους στοιχειώνουν και φαντάσματα.
Ένας αποχαιρετισμός του σκηνοθέτη και των ηθοποιών του σε ένα ολόκληρο είδος που με τόσο ζήλο υπηρέτησαν
Έτσι ακριβώς όπως στοιχειώνουν τον Φρανκ. Καταλήγει εγκαταλελειμμένος σε ένα γηροκομείο όταν όλοι γύρω του, φίλοι και εχθροί, έχουν πια φύγει από τη ζωή. Ένας ιερέας δέχεται τακτικά την εξομολόγησή του και μια πόρτα παραμένει ανοιχτή τα βράδια που κοιμάται, σαν υπενθύμιση και σαν επιθυμία θανάτου. Αφότου έστρεψε το περίστροφο ενάντια στον άνθρωπο που ίσως εκτιμούσε και θαύμαζε περισσότερο, κατέληξε να ζει με την ανάμνηση της προδοσίας του. Θα την πάρει μαζί του στον τάφο. Αυτή είναι και η τραγωδία του. Μια τραγωδία η οποία αποτελεί και το μεγαλειώδες κομμάτι της δημιουργίας του Σκορσέζε, το πιο σημαντικό, μάλλον επειδή το άχθος του ήρωα βρίσκει θέση τόσο κοντά σε δικές του αγωνίες.
Ο «Ιρλανδός» είναι μια άψογη φιλμική κατασκευή, αλάνθαστη σε εκτέλεση, ερμηνευτικά στιβαρή, φτιαγμένη από το πολύτιμο υλικό των ταινιών του αμερικανικού σινεμά των 70ς και αποφασισμένη να ακολουθήσει τον δρόμο της, ασχέτως αν χρειάζεται τρεισήμισι ώρες για να φτάσει στο τέρμα του. Παίρνει όμως το κοινό από το χέρι και το οδηγεί, με ζηλευτή σιγουριά, μέσα από μια παρέλαση γεγονότων και αναφορών, έστω κι αν μερικές φορές χρειάζεται να υπερπηδήσει κάποιες αθέλητες επαναλήψεις του σεναρίου.
Όσο η κατασκευή προσγειώνεται από τα ύψη του έπους στα ανθρώπινα απαραίτητα, εντούτοις, το φιλμ γίνεται συγκλονιστικό: ένα ήρεμο ρέκβιεμ για τη συνειδητοποίηση της θνητότητας, τη βασανιστική μετάνοια και τη μοναξιά λίγο πριν το αναπόφευκτο τέλος, κάτι που ο Σκορσέζε έπρεπε να γίνει 76 ετών για να παραδώσει με τόση νηφαλιότητα. Ο «Ιρλανδός» μοιάζει όμως και με επίλογο: έναν αποχαιρετισμό του σκηνοθέτη και των ηθοποιών του σε ένα ολόκληρο είδος που με τόσο ζήλο υπηρέτησαν, σε μια δραματουργία την οποία εδώ φτάνουν στην κατακλείδα της αφού προηγουμένως την έχουν βυθομετρήσει. Και της δίνουν ένα άξιο φινάλε, σφραγίζοντας τα αναπάντητα ερωτήματα της ζωής και τα αποστάγματα του χρόνου στη φράση που με κοφτή συγκατάβαση ξεστομίζει κάποια στιγμή ο Τζο Πέσι: «It is what it is». Τίποτα άλλο δεν χρειάζεται να ειπωθεί.