Στη Χώρα του Πάγου και της Φωτιάς
Into the Land of Ice and Fire
Η παράλληλη αφήγηση της καθημερινότητας μιας 86χρονης και ενός 7χρονου Σαάμι στην αρκτική τούνδρα της Νορβηγίας. Ηθογραφικό ντοκιμαντέρ που μπορεί να μην συναρπάζει, αλλά φέρνει έναν πολυπόθητο αέρα διαφορετικής στάσης απέναντι στη ζωή και στην φύση.
Οι Σαάμι, που κάποιοι από εμάς γνωρίζαμε στα παιδικά μας χρόνια ως Λάπωνες (σήμερα έχει εγκαταλειφθεί ο όρος), είναι ένα ιθαγενές φύλο που ζει στην σκανδιναβική χερσόνησο σε περιοχές που εκτείνονται στη Νορβηγία, τη Σουηδία, τη Φινλανδία και τη Ρωσία στην μεριά της Χερσονήσου Κόλα. Είναι γενικώς ωραίοι τύποι, ένας ήρεμος λαός που δεν ενοχλεί κανέναν αλλά τον έχουν ενοχλήσει διάφοροι πολλάκις και ποικιλοτρόπως, τον έχουν καταπατήσει, με αποκορύφωμα βέβαια γεγονότα όπως το ότι οι περιοχές τους είναι πεδία στρατιωτικών δοκιμών των υπερδυνάμεων ή το ότι επί Τσερνόμπιλ πέρασαν τα πάνδεινα αφού δηλητηριάστηκαν τα νερά τους και όχι μόνο. Εν πάση περιπτώσει, οι Σαάμι δεν έχουν περάσει δύσκολα από το ψύχος και την φυσική κακουχία, αλλά από το υπόλοιπο είδος μας.
...οι Σαάμι αποδεικνύονται αυτάρκεις στην επιβιωτική τους προσαρμογή, αξιοζήλευτοι στην ικανότητά τους να αισθάνονται ευτυχείς, με λίγα λόγια έμπρακτα σοφοί
Αυτά δεν θα μας απασχολήσουν στο ντοκιμαντέρ της Δήμητρας Ζήρου το οποίο στοχεύει αλλού. Στην μεθοδική, ήπιων τόνων καταγραφή της ζωής σύγχρονων Σαάμι, μιας γιαγιάς 86 χρονών που θυμάται τους Ναζί στη χώρα της και δεν θα τους ξεχάσει ποτέ, και ενός πιτσιρικά 7 χρονών, που μεγαλώνει σε αυτή την παράλογη για εμάς χώρα. Παράλογη, εντός πάμπολλων εισαγωγικών, διότι το τέμπο της είναι ικανό να προκαλέσει ανεύρυσμα στον αποξενωμένο ανθρωπότυπο της Δύσης. Στην τούνδρα της Νορβηγίας, όλα κυλούν ήρεμα, και ενώ η τεχνολογία υπάρχει, η ζωή αποτιμάται σε ζωντανή σύνδεση παρά δια μέσω οθόνης.
Αυτό το τέμπο το βρίσκει ικανά η κ. Ζήρου, χωρίς φιλοδοξίες αφηγηματικού συναρπασμού αλλά με μια πραότητα που αποπνέεται από τους ανθρώπους και συντονίζεται με τον χώρο. Η φωτογραφία είναι αναπόφευκτα ένα δυνατό σημείο, εκτός όμως από το πρώτο 25λεπτο απ’ όπου μυστηριωδώς, στην κόπια που είδαμε τουλάχιστον, λείπει η επιμέλεια ενός post production. Κάτι στο χρώμα, κάτι στην ευκρίνεια, εκεί η ψηφιακότητα είναι οικιακής ταινίας, το πρόβλημα όμως εξαφανίζεται στο 26ο λεπτό και το ξεχνάμε.
Σημασία εδώ έχουν οι λακωνικές στιγμές ανθρώπινης πλήρωσης, πάντοτε σε επαφή με τη φύση: Το φωτεινό μεσοκαλόκαιρο, το άγριο χιόνι, μια τρύπα στον πάγο για ψάρεμα, η επεξεργασία των δερμάτων, η καθημερινή δουλειά για να αντέξεις τη φύση, το παιχνίδι των παιδιών, το αυτοσχέδιο σκι, τα άγρια μούρα, το κάπνισμα του κρέατος, οι κόμποι που δένουν στα δέντρα στον ερχομό της άνοιξης, τα έλκηθρα, οι τάρανδοι, φυσικά οι εκθαμβωτικές όψεις του Βόρειου Σέλας.
Όλα τους δοσμένα με μια σεμνή παρατακτικότητα, η οποία όμως χάρη σε κάποιες τονώσεις (ένα ωφέλιμο ηλεκτρονικό σκορ, ένα χρήσιμο time-lapse photography - σπονδή στον μέγα Ρον Φρίκι) επιτυγχάνει έναν από τους πιθανούς σκοπούς της δημιουργού: Να «περάσει» στο τέμπο την έννοια ενός εντελώς αλλιώτικα αντιληπτού χρόνου, να επισημάνει την ολοσχερή απομάκρυνσή μας από την Φύση, να παραλληλίσει μια υγιή εκδοχή συνύπαρξης της τεχνολογίας με το αυθεντικά χειρωνακτικό, να τεκμηριώσει μια πρόταση διόλου τεχνοφοβική μα οπωσδήποτε ανθρωποκεντρική. Δι’ αυτών, οι Σαάμι αποδεικνύονται αυτάρκεις στην επιβιωτική τους προσαρμογή, αξιοζήλευτοι στην ικανότητά τους να αισθάνονται ευτυχείς, με λίγα λόγια έμπρακτα σοφοί. Δίπλα τους, ο μοντέρνος πληκτρολάγνος της μικροοθόνης και του σκρολαρίσματος, δεν φαντάζει απλά έγκλειστος ή αξιολύπητος, αλλά καταδικασμένος.