Γκοτζίλα II: Ο Βασιλιάς των Τεράτων
Godzilla: King of the Monsters
Όταν ο καιρός το φέρνει κι ένας τίτλος τα λέει όλα για το έργο του: Αποτρόπαιο σίκουελ ενός κάλλιστου reboot του 2014 που απολαμβάναμε και τώρα νοσταλγούμε.
Κάποιος θα έλεγε πως το να γράφεις για έργα που ο κόσμος αδιαφορεί να διαβάσει την κριτική τους, είναι απελευθερωτικό. Ένας άλλος όμως θα απαντούσε πως όλα τα έργα χρειάζονται την κριτική τους και όλοι όσοι ενδιαφέρονται για το σινεμά θα έπρεπε να αντιμετωπίζουν τις κριτικές του. Έτσι θα καλυτέρευαν οι κριτικές, θα καλυτέρευε το κοινό, θα καλυτέρευαν και τα έργα. Ακριβώς επειδή ουδείς πρακτικά ενδιαφέρεται για την κριτική, ιδίως των blockbusters (που είναι ωραιότατο και ιστορικό είδος σινεμά), έργα σαν τον «Βασιλιά των Τεράτων» ηγεμονεύουν το, συχνά, αβοήθητο είδος.
Τούτο εδώ καταστρατηγεί όλα τα χαρίσματα της ταινίας του Γκάρεθ Έντουαρντς. Είναι σχεδιασμένη οπτικά στο πόδι, είναι κακοφωτογραφημένη, ίσως για να κρύψει το απολύτως επαναλαμβανόμενο CGI, γραμμένη στη λαδόκολλα σε ένα άγριο πισωγύρισμα τουλάχιστον 35 χρόνων ως προς το πως σκιαγραφούνται χαρακτήρες στο είδος της καταστροφής και, το βασικότερο, σε πλήρη άγνοια (ή περιφρόνηση) του μέτρου. Ψιλά γράμματα θα πεις, τόσο σε νοιάζει, όμως εδώ που έχουμε φτάσει η παντελής έλλειψη του μέτρου δεν βλάπτει μόνο την αισθητική (ποια;) προκαλεί τελικά και μια αποευαισθητοποίηση του αμφιβληστροειδή που είναι κρίμα να συμβαίνει για μία πρακτικά «μη ταινία».
Κάπου το size matters πρέπει να έχει ένα όριο, ειδάλλως σε εξουθενώνει, σε βαραίνει, είναι σα να σ' έχουν ταΐσει ένα ταψί κακό γαλακτομπούρεκο
Ο χαρακτηρισμός δεν είναι υπερβολικός. Στο σινεμά δράσης χρειάζεται αιτιολόγηση μιας σκηνής δράσης. Δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο (και άμα) δικαιολόγηση. Χρειάζεται σασπένς στην εμφάνιση του κεντρικού σου ήρωα. Είναι ο λόγος της δράσης, το σεναριακό κέντρο βάρους, το νοηματικό σου σημάδι. Ε, του αξίζει μια αναμονή να τον θαυμάσεις. Εδώ ο Γκοτζίλα εμφανίζεται στο πρώτο δίλεπτο. Καπάκι εμφανίζεται μια τερατώδης κάμπια. Κάπου το size matters πρέπει να έχει ένα όριο, ειδάλλως σε εξουθενώνει, σε βαραίνει, είναι σα να σ' έχουν ταΐσει ένα ταψί κακό γαλακτομπούρεκο.
Επίσης, στο σινεμά δράσης οι σκηνές δράσης κλιμακώνονται. Κάθε επόμενη πρέπει να είναι βαρύτερη, εντυπωσιακότερη – και, αν είναι καλό το έργο, πιο σημαίνουσα. Και πρέπει να φτάσεις εκεί, να το κερδίσεις δραματουργικά. Εδώ είναι όλες ίδιες, ατάκτως ερριμμένες, εκκωφαντικές κι αδιάφορες. Έτσι ο Γκοτζίλα καταντά από Βασιλιάς υποτακτικός, από ήρωας κομπάρσος. Κι αμφιβάλλω (ή ελπίζω) αν και η box office νίκη του έργου θα είναι κάτι παραπάνω από Πύρρειος.
Ούτε ένα θετικό; Πρακτικά, ούτε ένα. Το σαστισμένο από το green screen καστ εκστομίζει ανοησίες και πλανιέται σ’ έναν αέναο πλατό άνοιας, ο Γκοτζίλα παλεύει ο δύστυχος με τα δαιμόνια και μόνο ενσταντανέ μεγαλείου υπεξαιρεί από το άτακτο μοντάζ, η οικολογική διάσταση των ταινιών της σειράς πάει περίπατο χέρι-χέρι μ’ ένα παρολίγο ενδιαφέρον αλλά τελικά βλακώδες σεναριακό εύρημα (Τσαρλς Ντανς, κρίμα), ενώ κι αυτή η μεγαλοπρεπής CG αρχοντιά ενός Τέρατος που είναι σοφότερο από τους αθέλητους δημιουργούς του πέφτει στον γκρεμό ενός ορυμαγδού αμετροέπειας που μόνο αν αγαπάς το είδος θα αντιπαθήσεις τόσο.
Κρίμα γκοτζιλικών διαστάσεων, κρίμα μια ολοφάνερη σκούπα παραγωγών και φλέγουσας ανάγκης Monsterverse να ενταφιάζει την δουλειά τόσων ανθρώπων κι ενός σκηνοθέτη/σεναριογράφου που τουλάχιστον στο απώτερο παρελθόν με το δεύτερο «X-Men» και το «Superman Returns» τα είχε πάει θαυμάσια.