Κόντρα σε Όλα
Le Mans '66
Το πάσης φύσεως δράμα στηρίζεται στη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον, τους άλλους και τον εαυτό του. Η ιστορία του πώς η Φορντ στα μέσα του ‘60 κατάφερε να αρπάξει το Λε Mαν από την ηγέτιδα Φεράρι φέρνει στην κινηματογραφική της εκδοχή και την σχέση του ανθρώπου με την μηχανή.
Ευφυολόγημα παρά κάτι πραγματικά καινούργιο, το παραπάνω, θα αντιτείνεις, εντούτοις το θεμέλιο της ταινίας του φορμαρισμένου (και σταθερά ενδιαφέροντα) Τζέιμς Μάνγκολντ, διανθισμένο με ένα αρθρωμένο πλέγμα σχέσεων, μια γερή αντιπαράθεση του κόσμου της οικονομίας και του κοστουμιού με αυτόν του πάθους και της φόρμας εργασίας, μια αγαστή συνέργεια πρωταγωνιστών κι ένα αγιασμένο μίγμα υψηλών οκτανίων στο γκάζι, το κιβώτιο, το λάστιχο και τα μουγκρίσματα, κάνουν το «Κόντρα Σε Όλα» ένα χάρμα ιδέσθαι, ιδίως για τους λάτρεις του είδους.
Το είδος είναι αυτό του κλασικού αμερικάνικου δράματος δράσης, μια κατηγορία ταινιών συντεθλιμμένη στη σύγκρουση του ανεγκέφαλου blockbuster με το ομιχλώδες «σινεφίλ». Κι όμως, ιστορικά εδώ έχουν υπάρξει μεγάλα έργα, όλα τους βασισμένα σε χαρακτήρες που ορίζονται όχι με πολλές επεξηγήσεις αλλά με καθοριστικές πράξεις. Όπως στο ξεχασμένο γουέστερν ή το «σκληροτράχηλο» (που λέγανε παλιά) αστυνομικό, όπως το νουάρ, τον τρόμο ακόμα και την ευθεία περιπέτεια. Ένα σινεμά που χρειάζεται επεισόδια, χαρακτήρες διακριτούς, διάλογο κι ένα περίβλημα που (μπορεί και) να κουβαλά μια συμβολική/πραγματική σύγκρουση.
...ένα έργο που αφορά (και) τους μύστες της αυτοκίνησης
Σ’ όλα τα παραπάνω η ταινία του Μάνγκολντ παίρνει ψηλό βαθμό. Όχι άριστα, υπάρχουν ουρίτσες, υπερβολές ή και λαθάκια, λίγο περισσότερη διευκόλυνση στο «μέσο κοινό» - άνευ βέβαια του οποίου η θαρραλέα παραγωγή των 100 εκατομμυρίων θα ατυχήσει – ίσως και μια ελαφρώς ναρκισσιστική αβάντα στον έναν εκ των πρωταγωνιστών.
Ούτε που σε νοιάζει όμως τελικά. Ενώπιον έργου με τόσο ρέουσα εξέλιξη (152’ νεράκι), τέτοια πληρότητα στο κάθε ξεχωριστό κομμάτι της πλοκής, τόσο επαρκή ανάπτυξη στους δύο ηρωικούς της χαρακτήρες, λες ναι κι ευχαριστώ. Διότι οι ερμηνευτικές αναμετρήσεις σπάνια πια συμβαίνουν με αυτή την κάθετη ισορροπία που εξυπηρετεί από την ικανοποίηση της «ειδωλολατρείας» του κοινού ως την δικαίωση μιας στάσης ζωής. Μπέιλ και Ντέιμον είναι σε αναλογική ακμή, με τον Μπέιλ (ευτυχώς) να ηρεμεί όσο περνά το έργο και να συντονίζεται με αυτόν τον ογκόλιθο του less is more που είναι ο Ντέιμον και μαζί να συστήνουν έναν πολιορκητικό κριό που με το γκάζι στο πάτωμα γιορτάζεις πώς αντιπαρατίθεται στον επιχειρηματικό κόσμο που στιγμή δεν δονήθηκε από το μαρσάρισμα ενός ονείρου. Ο κόσμος της φαντασίας, των οραμάτων, της δουλειάς, του ταλέντου, της θυσίας είναι ο μεγάλος νικητής της αναμέτρησης με αυτούς που «have no idea», όπως θα δείτε και στο έργο. Σινεμά είναι, ας περάσει μια φορά και το δικό μας!
Και τελικά, στο κάτω-κάτω της γραφής, αυτό είναι ένα έργο που αφορά τους μύστες της αυτοκίνησης. Όχι αυτούς που διώχνουν ουρά μες στη πόλη σαν μπαστουνόβλαχοι. Τους άλλους. Που στην φτιαξιά και την ιδιοσυγκρασία της απόδοσης μιας μηχανής βρίσκουν μια φιλοσοφική προέκταση του εαυτού τους. Στην μοναχικότητα του δρόμου ελλοχεύει η τέλεια στροφή, η ιδανική διαδρομή, η στιγμή που η αρμονία χεριών, ποδιών και ψυχικής ανάγκης συνιστούν το ιδεώδες, ίσως το ανεπανάληπτο, τελικά εκείνο που αναμετράται (ίσως και να απαντά…) στην βασική ερώτηση του ποιος τελικά θέλεις και μπορείς να είσαι.